Skip to main content

Μια δυσάρεστη ευρωπαϊκή αφύπνιση

Οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μάλλον προτίμησαν να εξορκίσουν την επανεκλογή Τραμπ, αντί να προετοιμαστούν για αυτήν

Τoυ Γιάννη Γούναρη, διδάκτορα Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικού συνεργάτη Ινστιτούτου ΕΝΑ

ΜΠΟΡΕΙ κανείς να εικάσει με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας ότι η προοπτική προσάρτησης της Γροιλανδίας -επισήμως κτήσης της Δανίας, δηλαδή κράτους-μέλους της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ- από τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς να αποκλείεται ρητά ακόμα και η χρήση στρατιωτικών μέσων δεν βρισκόταν στον ορίζοντα των Ευρωπαίων λίγους μήνες πριν.

ΑΣΦΑΛΩΣ, ανεξάρτητα από τις ρητορικές εξάρσεις που είναι το σήμα κατατεθέν του Ντόναλντ Τραμπ, ουδείς περιμένει σοβαρά ότι ο αμερικανικός στρατός θα εισβάλει σύντομα στη Γροιλανδία.

Θα ήταν, όμως, λάθος να υποτιμηθεί η πρόθεση του επανεκλεγέντος Αμερικανού προέδρου να αποκτήσει τον ουσιαστικό έλεγχο της μεγαλύτερης νήσου του πλανήτη, η σημασία της οποίας, λόγω της αφθονίας στρατηγικών πρώτων υλών -υδρογονάνθρακες, σπάνιες γαίες, πολύτιμα μέταλλα- και της θέσης της ως πύλης στην Αρκτική, είναι εξαιρετικά μεγάλη.

Όπως θα ήταν λάθος να υποτιμηθούν οι πιθανότητες να πετύχει, τελικά, ο Τραμπ τον στόχο του χωρίς να χρειαστεί να επέμβουν οι… US Marines.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ, τι κάνουμε; Αυτή φαίνεται να είναι η αμήχανη αντίδραση της συλλογικής ευρωπαϊκής ηγεσίας στην επανεκλογή Τραμπ και στα πρώτα δείγματα γραφής του.

Μια επανεκλογή που διαφαινόταν ως πολύ πιθανό ενδεχόμενο από την αρχή της προεκλογικής κούρσας στις ΗΠΑ, αλλά που οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μάλλον προτίμησαν να εξορκίσουν, αντί να προετοιμαστούν για αυτήν.

ΒΕΒΑΙΑ, εύλογα αναρωτιέται κανείς τι διαφορετικό θα μπορούσαν να είχαν κάνει οι Ευρωπαίοι.

Θεωρητικά, πολλά, αλλά πρακτικά μάλλον τίποτα, κάτι που αν μη τι άλλο είναι δηλωτικό των αδιεξόδων στα οποία οι ίδιοι αυτοεγκλωβίστηκαν τα προηγούμενα έτη, αλλά και της πραγματικής αδυναμίας τους να επηρεάσουν τις εξελίξεις.

ΘΑ ΉΤΑΝ αφελές να περιμένει κανείς ότι η αμερικανική υπερδύναμη απλά θα αποσυρθεί από τις περιφερειακές ζώνες που η ίδια θεωρεί ως τμήμα της σφαίρας επιρροής της – μεταξύ των οποίων είναι και η ευρωπαϊκή ήπειρος.

Αυτό που θα κάνει η διακυβέρνηση Τραμπ είναι να επιδιώξει αυτά που η ίδια θεωρεί ως ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα, χωρίς να υπολογίζει ιδιαίτερα τη γνώμη και τις προτεραιότητες των Ευρωπαίων «εταίρων», τους οποίους θα προτιμήσει να χειρίζεται σε διμερή βάση και όχι ως ενιαίο σύνολο -που, άλλωστε, δεν είναι-, ευνοώντας τους ελάχιστους (για την ώρα) φίλους που διαθέτει στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια (βλ. Όρμπαν και Μελόνι).

ΑΦΕΝΟΣ, θα τους υποχρεώσει να επωμιστούν οι ίδιοι το μεγαλύτερο βάρος της ασφάλειας στην ευρωπαϊκή περιφέρεια – πάντα υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ και χωρίς να τους επιτραπεί να αναπτύξουν μια αληθινά αυτόνομη από τις ΗΠΑ αμυντική ικανότητα.

Αφετέρου, δεν θα διστάσει να κηρύξει ακόμα και εμπορικό πόλεμο στην Ε.Ε., εάν κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον της αμερικανικής βιομηχανίας και του δολαρίου.

ΟΣΟΝ αφορά τους περιφερειακούς πολέμους -Ουκρανία, Γάζα/Λίβανος και, εσχάτως, αναζωπυρωμένη Συρίαο νέος Λευκός Οίκος θα ενασχολείται απευθείας με αυτούς που θεωρεί ισότιμους παίκτες: τη Ρωσία, την Τουρκία, το Ιράν, το Ισραήλ και την Κίνα.

Στην κοσμοθεωρία Τραμπ, σε αυτούς δεν συγκαταλέγεται η Ευρώπη, την οποία βλέπει (όχι άδικα) ως αδύναμη και διχασμένη και η οποία κινδυνεύει να περιοριστεί στον ρόλο του παρατηρητή ή/και παρόχου «ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας», αφού θα έχουν προηγηθεί οι συνεννοήσεις των «μεγάλων».

