Skip to main content

Η χρόνια παθογένεια της πολιτικής των εξοπλισμών

Tα 250 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν δαπανηθεί για εξοπλισμούς από το 1974 μέχρι σήμερα ξοδεύτηκαν αποσπασματικά,
χωρίς κάποιο ουσιαστικό σχέδιο

Του Κωνσταντίνου Κύπριου 
Marketing Officer, Katradis SA

Το γεγονός ότι η Ελλάδα ξοδεύει τεράστια ποσά για τον αμυντικό εξοπλισμό της είναι αδιαμφισβήτητο.

Πάνω από 250 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν δαπανηθεί από το 1974 για την απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων, με σκοπό την αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων και τη θωράκιση της χώρας. Δυστυχώς, δεν μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν τα χρειαζόμαστε ή όχι, καθώς, πέρα από τον αναθεωρητικό γείτονα στα ανατολικά που απειλεί διαρκώς τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περιοχή όπου κυριαρχεί η αστάθεια.

Ωστόσο, θα μπορούσαν τα χρήματα αυτά να είχαν χρησιμοποιηθεί πιο αποτελεσματικά, αφήνοντας μεγαλύτερο αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.

Καταρχάς, είναι δεδομένο ότι, ακόμη και σήμερα, η ελληνική βιομηχανική βάση δεν διαθέτει τη δυνατότητα παραγωγής εξελιγμένων οπλικών συστημάτων, όπως μαχητικά αεροσκάφη ή ελικόπτερα.

Αυτό ισχύει για τα πιο εξελιγμένα συστήματα, διότι μέχρι την οικονομική κρίση η ελληνική βιομηχανία είχε και διατηρεί τη δυνατότητα να παράγει οπλικά συστήματα, όπως όλμους και κάποια πρωτότυπα τεθωρακισμένων οχημάτων, όπως και UAV. Πράγματι, από τη δεκαετία του 1980 και μετά έγιναν προσπάθειες σχεδιασμού, ανάπτυξης και παραγωγής οπλικών συστημάτων στην Ελλάδα.

Αυτές οι προσπάθειες, εάν είχαν ευδοκιμήσει, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας εντός της ελληνικής επικράτειας, να ενισχύσουν την τοπική οικονομία και να αποτρέψουν την εκροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό, όπως συμβαίνει με τις δαπανηρές εισαγωγές οπλικών συστημάτων.

Δυστυχώς οι προσπάθειες αυτές δεν ευδοκίμησαν, είτε λόγω έλλειψης πολιτικής στήριξης είτε εξαιτίας της απροθυμίας των Ενόπλων Δυνάμεων να προχωρήσουν σε παραγγελίες. Επιπλέον, η ανάπτυξη συστημάτων από τις ελληνικές βιομηχανίες που γινόταν χωρίς να εξασφαλιστούν παραγγελίες, είχε ως αποτέλεσμα να διατεθούν πόροι από τους προϋπολογισμούς των βιομηχανιών χωρίς αντίκρισμα, αυξάνοντας το παθητικό τους και τον επακόλουθο μαρασμό τους. Αυτό μας οδηγεί στο κύριο ζήτημα του άρθρου, την έλλειψη συγκροτημένης εξοπλιστικής πολιτικής στην Ελλάδα.

Είναι γεγονός ότι τα 250 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν δαπανηθεί για εξοπλισμούς από το 1974 μέχρι σήμερα ξοδεύτηκαν αποσπασματικά, χωρίς κάποιο ουσιαστικό σχέδιο, που να στοχεύει στη δημιουργία παραγωγικών γραμμών εντός της χώρας.

Κατά κόρον οι μεγαλύτερες δαπάνες έγιναν για την κάλυψη υφιστάμενων κενών έπειτα από περιστάσεις όπως η κρίση στα Ίμια. Στο μεσοδιάστημα αυτών των περιόδων η απορρόφηση κονδυλίων από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ήταν ελάχιστη, με την υπόθεση ότι ζούσαμε σε περιόδους «καλής γειτονίας» με την Τουρκία, με αποτέλεσμα την πλήρη ανυπαρξία κάποιας αμυντικής εξοπλιστικής πολιτικής. Ωστόσο, καθώς η Τουρκία δεν σταμάτησε ποτέ να εξοπλίζεται, η Ελλάδα αναγκάστηκε όχι μόνο να ξοδεύει μεγαλύτερα ποσά για να καλύψει το έδαφος, αλλά και να παραγγέλλει αυτά τα συστήματα από το εξωτερικό χωρίς κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα για την ελληνική οικονομία.

Στο εξωτερικό η παραγωγή

Η παραγωγή αυτών των συστημάτων στο εξωτερικό έγινε για δύο λόγους.

  • Πρώτον, λόγω της άμεσης ανάγκης που προέκυπτε έπειτα από την κάθε κρίση, οδηγώντας σε απευθείας ανάθεση σε ξένους προμηθευτές για την ταχύτερη απόκτηση των συστημάτων. Έτσι, η δημιουργία υποδομών για την παραγωγή τους στην Ελλάδα απορρίφθηκε ως χρονοβόρα διαδικασία.
  • Δεύτερον, λόγω της ποσοτικής πλέον υπεροπλίας της Τουρκίας, απαιτήθηκε η απόκτηση εξελιγμένων οπλικών συστημάτων, τα οποία δεν ήταν πάντα διαθέσιμα για συμπαραγωγή από τις χώρες παραγωγούς.

Επιπλέον, η εξοπλιστική πολιτική συνδέθηκε συχνά με εξωτερική πολιτική, που αποσκοπούσε σε πολιτικά κέρδη στο εξωτερικό μέσω της ανάθεσης προμηθειών σε τρίτες χώρες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι αγορές να κατακερματίζονται σε μικρότερες παραγγελίες, καθιστώντας δύσκολη τη συμπαραγωγή λόγω του μικρού μεγέθους των παραγγελιών.

Αυτή η κατακερματισμένη προσέγγιση χαρακτήριζε τους ελληνικούς εξοπλισμούς, με τις αγορές να αφορούν πολλά διαφορετικά συστήματα για να καλυφθούν πολλαπλές ανάγκες, με αποτέλεσμα να παραγγέλλονται σχεδόν στο σύνολό τους σε μικρούς αριθμούς.

Η «αγορά του αιώνα»

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής είναι η πρώτη «αγορά του αιώνα» τη δεκαετία του 1980. Η αρχική πρόθεση για την αγορά 120 μαχητικών από τις ΗΠΑ διασπάστηκε σε δύο παραγγελίες των 40+40 μαχητικών από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα ήταν το κόστος των 80 μαχητικών να φτάσει εκείνο που είχε προβλεφθεί για τα 120. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία προχώρησε στην απόκτηση 160 μαχητικών F-16, τα οποία, λόγω του αριθμού, όχι μόνο κατασκευάστηκαν στην Τουρκία όπως και οι ακόλουθες παραγγελίες, αλλά της επέτρεψαν και την πώληση 40 μαχητικών στην Αίγυπτο τη δεκαετία του 1990.

Στην Ελλάδα, αντίθετα, ακολούθησε η κατακερματισμένη παραγγελία 40+60+30 μαχητικών F-16 και 15 Mirage 2000 από το 1990 έως το 2008, χωρίς ουσιαστικό όφελος για την ελληνική βιομηχανία και με ιδιαίτερα υψηλό κόστος, όπως συνέβη και με τα περισσότερα αμυντικά εξοπλιστικά προγράμματα, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων.