Τoυ Χρήστου Γεωργίου, Chief Financial Officer της Allianz Ευρωπαϊκή Πίστη
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ το τελευταίο διάστημα τις εξελίξεις αναφορικά με τις αυξήσεις στα μακροχρόνια προϊόντα υγείας, είναι καλό να μαζέψουμε κάποια στοιχεία, καθώς αν δεν υπάρχει κατανόηση από όλες τις πλευρές το θέμα αυτό μπορεί να γίνει μέχρι και καταστροφικό για την ελληνική ασφαλιστική αγορά, αλλά και να προτείνουμε κάποιες, όχι εύκολες, κινήσεις προς τη διόρθωσή του.
ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ εταιρείες αναλαμβάνουν και διαχειρίζονται κινδύνους και έχουν υποχρέωση να κρατάνε κεφάλαια γι’ αυτούς. Τα κεφάλαια είναι απαραίτητα για να συνεχίσει η εταιρεία κανονικά τις εργασίες της στην περίπτωση που επέλθει ένα καταστροφικό γεγονός.
Ένα παράδειγμα είναι ο Daniel, οι οικονομικές επιπτώσεις του οποίου ήταν εκατοντάδες εκατ. και όμως καμία εταιρεία δεν είχε πρόβλημα. Όσο μεγαλύτερη η διάρκεια του κινδύνου και όσο λιγότερα μπορεί να κάνει μια εταιρεία ως προς τη διαχείριση, τόσο μεγαλύτερα τα κεφάλαια.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με τα προϊόντα υγείας της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, αυτά είναι χωρισμένα σε μακροχρόνια (τα λεγόμενα ισόβια, αν και αρκετά έχουν συγκεκριμένη διάρκεια) και τα ετήσια. Δεν διαφέρουν καθόλου σε λογική καλύψεων καθώς είναι και τα δύο προϊόντα κατά ζημιών, συνεπώς λογικής γενικών.
Δεν χτίζει κανείς για το μέλλον και κάθε ασφάλιστρο αφορά ένα έτος. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τα προϊόντα υγείας παρόμοια με τα προϊόντα κατοικίας, καθώς και τα δύο δεν είναι υποχρεωτικά, καλύπτουν περιουσιακά στοιχεία, ο κίνδυνος καλύπτεται μέχρι ενός ορίου και υπάρχουν για να μας προστατεύσουν από ένα σοβαρό συμβάν.
Μια διαφορά είναι ότι στην υγεία ο κίνδυνος μεταβάλλεται σημαντικά κάθε χρόνο, συνεπώς και το κόστος, καθώς εξαρτάται άμεσα από την ηλικία, μεταξύ άλλων παραγόντων. Εφόσον είναι ίδια, λοιπόν, μακροχρόνια και ετήσια, ποιο σημείο είναι αυτό που τα διαφοροποιεί;
Η διαφορά μεταξύ τους είναι ότι στα μακροχρόνια δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα πέραν του ασφαλίστρου και ο μόνος τρόπος διαχείρισης του κινδύνου είναι οι αυξήσεις. Συνεπώς είναι εγκλωβισμένοι και οι πελάτες και οι εταιρείες.
Αντίθετα, στα ετήσια δεν είναι μόνο το ασφάλιστρο ο τρόπος διαχείρισης, αλλά μπορεί να μπει και συμμετοχή του πελάτη ή να διαφοροποιηθούν οι παροχές και οι όροι.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να υπάρχει πολιτική μιας εταιρείας σε ένα πρόγραμμα που να κρατά το ασφάλιστρο σταθερό και η διαχείριση να γίνεται μέσα από τη διαφοροποίηση των παροχών και των όρων.
Δεν είναι μοναδικός τρόπος οι αυξήσεις. Αυτό έχει όφελος και από τη μεριά του πελάτη, καθώς αν δεν χρειάζεται να πληρώνει μεγάλες αυξήσεις μπορεί να αποταμιεύει ώστε να υπάρχει ένα κεφάλαιο να καλύψει την όποια συμμετοχή σε περίπτωση νοσηλείας.
Σε περίπτωση που γίνονται αυξήσεις αυτό επηρεάζει το σύνολο των ασφαλισμένων, ενώ η συμμετοχή μόνο αυτούς που θα νοσηλευτούν. Επιπλέον, υπάρχει πληθώρα προϊόντων στην αγορά με διαφορετικά επίπεδα συμμετοχής, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ που έχει να διαχειριστεί μια εταιρεία στην υγεία δεν είναι μόνο ο ιατρικός πληθωρισμός, αλλά και η συχνότητα, οι μεγάλες ζημιές, οι αλλαγές σε θεραπείες που διαρκούν περισσότερο, αυξήσεις στα έξοδα (π.χ. ΦΠΑ στα νοσήλια ή άνοδος κατώτατου μισθού) και άλλοι.
