Skip to main content

Δυνατότητες και προκλήσεις στην αφετηρία του 2025

Η μετάβαση προς ένα πιο βιώσιμο και περιβαλλοντικά φιλικό οικονομικό μοντέλο ενθαρρύνει την ανάπτυξη νέων βιομηχανιών και κλάδων

Τoυ Αντώνη Λιανού, νομικού – πολιτικού επιστήμονα, διευθυντή του Γραφείου του υφυπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης

ΣΤΗΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ της νέας χρονιάς, οι αισιόδοξες προοπτικές συνοδεύονται από σκεπτικιστικές θεωρήσεις, καθώς από τη μια οι απεριόριστες δυνατότητες ανάπτυξης και από την άλλη οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν διαμορφώνουν ένα δυναμικό σκηνικό με πολλές αντιφάσεις και αβεβαιότητες.

Στο περιβάλλον αυτό, η τεκμηριωμένη ανάλυση και επεξεργασία είναι τα μόνα μέσα που θα επιτρέψουν την προσαρμογή και την αξιοποίηση των νέων συνθηκών προς την κατεύθυνση της αύξησης όχι μόνο της παραγωγικότητας αλλά και της ευημερίας.

ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ τις προκλήσεις, η προσοχή μας επικεντρώνεται στα νέα τεχνολογικά δεδομένα τα οποία μετασχηματίζουν όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε, αλλά καθορίζουν και τις δεξιότητες που απαιτούνται.

Μηχανές και λογισμικά μπορούν πια να εκτελούν εργασίες με μεγαλύτερη ακρίβεια και ταχύτητα απ’ ό,τι οι άνθρωποι, ενώ αναμένεται γρήγορα να αντικαταστήσουν ορισμένες μορφές εργασίας.

Από την άλλη, η επανάσταση της υψηλής τεχνολογίας που συντελείται στις μέρες μας δύναται να βελτιώσει κατά πολύ το επίπεδο διαβίωσης, αλλά και να δημιουργήσει ευκαιρίες εργασίας και καινοτομίας, διαμορφώνοντας ένα νέο περιβάλλον.

Η τεχνητή νοημοσύνη, η μηχανική μάθηση, οι υπολογιστικές δυνατότητες μπορούν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις καθολικής ευημερίας με την υπέρβαση των ανισοτήτων και τη δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου.

Ο στόχος, όμως, δεν είναι εύκολα επιτεύξιμος ούτε κοινός για όλους. Και ο ρόλος της πολιτικής έχει εδώ βαρύνουσα σημασία. Γιατί μόνο όταν η διαχείριση της οικονομίας και του πλούτου γίνεται με δημοκρατικές και συμμετοχικές διαδικασίες και μόνο όταν η Κοινωνία των Πολιτών παρεμβαίνει αποφασιστικά, οι λύσεις που υιοθετούνται είναι ικανές να αντιστρατεύονται την ιδιοποίηση της τεχνολογικής ισχύος και τη χρησιμοποίησή της ως μέσο διαιώνισης των ανισοτήτων και των αδικιών.

Το αίτημα της συμμετοχής του ενημερωμένου και συνειδητοποιημένου πολίτη αποτελεί αποφασιστικό βήμα στην κατεύθυνση της προώθησης δημοκρατικών λύσεων.

Στο περιβάλλον της αβεβαιότητας και της ανεξέλεγκτης ισχύος των οικονομικών κολοσσών προβάλλει ως θεμελιακή ανάγκη η διάχυση της γνώσης και η συμμετοχή και του «τελευταίου» πολίτη.

Οι συνεργασίες επιβάλλεται να αντικαταστήσουν τα παίγνια μηδενικού αθροίσματος και οι συναινετικές λύσεις αποτελούν σημείο εκκίνησης για την ανθρωποκεντρική αξιοποίηση της τεχνολογίας και τη δικαιότερη διαχείριση της οικονομίας.

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΩΣ, χρειάζεται να αναφερθούμε στην ανάπτυξη συνεργασιών με απώτερο σκοπό την κλιματική προσαρμογή, καθώς η κλιματική αλλαγή μετατρέπεται σε κρίση.

Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τις εξελίξεις σε κάθε τομέα και οι δραστικές παρεμβάσεις είναι όρος sine qua non για να μη μετατραπεί σε μια διαρκή απειλή, η οποία θα αιωρείται πάνω από την ανθρωπότητα ως άλλη «δαμόκλειος σπάθη».

Η περιβαλλοντική κρίση επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις, δημιουργώντας νέες ανάγκες και νέες απαιτήσεις ως προς τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού. Η μετάβαση προς ένα πιο βιώσιμο και περιβαλλοντικά φιλικό οικονομικό μοντέλο ενθαρρύνει την ανάπτυξη νέων βιομηχανιών και κλάδων, δημιουργώντας θέσεις εργασίας.

Από την άλλη, παραδοσιακοί τομείς απειλούνται, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με σημαντικές προκλήσεις, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής. Η συστηματική προσπάθεια προσαρμογής σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα απαιτεί τεκμηριωμένες προτάσεις πολιτικής αλλά και στοχευμένη εκπαίδευση για το ανθρώπινο δυναμικό.

Η κλιματική αλλαγή συνεπάγεται όμως και γεωγραφική διαφοροποίηση των ευκαιριών εργασίας, καθώς, αναπόφευκτα, οι εργασιακές ροές κατευθύνονται από τις εκτεθειμένες προς τις ασφαλέστερες και ελκυστικότερες επενδυτικά περιοχές.

Γι’ αυτό και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να εστιάσουν στον σχεδιασμό ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, δίνοντας βαρύτητα στην κλιματική ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα μέσω των κατάλληλων επενδύσεων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

ΤΕΛΟΣ, στην αφετηρία της νέας χρονιάς, ζητούμενο παραμένει η διασφάλιση της ειρήνης ως μέγιστο και πολυτιμότατο αγαθό και αναγκαία προϋπόθεση για τη μετάβαση σε μια νέα περίοδο δίκαιης ανάπτυξης. Είναι δυνατή η αναβίωση του welfare state και του golden age;

Αναμφισβήτητα, οι στόχοι σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού και προγραμματισμού χρειάζεται να είναι υψηλότεροι. Αλλά οφείλουμε να γνωρίζουμε και το αφετηριακό σημείο, το πού βρισκόμαστε.

H ηθική της ειρήνης του Kant μπορεί να δρομολογήσει εξελίξεις στην κατεύθυνση της ανάπτυξης και της προόδου, αλλά απέχουμε πολύ. Η διασφάλιση της πραγματικής και διηνεκούς ειρήνης σε ένα περιβάλλον που ο πόλεμος δεν αποτελεί απειλή αλλά πραγματικότητα πρέπει να είναι η μέγιστη και η πρωταρχική επιδίωξη.

Αλλά επιδίωξη που δεν κατοχυρώνεται με απειλές και με αποκλεισμούς, ούτε με όπλα μαζικής καταστροφής. Γιατί ο κίνδυνος μιας μαζικής καταστροφής οδηγεί σε μια ειρήνη εύθραυστη και επίπλαστη, που στηρίζεται στον φόβο.

Η ειρήνη του «ψυχρού πολέμου» και της «ισορροπίας του τρόμου» είναι μία ένοπλος ειρήνη, η οποία αποτελεί προστάδιο θερμών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων.

Αντίθετα, η αυθεντική ειρήνη είναι προϊόν συνειδητοποίησης, καλλιέργειας, ανθρωπιστικής παιδείας, πρισματικής μόρφωσης. Ειρήνη σημαίνει σεβασμός στον άνθρωπο, συνεργασία, αλληλεγγύη, αλληλοκατανόηση και αλληλοβοήθεια.

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ συμφωνία σε πανανθρώπινη κλίμακα, η οποία θα προέρχεται και θα κατοχυρώνεται διαρκώς με δημοκρατικές, συμμετοχικές και συναινετικές διαδικασίες, ένα νέο σύστημα κανόνων με σαφείς ηθικούς προσανατολισμούς για δίκαιη διαχείριση της οικονομίας και της τεχνολογίας είναι η μόνη αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον της ανθρωπότητας.

Και αν η στόχευση αυτή είναι ουτοπική, τότε είναι ουτοπία και το μέλλον.