Skip to main content

Τι καθορίζει την πολιτική ηγεμονία και υστεροφημία

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: DAVID TETT

Ο Σημίτης είχε την τύχη να αποχωρήσει μόλις τέσσερα χρόνια πριν όλο το σύστημα μέσα στο οποίο είχε αναπτυχθεί ο εκσυγχρονισμός εκραγεί

Τoυ Άγγελου Χρυσόγελου, αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων του London Metropolitan University

ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΙ καβγάδες για την πολιτική κληρονομιά του Κώστα Σημίτη επιβεβαίωσαν ξανά την τάση στην Ελλάδα να προσωποποιείται η πολιτική και η ιστορία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σημίτης υπήρξε ένας εξαιρετικά επιδραστικός πολιτικός. Ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή όχι μαζί του, θα ήταν λάθος να του αποδοθεί η υπερβολική ιδιότητα αυτού που εμπνεύστηκε το κίνημα του εκσυγχρονισμού.

Ο Σημίτης ήταν εξαιρετικός σε κάτι πολύ πιο «γήινο» και πρακτικό: στην οργάνωση ενός ρεύματος που περιέκλειε ήδη συγκεκριμένες δυνάμεις και αιτήματα, διέθετε αξιόλογο στελεχιακό δυναμικό και ανταποκρινόταν στις διεθνείς τάσεις, αλλά που του έλειπε η εφαρμοστική στοχοπροσήλωση.

Η επιτυχία του Σημίτη σε αυτό το κομμάτι επέφερε και την καθόλου αυτονόητη επικράτηση του εκσυγχρονισμού.

Χωρίς να αμφισβητούνται οι ικανότητες του Σημίτη, ο προσωποκεντρισμός της πολιτικής συζήτησης στην Ελλάδα αποσπά από το σημαντικότερο ερώτημα του τι τελικά καθορίζει την πολιτική ηγεμονία (αλλά και υστεροφημία) στην Ελλάδα. Αν η περίπτωση του Σημίτη θεωρηθεί συγκριτικά, θα λέγαμε ότι οι «μεγάλοι ηγέτες» της ελληνικής ιστορίας στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν κυρίως ικανοί διαχειριστές των καταστάσεων στη διασταύρωση δύο σημαντικών παραγόντων: της κοινωνικής αλλαγής μέσα στη χώρα και της ανάδυσης σημαντικών νέων ιδεολογικών ρευμάτων και γεωπολιτικών μετασχηματισμών έξω από αυτήν.

Η πολιτική κυριαρχία στην Ελλάδα απαιτεί την εναρμόνιση με τουλάχιστον έναν από αυτούς τους παράγοντες και η καθολική διαχρονική ηγεμονία απαιτεί συνήθως τη συμφωνία και με τους δύο ταυτόχρονα.

Ειδικά για μια χώρα σαν την Ελλάδα, η διεθνής στοίχιση είναι ίσως σημαντικότερη προϋπόθεση και από την ύπαρξη ανανεωτικών ρευμάτων εντός της χώρας.

ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΟΥΜΕ να το διαπιστώσουμε συγκρίνοντας την πορεία των δύο μεγαλύτερων ηγετών του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου.

Δύσκολα θα διαφωνήσει κάποιος ότι η πολιτική παρακαταθήκη του πρώτου έχει αποδειχτεί πολύ πιο ανθεκτική στον χρόνο από αυτήν του δεύτερου, παρ’ όλο που ο Παπανδρέου πολύ περισσότερο από τον Καραμανλή είχε εκφράσει αυθεντικά λαϊκά αιτήματα και ρεύματα. Η πολιτική κυριαρχία του Καραμανλή, τόσο στη δεκαετία του ’50 όσο και του ’70, λειτουργούσε ουσιαστικά όχι ως έκφραση κοινωνικών αιτημάτων, όσο ως ανάσχεσή τους.

Και η οικονομική ανάπτυξη του ’50 και ο εκδημοκρατισμός του ’70 ήταν προσπάθειες να ανασταλεί ο λαϊκός ριζοσπαστισμός της μεταπολεμικής περιόδου.

Η κυριαρχία Καραμανλή, μάλιστα, ήταν πολύ περισσότερο ευάλωτη από όσο ίσως συνειδητοποιούμε σήμερα, αν θυμηθούμε ότι από όλες τις εκλογικές νίκες του μόνο αυτή του 1974, μέσα σε ειδικές συνθήκες, μπορεί να θεωρηθεί ως ενθουσιώδης και ανόθευτη εντολή προς το πρόσωπό του.

ΑΝ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ πορεία του Καραμανλή εν πολλοίς ήταν αντίθετη προς τον παλμό και τα αιτήματα της μεγάλης πλειοψηφίας όπως αυτά διαμορφώθηκαν μέσα στις συνθήκες της Κατοχής και του Εμφυλίου, ήταν απολύτως ευθυγραμμισμένη με τις γεωπολιτικές και ιστορικές συνθήκες της χώρας.

Τη δεκαετία του ’50 προφανώς αυτές αφορούσαν το παγκόσμιο ρήγμα του Ψυχρού Πολέμου και την ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο, με όποιους συμβιβασμούς αυτή απαιτούσε (π.χ. στο Κυπριακό).

Τη δεκαετία του ’70 πάλι, σε ένα κλίμα ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου και μιας πρώτης κρίσης της αμερικανικής ηγεμονίας, η πρόσδεση στην Ευρώπη εναρμόνιζε την Ελλάδα με νέες τάσεις εντός της
Δύσης, ανανεώνοντας τους όρους του γεωπολιτικού της προσανατολισμού.

Αυτές οι επιλογές του Καραμανλή αποδείχθηκαν πολύ πιο ανθεκτικές στον χρόνο από το αριστερό οικονομικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ του ’80, το οποίο έμοιαζε με ανορθογραφία μέσα σε ένα πλαίσιο παγκόσμιας ανόδου του νεοφιλελευθερισμού και στροφής της ΕΟΚ προς τη λογική της ενιαίας αγοράς, με τον Παπανδρέου να πρέπει να συνομιλεί με τη Θάτσερ, τον Ρίγκαν και τον Ντελόρ.

Πέρα από την «αποκατάσταση των μη προνομιούχων» σε ορισμένα βασικά ζητήματα που κυρίως έλαβε χώρα στην πρώτη τετραετία, ήδη από το 1985 η ικανοποίηση των λαϊκών αιτημάτων που ο ίδιος ο Παπανδρέου άρθρωσε φαινόταν αδύνατη μέσα στους διεθνείς περιορισμούς και πιέσεις που η Ελλάδα, θέλοντας και μη, είχε να αντιμετωπίσει.

Ο ΣΗΜΙΤΗΣ ήταν πολύ πιο τυχερός και από αυτούς τους δύο ηγέτες – και από αυτήν την άποψη ο συγκερασμός εσωτερικών κοινωνικών δυνάμεων και διεθνών τάσεων στην πορεία του συγκρίνεται μόνο με την αντίστοιχη συγκυρία του Ελευθερίου Βενιζέλου την πενταετία 1910-15 (ίσως όχι τυχαία η οκταετία Σημίτη ήταν και περίοδος μιας έντονης, σχεδόν φορτικής υπόμνησης του προτύπου του Βενιζέλου, με αποκορύφωμα την ονομασία του καινούργιου αεροδρομίου το 2001). Το αίτημα του εκσυγχρονισμού υπήρχε ξεκάθαρα μέσα στην κοινωνία, διαπερνώντας την πολιτική και την οικονομία, αλλά και τον χώρο του πολιτισμού, της σκέψης, της ποπ κουλτούρας, ακόμα και του αθλητισμού, συγκροτώντας ένα δυνητικό μπλοκ εξουσίας σε αναζήτηση μαζικού/κομματικού οχήματος, το οποίο τελικά έγινε το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη.

ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, όμως, τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν και η εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και μάλιστα στην καμπή όπου αυτή έψαχνε μια προοδευτική αναζωογόνηση – αν η «γκρίζα» γενιά των συντηρητικών Μπους, Θάτσερ, Κολ είχε κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο, ο κόσμος αναζητούσε τα νέα πρόσωπα που θα «κέρδιζαν την ειρήνη».

