ΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ στοιχεία της Eurostat εμφανίζουν το επίσημο ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα στο 18,9%, ένα ανησυχητικό νούμερο, αλλά όχι το χειρότερο στην Ευρώπη. Ωστόσο, όταν ρωτιούνται οι ίδιοι οι Έλληνες, το 67,1% δηλώνει ότι αισθάνεται φτωχό ή απειλούμενο από τη φτώχεια.
Πού όμως οφείλεται αυτό το χάσμα μεταξύ αντικειμενικών δεδομένων και υποκειμενικής αντίληψης της φτώχειας;
Η απάντηση βρίσκεται στην καθημερινότητά μας, στην οικονομία μας και στο κοινωνικό σύστημα αξιών μας. Η φτώχεια της προοπτικής, η έλλειψη εμπιστοσύνης σε ένα μέλλον με ευκαιρίες και δυνατότητες.
Στην Ελλάδα η έλλειψη αυτή είναι διάχυτη, δημιουργώντας μια κοινωνία που αισθάνεται εγκλωβισμένη σε ένα πλαίσιο που δεν αφήνει χώρο για προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη.
Κατά τη γνώμη μου, τα σημαντικότερα αίτια αυτής της ιδιότυπης φτώχειας είναι τα εξής:
1. Η ΕΛΛΕΙΨΗ ευκαιριών επαγγελματικής ανέλιξης: Πολλοί εργαζόμενοι παραμένουν «κολλημένοι» σε θέσεις χωρίς δυνατότητες εξέλιξης. Το περιβάλλον εργασίας στην Ελλάδα δεν προωθεί τη διά βίου εκπαίδευση, την ανάπτυξη δεξιοτήτων ή την ανταμοιβή για την καινοτομία.
2. Η ΕΜΜΟΝΗ στα τυπικά προσόντα: Το θεσμικό πλαίσιο της χώρας παραμένει εγκλωβισμένο σε αναχρονιστικά κριτήρια αξιολόγησης. Οι τίτλοι σπουδών, οι πιστοποιήσεις και οι διαγωνιστικές διαδικασίες συχνά παραμερίζουν τις πρακτικές ικανότητες, την εμπειρία και την καινοτόμο σκέψη. Αυτό δημιουργεί μια αγορά εργασίας που επιβραβεύει τη συμμόρφωση αντί τη δημιουργικότητα.
3. Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ και τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα: Η προσπάθεια ίδρυσης και ανάπτυξης μιας επιχείρησης στην Ελλάδα παραμένει δαιδαλώδης, με υψηλό κόστος συμμόρφωσης προς κανονισμούς που συχνά δεν εξυπηρετούν καμία παραγωγική ανάγκη. Αυτό αποθαρρύνει τους νέους επιχειρηματίες και ενισχύει την αίσθηση στασιμότητας.
4. Η ΕΛΛΕΙΨΗ ενός οράματος για τη χώρα: Οι πολιτικές συχνά εστιάζουν σε βραχυπρόθεσμα οφέλη, παραμερίζοντας τη στρατηγική σκέψη για το μέλλον. Η έλλειψη ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, βασισμένου στην καινοτομία, στην εξωστρέφεια και στη βιωσιμότητα, αφήνει τους πολίτες να αισθάνονται ότι η Ελλάδα δεν τους προσφέρει τις ευκαιρίες που αξίζουν.
5. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ σύγκριση και οι σύγχρονες προσδοκίες: Σε μια εποχή ψηφιακής διασύνδεσης, οι Έλληνες συγκρίνουν τη ζωή τους, όχι μόνο με τους συμπολίτες τους, αλλά και με πολίτες άλλων χωρών. Η δυσανάλογη έμφαση στη συσσώρευση υλικών αγαθών, συχνά ανεξάρτητα από την ποιότητα ζωής, ενισχύει την αίσθηση ότι «δεν τα καταφέραμε».
Η ΦΤΩΧΕΙΑ της προοπτικής δεν είναι απλώς ζήτημα αριθμών. Είναι μια υπαρξιακή πρόκληση για μια κοινωνία που αναζητά το μέλλον της.
Αν η Ελλάδα θέλει να αλλάξει αυτή την αίσθηση στασιμότητας, πρέπει να χαρίσει στους πολίτες της κάτι που μοιάζει να έχει χαθεί εδώ και χρόνια: τη φιλοδοξία να πετύχεις, την επιβράβευση του αποτελέσματος, τη διάχυση των οικονομικών ευκαιριών, της πληροφορίας και της διαφάνειας.