ΥΠΟ ΑΛΛΕΣ συνθήκες, αντί να μεμψιμοιρούν, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να ευγνωμονούν τον Τραμπ, η επιστροφή του οποίου θα μπορούσε να αποδειχθεί αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν a blessing in disguise, δρώντας ως καταλύτης για τον βίαιο αλλά αναγκαίο απογαλακτισμό της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, που θα άνοιγε τον δρόμο για την περίφημη «στρατηγική αυτονομία». Τι, ακριβώς, θα σήμαινε αυτό;

ΚΑΤΑΡΧΑΣ, την απόρριψη της ψευδαίσθησης ότι υπάρχει μία και ενιαία Δύση, της οποίας οι δύο ευρωατλαντικοί πυλώνες είναι ισότιμοι και μοιράζονται τις ίδιες αξίες και, κυρίως, τα ίδια συμφέροντα.

Οι ΗΠΑ ποτέ μεταπολεμικά δεν θεωρούσαν την Ευρώπη ισότιμη, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, ελάσσονα εταίρο, αν όχι υποτελή. Και η μοίρα του υποτελούς, διαχρονικά, είναι να αποδέχεται όσα του επιβάλλει ο επικυρίαρχος.

Η ΕΚΛΟΓΗ Τραμπ το μόνο που κάνει είναι να αφαιρεί ένα ωραίο περίβλημα, αποκαλύπτοντας την αλήθεια, που ήταν ανέκαθεν κοινό μυστικό.

Επομένως, οι Ευρωπαίοι οφείλουν να μάθουν εκ νέου τι, ακριβώς, σημαίνει κυριαρχία, ποια είναι τα κοινά συμφέροντα των κρατών τους και πώς μπορούν αυτά να επιδιωχθούν συλλογικά.

Με άλλα λόγια, να επανεφεύρουν τη Συλλογική Ευρώπη ως μια Κοινότητα ιστορικών κυρίαρχων κρατών.

ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, καλό θα ήταν να αναρωτηθούν εάν είναι προς το συμφέρον τους η συνέχιση και η κλιμάκωση των πολέμων στην Ουκρανία και στην Εγγύς Ανατολή ή μήπως θα έπρεπε να συνδιαμορφώσουν με τις άλλες δυνάμεις της περιοχής μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική ειρήνης, ευημερίας και ασφάλειας, αντί να ακολουθούν άκριτα τους Αμερικανούς σε κάθε νέα πολεμική τους περιπέτεια, ή, ενίοτε, να είναι βασιλικότεροι του βασιλέως.

ΕΠΕΙΤΑ, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες θα έπρατταν καλώς να θυμηθούν ότι η raison d’ etre της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ποτέ δεν ήταν η πολεμική προπαρασκευή (το ακριβώς αντίθετο), ούτε η υποκατάσταση των εκλεγμένων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από μια εκτός δημοκρατικού ελέγχου και λογοδοσίας ευρω-γραφειοκρατία, αλλά η επίτευξη ενός υψηλού βιοτικού επιπέδου των ευρωπαϊκών λαών μέσω της Κοινής Αγοράς, πολιτικών συνοχής και της από κοινού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής παραγωγικής και βιομηχανικής βάσης, του πολιτισμού, της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Αυτό απαιτούν οι πολίτες της Ευρώπης, όχι τη διαχείριση της αργόσυρτης παρακμής της. Και σε αυτό είναι που η θεσμικά οργανωμένη συλλογική Ευρώπη έχει αποτύχει.

ΘΑ ΉΘΕΛΕ κανείς να είναι αισιόδοξος ότι οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έχουν την πρόθεση και την ικανότητα να εκμεταλλευτούν, αυτή τη φορά, την εξαιρετική ευκαιρία που τους δίνει η επάνοδος Τραμπ.

Ωστόσο, οι δηλώσεις και οι κινήσεις τους δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Ενδεικτικά, πριν καν αναλάβει καθήκοντα ο τελευταίος, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προτείνει την ολική αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου από το (ακριβότερο) αμερικανικό LNG, ο Πολωνός πρόεδρος και κορυφαίοι αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ καλούν σε αύξηση των αμυντικών δαπανών έως το 5% του ΑΕΠ και διάφορα ευρωπαϊκά κράτη -και η νέα ύπατη εκπρόσωπος, αν και δεν είναι σίγουρο πόση βαρύτητα έχει η δική της γνώμη- συζητούν για το πώς θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν τον πόλεμο στην Ουκρανία μόνα τους, ανεξάρτητα από το πόσο εκτός πραγματικότητας είναι κάτι τέτοιο.

ΜΕ ΑΛΛΑ λόγια, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, την ίδια ώρα που δηλώνουν -όχι ιδιαίτερα πειστικά- έτοιμοι να κάνουν την Ευρώπη απρόσβλητη από τον προβλέψιμα απρόβλεπτο Αμερικανό πρόεδρο, στην πραγματικότητα εμφανίζονται απολύτως πρόθυμοι να κάνουν αυτά ακριβώς που απαιτεί ο Ντόναλντ Τραμπ από αυτούς.