Της Χριστίνας Σακελλαρίδη, ε.τ. προέδρου Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων
ΌΤΑΝ άρχισαν οι συζητήσεις για την ίδρυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων τον Μάιο του 1945, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε καλά καλά τελειώσει.
Κι όμως, μια μικρή ομάδα ετοίμαζε την ανάρρωση της εξαγωγικής δραστηριότητας και τη δημιουργία ενός Συνδέσμου που θα μπορούσε να περιλάβει τους εξαγωγείς απ’ όλη την Ελλάδα και απ’ όλους τους κλάδους της εξαγωγικής δραστηριότητας εκείνης της εποχής.
Τότε δεν είχαν και δεν μπορούσαν να περιμένουν τίποτα. Στηρίζονταν στις δικές τους δυνάμεις, στο μεράκι τους και στη δραστηριότητά τους. «Οι δουλειές δεν μπορεί, θα ανοίξουν πάλι. Τα προϊόντα μας θα ξαναζητηθούν».
ΤΟ ΤΟΛΜΗΡΟ για την εποχή εκείνη εγχείρημα ολοκληρώθηκε στις 21 Αυγούστου του 1945, όταν οι εκπρόσωποι 25 εξαγωγικών επιχειρήσεων, που εκπροσωπούσαν τότε όλους τους κλάδους της εξαγωγικής δραστηριότητας, υπέγραψαν το Πρακτικό Ιδρύσεως Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων.
Η τόλμη των πρωτοπόρων δικαιώθηκε. Στο τέλος του 1945 οι εξαγωγές ήταν 247.000 δολάρια μόνο. Το 1946, όμως, έφτασαν σε 5,6 εκατ. δολάρια και το 1947 σε 77,3 εκατ. δολάρια.
Κατά την αφήγηση ενός από τους παλιότερους εξαγωγείς τότε, «προσπαθήσαμε να ανοίξουμε ένα πηγάδι με μια βελόνα». Και το κατάφεραν.
Ο ΠΣΕ δεν υπήρξε ποτέ ένα απλό σωματείο προσηλωμένο στην επιτυχία του. Η δραστηριότητά του ήταν και παραμένει να είναι ο πιο σημαντικός παραγωγός ιδεών και προτάσεων προς την πολιτεία για τις εξαγωγές της χώρας μας.
Οι προτάσεις του Συνδέσμου υποβάλλονταν σε σημαντικές συσκέψεις παρουσία του οικονομικού συμβούλου του υπουργείου Εμπορίου και συναρμόδιων των υπόλοιπων υπουργείων.
Σε πολλές περιπτώσεις παρίσταντο και εμπειρογνώμονες της τότε αμερικανικής αποστολής της διοίκησης του Εξωτερικού Εμπορίου.
Όσον αφορά τις πρώτες αποφάσεις του Συνδέσμου, ήταν οι εξής:
1. ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ των «Ανατολικών Αγορών», με υπογραφή διεπιμελητηριακής συμφωνίας, η οποία μάλιστα έγινε στο Palais de Nation στη Γενεύη:
Οι προτάσεις του Συνδέσμου και οι ενέργειες που ακολούθησαν είχαν πολύ πιο βαθιές συνέπειες και οδήγησαν τις εξαγωγές προς τις χώρες αυτές από το μηδέν σε πολύ υψηλά επίπεδα: οι ελληνικές εξαγωγές, από περίπου 400.000 δολάρια το 1951 και το 1952 αυξήθηκαν σε 8 εκατ. δολάρια το 1953 ή σε 6% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών εκείνη την εποχή, ενώ τον επόμενο χρόνο διπλασιάστηκαν σε 15 εκατ. δολάρια και σε ποσοστό περίπου 10% των ελληνικών εξαγωγών.
Οι επίμονες προσπάθειες του Συνδέσμου είχαν δικαιωθεί. Οι ελληνικές εξαγωγές προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων αναπτύχθηκαν έκτοτε σταθερά και απορροφούσαν μεγάλο μέρος των πλεονασματικών προϊόντων των οποίων η διάθεση σε άλλες αγορές ήταν προβληματική ή αδύνατη.
2. ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ για τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού εξαγωγικού καθεστώτος:
Κύρια κατεύθυνση των προσπαθειών αυτών ήταν η εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τα ελληνικά προϊόντα στις αγορές του εξωτερικού και η δημιουργία ενός σταθερού εξαγωγικού καθεστώτος, που θα επέτρεπε τον προγραμματισμό των πωλήσεων από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, καθώς και την προσαρμογή της παραγωγής τους σε ποσοτικές και ποιοτικές ανάγκες της εξωτερικής ζήτησης.
Η κορωνίς των αποφάσεων ήταν η περίφημη απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής 1574/1970 και το Νομοθετικό Διάταγμα 226/1969.
Στην καθιέρωση του καθεστώτος που ορίζεται με αυτό το Ν.Δ. ο Σύνδεσμος έπαιξε τον κύριο ρόλο συμπράττοντας με τις αρμόδιες αρχές τόσο στη διαμόρφωση του σχετικού διατάγματος όσο και στην κατάρτιση των πινάκων βάσει των οποίων ορίζονταν τα ποσοστά της επιστροφής του χαρτοσήμου.
Χωρίς την ύπαρξη του καθεστώτος της 1574/70 με την απόφαση της Ν.Ε. και το Ν.Δ. 226/69 οι ελληνικές εξαγωγές θα είχαν καταρρεύσει.
3. ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ για τη βελτίωση της εξαγωγικής υποδομής – Η δημιουργία συλλογικών μηχανισμών υποστήριξης των εξαγωγών: Η ισχυρή ανάπτυξη της εξαγωγικής δραστηριότητας είχε καταστήσει επιτακτική την ανάγκη υποστήριξής της με ειδικευμένους συλλογικούς φορείς που θα αποτελούσαν τον «ελλείποντα σύνδεσμο» ανάμεσα στην επίσημη δραστηριότητα του κράτους από τη μία και των εξαγωγικών επιχειρήσεων, που είχαν μεγαλώσει και πολλαπλασιαστεί, από την άλλη.
Οι προβληματισμοί κατέληξαν στη δημιουργία του Συμβουλίου Προωθήσεως Εξαγωγών (ΣΠΕ) το 1969, που αργότερα, τον Οκτώβριο του 1977, με τον ν. 528 (αφού το Σωματείο έγινε Ανώνυμη Εταιρεία με κεφάλαια του κράτους) μετονομάστηκε σε Οργανισμό Προωθήσεως Εξαγωγών (ΟΠΕ) και του Κεφαλαίου Ασφαλίσεως Πιστώσεων Εξαγωγών (ΚΑΠΕ) τον Αύγουστο του 1968 (Αναγκαστικός Νόμος 501/68), το οποίο διαδέχθηκε -και λειτουργεί ως σήμερα με βάση τον νόμο 1796/88 και με διευρυμένες δυνατότητες- ο Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων (ΟΑΕΠ).
4 ΙΔΡΥΣΗ Ερευνητικού Ινστιτούτου και Υπηρεσίας Πληροφοριών: Η διοίκηση του Συνδέσμου, ύστερα από εισήγηση του ειδικού συμβούλου του ΠΣΕ Αντ. Συγκελάκη, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει από τον προϋπολογισμό του την ίδρυση και λειτουργία ενός Ινστιτούτου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών που, με το έργο του, θα συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας εξειδικευμένης εξαγωγικής πολιτικής και θα αποτελούσε ταυτόχρονα τον επιστημονικό βραχίονα του Συνδέσμου.
Το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), όπως ονομάστηκε το ερευνητικό αυτό Ινστιτούτο, άρχισε να λειτουργεί στις 17 Σεπτεμβρίου 1980.
ΟΙ ΡΑΓΔΑΙΕΣ μεταβολές στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον επέβαλλαν την προσαρμογή της εξαγωγικής δραστηριότητας σε νέες ανταγωνιστικές συνθήκες.
Ο Σύνδεσμος προσάρμοσε με επιτυχία τη δραστηριότητά του για να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε από την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ένα νέο πενταετές οικονομικό σχέδιο με την επωνυμία «Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας», το οποίο θα είναι απλοποιημένο και βασικοί πυλώνες του «οδικού χάρτη» του είναι η τόνωση της «ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας» προκειμένου να μη μείνει η Ευρωπαϊκή Ένωση «ουραγός» στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Είναι αυτονόητο ότι ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων θα ακολουθήσει τον «οδικό χάρτη» της Κομισιόν.