Η επόμενη μέρα της ψήφισης του προϋπολογισμού και των νέων ρυθμίσεων από το οικονομικό επιτελείο αποτελεί επιστροφή στην πραγματικότητα για το επιχειρείν, που δεν είναι άλλη από τον καθημερινό αγώνα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του.
Αναμφίβολα η κυβέρνηση με τις παρεμβάσεις της στο θέμα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έστειλε το μήνυμα πως η χρηματοπιστωτική τους επέκταση δεν μπορεί να βασίζεται στις χρεώσεις.
Το «κούρεμα» των τραπεζικών χρεώσεων από 1-1-2025 με τον μηδενισμό στις βασικές πληρωμές λογαριασμών, τη μείωση κόστους στις κάρτες και την επιβολή πλαφόν 0,5 ευρώ για εμβάσματα έως 5.000 ευρώ, καθώς και τη διεύρυνση του ορίου καθημερινών συναλλαγών στο σύστημα IRIS στα 1.000 ευρώ αποτελούν θετικές παρεμβάσεις. Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω εξειδίκευση των πολιτικών που αφορούν τις τράπεζες σε σχέση με τις χρεώσεις POS, που παρέμειναν ως έχουν, την ώρα, μάλιστα, που η πολιτεία οδηγεί τους καταναλωτές στη χρήση του πλαστικού χρήματος.
Παράλληλα, επιτακτική είναι η ανάγκη ρύθμισης της διαφοράς επιτοκίων μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων, καθώς οι υπάρχουσες συνθήκες είναι δυσβάσταχτες. Τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν υψηλά, καθώς αγγίζουν περί το 6%, ενώ τα επιτόκια καταθέσεων παραμένουν στο 0,5%. Θα πρέπει να βρεθεί λύση για μια πιο δίκαιη τραπεζική πολιτική.
Με τις νέες παρεμβάσεις προς τις τράπεζες γίνεται κατανοητό πως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να εστιάσουν στον κύριο ρόλο τους, δηλαδή τη χορήγηση δανείων, αντί να εξαρτώνται από χρεώσεις για τα κέρδη τους.
Δυστυχώς βιώνουμε το παράδοξο, την ώρα που οι επιχειρήσεις της χώρας, ειδικά οι μικρές και πολύ μικρές, υποφέρουν από την έλλειψη ρευστότητας, καθώς στην πλειονότητά τους παραμένουν αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό, αλλά και από τα προγράμματα που χρηματοδοτούνται από τα κοινοτικά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, οι συστημικές τράπεζες προσφέρουν επιλεκτική ενίσχυση σε μεγάλες επιχειρήσεις, λησμονώντας πως ο θεσμικός τους ρόλος είναι να στηρίζουν συνολικά το επιχειρείν.
Κατά συνέπεια, η επόμενη μέρα των μέτρων που ελήφθησαν για τις τράπεζες θα πρέπει να συνοδευτεί με την υιοθέτηση πολιτικών παρεμβάσεων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους με την αρωγή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Η διαμόρφωση μιας πολιτικής που θα προβλέπει, πρωτίστως, τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους είναι το επόμενο βήμα που θα πρέπει να κάνει το οικονομικό επιτελείο σε συνεργασία με τις τράπεζες. Οι αυξήσεις στους μισθούς, μέσα από την ανάπτυξη και την ισχυροποίηση της ανταγωνιστικότητας όλων των κλάδων που συνθέτουν την οικονομία, προϋποθέτει μία σημαντική παράμετρο. Την ύπαρξη υγιών επιχειρήσεων, που μπορούν να συμβάλουν προς τη μεγέθυνση της οικονομίας και του θετικού αποτυπώματος στην κοινωνία μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Το γεγονός πως το 40% των φορολογικών εσόδων στη χώρα μας θα συνεχίσει και το 2025 να προέρχεται από έμμεσους φόρους, ενώ, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο μέσος όρος κυμαίνεται στο 33%, σημαίνει πως έχουμε μακρύ δρόμο να διανύσουμε.
Ας ελπίσουμε πως η υλοποίηση του προϋπολογισμού του 2025 θα διασφαλίσει τη συνέχιση της ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας, ώστε να σηματοδοτήσει την αύξηση των δημοσίων εσόδων από τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, την αναμόρφωση των συντελεστών ΦΠΑ σε χαμηλότερα επίπεδα και, κυρίως, να φέρει νωρίτερα την υποσχόμενη μείωση άμεσων φόρων, σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις.