Τoυ Χαράλαμπου Καζαντζίδη, διευθύνοντος συμβούλου της ManpowerGroup Ελλάδας
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ αγορά εργασίας βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Παρά τη σταδιακή μείωση της ανεργίας στο 9,6% τον περασμένο Νοέμβριο (ΕΛΣΤΑΤ), η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού παραμένει μια από τις πιο πιεστικές προκλήσεις.
Με 260.000 κενές θέσεις εργασίας, σύμφωνα με έρευνα της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, και 8 στις 10 επιχειρήσεις να δηλώνουν δυσκολία στην κάλυψή τους, το χάσμα μεταξύ των αναγκών της αγοράς και των διαθέσιμων δεξιοτήτων είναι εμφανές.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, στα στοιχεία της εξαμηνιαίας έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ αποτυπώνεται ξεκάθαρα το ζήτημα που απασχολεί έντονα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, αρκετούς κλάδους της οικονομίας και εστιάζεται στη δυσκολία που καλούνται να διαχειριστούν γενικότερα οι επιχειρήσεις ώστε να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας που προκύπτουν και να βρουν εργαζόμενους με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Παρά τα θετικά ευρήματα για την απασχόληση, περισσότερες από 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξεύρεσης προσωπικού.
ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ αυτό δεν εξηγείται μόνο από το brain drain· αναδεικνύεται μια βαθύτερη αναντιστοιχία μεταξύ των αναγκών της αγοράς και της προετοιμασίας του ανθρώπινου δυναμικού, η οποία εντείνεται από τις χαμηλές αμοιβές, την έλλειψη επαγγελματικής καθοδήγησης και την αδυναμία σύνδεσης εκπαίδευσης και εργασίας.
Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ έρευνα του ομίλου ManpowerGroup για τις Προθέσεις Προσλήψεων (ManpowerGroup Employment Outlook Survey – MEOS) αναδεικνύει τη συνεχιζόμενη πρόκληση εύρεσης ανθρώπινου δυναμικού (εξειδικευμένου και ανειδίκευτου) στην ελληνική αγορά εργασίας.
ΜΕ ΒΑΣΗ τις απαντήσεις 525 Ελλήνων εργοδοτών, το 80% των επιχειρήσεων δηλώνει δυσκολία στην κάλυψη θέσεων εργασίας, με μικρές διακυμάνσεις ανά περιοχή και μέγεθος επιχείρησης.
Οι μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν τη μεγαλύτερη δυσκολία (84%), ενώ στις μεγάλες το ποσοστό μειώθηκε στο 77%.
ΟΙ ΚΛΑΔΟΙ επικοινωνίας (89%), ενέργειας (86%) και χρηματοοικονομικών (86%) αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες ελλείψεις, ενώ στη βιομηχανία και στις κατασκευές η δυσκολία μειώθηκε στο 80%.
Οι πιο περιζήτητες δεξιότητες αφορούν πληροφορική και δεδομένα (28%), πωλήσεις/marketing (22%) και engineering (19%).
Η ΕΛΛΕΙΨΗ ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα απαιτεί νέες προσεγγίσεις από εργοδότες και εκπαιδευτικά συστήματα.
Οι επιχειρήσεις δίνουν έμφαση στο upskilling και reskilling του προσωπικού (22%) και στην ευέλικτη απασχόληση (19%), ενώ μειώνονται οι αυξήσεις αποδοχών (19% από 25% το 2024).
Η τεχνολογία, οι ψηφιακές γνώσεις και δεξιότητες όπως η κριτική σκέψη και η προσαρμοστικότητα κρίνονται απαραίτητες, καθώς η ταχύτατη αλλαγή απαιτεί συνεργατικότητα και εξειδικευμένη εκπαίδευση.
ΣΤΗ MANPOWERGROUP, η αποστολή μας είναι να παρέχουμε στις επιχειρήσεις τα εργαλεία και τις λύσεις που χρειάζονται για να ανταποκριθούν στις σύγχρονες προκλήσεις, συμβάλλοντας παράλληλα στη δημιουργία μιας βιώσιμης και ανθεκτικής αγοράς εργασίας.
Διερευνούμε διαρκώς το τοπίο της Απασχόλησης και ιχνηλατούμε μέσω εκθέσεων και ερευνών τις προκλήσεις για την έλλειψη ταλέντων.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ManpowerGroup, «Accelerating Adaptability: 2025 Global Workforce Trends», η έλλειψη ταλέντων αναδεικνύεται ως μία από τις μεγαλύτερες σταθερές σε ένα περιβάλλον γεμάτο αβεβαιότητες.
Η εστίαση της έκθεσης στη σταδιακή αλλά ραγδαία αλλαγή των απαιτήσεων στις δεξιότητες καταδεικνύει πως η αγορά εργασίας, αν και εξελίσσεται, δεν είναι ακόμα έτοιμη να καλύψει τις ανάγκες της.
ΣΥΜΦΩΝΑ με την έκθεση, η έλλειψη ταλέντων παραμένει ιδιαίτερα έντονη σε κρίσιμους τομείς, όπως οι πράσινες δεξιότητες και η κυβερνοασφάλεια.
Πάνω από το 91% των εργοδοτών δηλώνουν ότι δεν διαθέτουν τα εξειδικευμένα ταλέντα που απαιτούνται για να επιτύχουν τους στόχους βιωσιμότητας.
Επιπλέον, η παγκόσμια έλλειψη ταλέντων στον τομέα της κυβερνοασφάλειας αυξήθηκε δραματικά, φτάνοντας τα 4 εκατομμύρια το 2024.
Αυτά τα κενά επιτείνουν την ανάγκη για καινοτόμες στρατηγικές ανάπτυξης και ενίσχυσης των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.
Η ΝΕΑ γενιά εργαζομένων, η Gen Z, απαιτεί εργοδότες που εστιάζουν στην ευεξία και την ανάπτυξη δεξιοτήτων.
Το 80% δηλώνει ότι οι εργοδότες τους παρέχουν τα κατάλληλα εργαλεία τεχνολογίας, ενώ το 76% εκτιμά τις ευκαιρίες απόκτησης νέων δεξιοτήτων.
Ωστόσο, η πρόκληση παραμένει: το 47% των νέων εργαζομένων δηλώνει ότι σκέφτεται να αποχωρήσει από τη θέση του τους επόμενους έξι μήνες, κυρίως λόγω της έλλειψης ξεκάθαρης πορείας εξέλιξης.
Η ΤΕΧΝΗΤΗ νοημοσύνη (AI) διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Ενώ το 48% των εργοδοτών χρησιμοποιεί ήδη εργαλεία AI, ένα σημαντικό 31% αναφέρει ότι τα κενά δεξιοτήτων παραμένουν από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την υιοθέτηση της τεχνολογίας.
Παράλληλα, η γενετική AI εκτιμάται ότι μπορεί να αυξήσει την απόδοση των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης έως και 40%, επισημαίνοντας τη σημασία της επένδυσης στην τεχνολογική εκπαίδευση.
Η ΕΠΙΛΥΣΗ αυτών των θεμάτων δεν μπορεί να βασιστεί σε παραδοσιακές πρακτικές. Χρειάζεται ανασχεδιασμός του τρόπου προσέγγισης της εργασίας: Επενδύσεις σε ανάπτυξη δεξιοτήτων, αξιοποίηση νέων ταλέντων και υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων όπως η ευέλικτη εργασία και τα ψηφιακά εργαλεία.
Η νέα πραγματικότητα απαιτεί από εργοδότες και εκπαιδευτικά ιδρύματα να συνεργαστούν για να προετοιμάσουν το ανθρώπινο δυναμικό για τις απαιτήσεις του αύριο.
ΤΕΛΟΣ, η έλλειψη δεξιοτήτων δεν αποτελεί μόνο εμπόδιο, αλλά και ευκαιρία για τους εργοδότες να επανεξετάσουν τις στρατηγικές τους.
Η επένδυση στην κατάρτιση και την αναβάθμιση δεξιοτήτων μπορεί να ενισχύσει τη διατηρησιμότητα της καριέρας των εργαζομένων και να διασφαλίσει την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων.
Όπως γίνεται αντιληπτό στην αυγή του 2025, η έλλειψη ταλέντων δεν συνιστά μια ελληνική παραδοξότητα ούτε ένα τοπικό πρόβλημα.
Αλλά μια παγκόσμια πρόκληση και ταυτόχρονα τον μεγαλύτερο μοχλό αλλαγής, τον κρίσιμο καταλύτη για τη βιωσιμότητα της αγοράς εργασίας.