Η άνοδος της νέας σοσιαλδημοκρατίας, του Τρίτου Δρόμου των Κλίντον, Μπλερ, Σρέντερ, Πρόντι αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για την εγκαθίδρυση και αναπαραγωγή του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, παρέχοντας ιδέες, νομιμοποίηση και φυσικά πολύ χρήμα, με το άνοιγμα των αγορών, την ένταξη στην ΟΝΕ, τη ραγδαία άνοδο του ιδιωτικού δανεισμού (που πλέον ερχόταν να προστεθεί στον δημόσιο) και τις μεταφορές πόρων από την Ε.Ε.

Ο διεθνής παράγοντας ουκ ολίγες φορές έσωσε τον εκσυγχρονισμό σε στιγμές που η κυριαρχία Σημίτη κλονιζόταν, με αποκορύφωμα τις οριακές εκλογές του 2000.

Σε αντίθεση με τον Ανδρέα Παπανδρέου, του οποίου το πρόγραμμα ουσιαστικά τερματίστηκε από τις διεθνείς αγορές στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο εκσυγχρονισμός επωφελήθηκε σε κάθε καμπή από ένα ευνοϊκότατο διεθνές περιβάλλον.

ΛΕΓΕΤΑΙ ότι οι τυχεροί πολιτικοί είναι αυτοί που αποχωρούν προτού γίνουν εμφανείς οι συνέπειες των πράξεών τους. Η πολιτική νοσταλγία συνήθως αφορά τέτοιους ηγέτες.

Ο Σημίτης είχε την τύχη να αποχωρήσει μόλις τέσσερα χρόνια πριν όλο το σύστημα μέσα στο οποίο είχε αναπτυχθεί ο εκσυγχρονισμός εκραγεί με το χρηματοοικονομικό κραχ του 2008.

Δεν μπορεί φυσικά αυτό να χρεωθεί στον Σημίτη, που απλά διέγνωσε τις διεθνείς ευκαιρίες προκειμένου να εφαρμόσει το δικό του πρόγραμμα σε μια μικρή περιφερειακή χώρα όπως η Ελλάδα – αν και όπως συμβαίνει με τέτοιες χώρες πολλές φορές, χρησιμεύουν σαν πρόβα τζενεράλε μικρής κλίμακας αυτού που θα επακολουθήσει σε μεγάλη, εν προκειμένω της χρηματιστηριακής κατάρρευσης.

Ο χρονισμός των εξελίξεων καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και την υστεροφημία του προγράμματος του εκσυγχρονισμού, για το οποίο κανένας δεν σκέφτεται να ρωτήσει σήμερα αν τελικά δεν ήταν τίποτα άλλο από τη συνολική υποθήκευση μιας ανοχύρωτης χώρας σε ένα σαθρό διεθνές σύστημα, το οποίο με τη σειρά του στηριζόταν σε μια χρηματιστηριακή φούσκα.

ΚΑΙ ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ στο μέλλον, αυτό δείχνει σε τελική ανάλυση και τα όρια της πολιτικής ηγεμονίας στην Ελλάδα, τα οποία είναι τα όρια στήριξης ή ανοχής από το διεθνές περιβάλλον από το οποίο οι ελίτ της χώρας μας πάντα αντλούν πόρους και ιδεολογική νομιμοποίηση.

Σε αντίθεση με την εποχή Σημίτη, στο απόγειο της παγκόσμιας κυριαρχίας της Δύσης και των ιδεολογημάτων της, η σημερινή Δύση και Ευρώπη στην οποία είναι προσδεδεμένη η Ελλάδα είναι πολύ πιο διχασμένη, παρηκμασμένη και οπισθοχωρούσα.

Σε μια συγκυρία όπου η πολιτική εξουσία στην Ελλάδα προσπαθεί να μιμηθεί σχεδόν σε κάθε του έκφανση τον σημιτικό εκσυγχρονισμό, αυτό το οποίο δεν μπορεί να αναβιώσει είναι ο σημαντικότερος παράγοντας επιτυχίας του.