Επιπλέον υπάρχει η υποχρέωση οι εταιρείες να έχουν επαρκή ασφάλιστρα για να καλύπτουν τους κινδύνους τους, καθώς διαφορετικά θα υπάρχει θέμα φερεγγυότητας.
Κάτω από αυτό το πρίσμα δεν θα έπρεπε ποτέ να επιτραπεί από τα αρμόδια υπουργεία στο παρελθόν να βγουν προγράμματα υγείας σταθερού ασφαλίστρου ή συγκεκριμένων αυξήσεων σε προϊόντα που δεν είχαν σχέση τεχνικά με ασφαλίσεις ζωής.
Τι θα μπορούσε να γίνει, εκτός από αυτά που ήδη έχουν ειπωθεί, όπως για παράδειγμα ο έλεγχος των νοσοκομείων, ώστε και να μην υπάρξει κίνδυνος βιωσιμότητας της αγοράς, αλλά και να μη χρειάζεται να γίνονται μονίμως αυξήσεις που επιβαρύνουν τους ασφαλισμένους;
Θα σταθούμε σε 3 βασικές προτάσεις, ενώ φυσικά θα μπορούσαν να γίνουν κι άλλες κινήσεις.
ΑΡΧΙΚΑ, η απόλυτη σύνδεση με κάποιον δείκτη είναι καταστροφική και απαγορευτική. Δεν αποτυπώνει όλους τους κινδύνους και θα χρειαστούν κεφάλαια τέτοιου μεγέθους που τίθεται θέμα βιωσιμότητας της αγοράς.
Ο παλιός νόμος του 2020 με τον δείκτη του ΙΟΒΕ, που αποτύπωνε σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα ήταν σωστός, καθώς ο δείκτης ήταν ξεκάθαρα τροχιοδεικτικός και σε καμία περίπτωση περιοριστικός.
Αν θα υπάρξει νέος δείκτης θα πρέπει να είναι μόνο έτσι και να αποτυπώνει όλες τις παραμέτρους κινδύνου. Η κάθε εταιρεία έχει άλλους κινδύνους και πρέπει η κάθε μία να κάνει ό,τι χρειάζεται ώστε να τους αποτυπώνει σωστά στο ασφάλιστρο.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, θα πρέπει να ανοίξει η αλλαγή παροχών και όρων στα μακροχρόνια προγράμματα, έστω στη συμμετοχή των ασφαλισμένων. Δεν γίνεται να μη δεχόμαστε κάποιους όρους (αυξήσεις ασφαλίστρων) αλλά όλα τα υπόλοιπα να ισχύουν, καθώς έτσι καθίστανται αυτά τα προϊόντα μη βιώσιμα και αφερέγγυα. Αυτό επιβάλλεται και για τα προϊόντα που αναφέρονται στη 2η παράγραφο του νέου νόμου.
ΤΡΙΤΟΝ, η πολυπλοκότητα των ασφαλιστικών προϊόντων δεν επιτρέπει σε οργανισμούς άσχετους με τον χώρο να αντιλαμβάνονται την ουσία και να μπορούν να ελέγχουν αν οι αυξήσεις δικαιολογούνται ή όχι.
Δεν είναι δυνατόν αν η συχνότητα έχει ανέβει για παράδειγμα 20% αλλά ο πληθωρισμός είναι 0%, να λέγεται ότι μια αύξηση 15% είναι καταχρηστική. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ελεγκτικός μηχανισμός από αρχή που γνωρίζει το αντικείμενο.
ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ, προφανώς καμία λύση δεν είναι εύκολη. Χρειάζονται συντονισμένη προσπάθεια από όλους και δύσκολες αποφάσεις. Η ασφάλιση είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς σε μία δύσκολη στιγμή στηρίζει εμάς και την οικογένειά μας.
Για να προλάβουμε ακραία μέτρα και να μη μείνει ο κόσμος πιθανώς ανασφάλιστος (να θυμηθούμε ότι καταλήξαμε στο συνταξιοδοτικό, ένα ασφαλιστικό θέμα πολύ πιο μαζικό, στο πιο σκληρό και χωρίς διέξοδο για τους ασφαλισμένους μέτρο που ήταν η μείωση συντάξεων, το οποίο όμως ήταν αναγκαίο για τη βιωσιμότητα όλου του συστήματος) καλό είναι να γίνουν όσο πιο άμεσα προσπάθειες από όλες τις πλευρές.
Ο κόσμος συνεχώς αλλάζει, οι κίνδυνοι επίσης και οι εταιρείες πρέπει να μπορούν να τους διαχειριστούν με γνώμονα το καλό των ασφαλισμένων και τη βιωσιμότητά τους.
Δεν μπορεί λάθη του παρελθόντος με τα μακροχρόνια συμβόλαια υγείας να θέτουν σε κίνδυνο τους εκατοντάδες χιλιάδες ασφαλισμένους των άλλων κλάδων.
Ήρθε η ώρα να το αντιμετωπίσουμε σοβαρά και να το λύσουμε.