Τoυ Άγγελου Στεργίου, καθηγητή Κοινωνικής Ασφάλισης στη Νομική Σχολή ΑΠΘ
Η ΆΣΚΗΣΗ του συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν οδηγεί αναγκαστικά στον οριστικό τερματισμό του εργασιακού βίου, αφού είναι επιτρεπτή η απόλαυση της σύνταξης με παράλληλη παροχή εργασίας.
Η συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, όταν δεν συνοδεύεται από παραγωγική ανικανότητα, αφήνει πάντα ανοικτό το ενδεχόμενο της συνέχισης της απασχόλησης του συνταξιούχου.
Ο τελευταίος δεν μπορεί να αποκλειστεί από την αγορά εργασίας, γιατί μια τέτοια απαγόρευση θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την ελευθερία (αλλά και το δικαίωμα) της εργασίας (άρθρα 5 παρ. 1 και 3, και 22, παρ. 1 του Συντάγματος), ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί απαγορευμένη διάκριση λόγω ηλικίας.
ΑΚΟΜΗ και στα «βαθιά του γεράματα» δεν μπορεί να στερηθεί κανείς του δικαιώματός του. Η συνταξιοδότηση δεν είναι ένας ατέρμονος ελεύθερος χρόνος διασκέδασης. Και, φυσικά, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται έτσι, γιατί οδηγεί τους ηλικιωμένους σε μια επιβλαβή για την υγεία τους απώλεια κοινωνικού ρόλου.
Από την άλλη πλευρά, ο τερματισμός της παραγωγικής εργασίας δεν σημαίνει απουσία ενασχόλησης με άλλες δραστηριότητες που δεν αποτιμώνται με οικονομικούς όρους (λ.χ. βοήθεια στην ανατροφή των εγγονών).
ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ, οι «εργαζόμενοι συνταξιούχοι» θα συγκροτήσουν μια τρίτη ενδιάμεση κατηγορία ανάμεσα στους απασχολούμενους και τους συνταξιούχους.
Στη χώρα μας η συνταξιοδότηση δεν αντιμετωπιζόταν ως διαδικασία. Συνήθως, η μεταπήδηση αυτή είναι οριστική και απότομη. Ευέλικτες μεταβάσεις, όπως η σταδιακή συνταξιοδότηση, θα επέτρεπαν στους ανθρώπους να εργάζονται επί μακρύτερο χρονικό διάστημα, καθώς ο φόρτος εργασίας τους θα μειωνόταν σταδιακά.
Άλλωστε, η εργασία δεν είναι πάντα μόχθος, αλλά εμφανίζει, σε κάποιες περιπτώσεις, και μια δημιουργική (κοινωνική) όψη.
Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ αντιμετώπιση της απασχόλησης των συνταξιούχων έτυχε στο παρελθόν επανειλημμένων ρυθμίσεων.
Μέχρι πρόσφατα, όλα τα μέτρα ήταν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, περιοριστικά -λ.χ. η προηγούμενη ρύθμιση του ν. 4387/2016 προέβλεπε μείωση κατά 30% της σύνταξης.
Ο νομοθέτης επεδίωκε με ισχυρά αντικίνητρα να αποτρέψει την απασχόληση των συνταξιούχων, επιθυμώντας να διευκολύνει την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας.
Πλέον, ο νομοθέτης ανέκρουσε πρύμναν (τουλάχιστον εν μέρει).
Εγκαταλείποντας τη μέριμνα για τους νέους -αν και η ανεργία εξακολουθεί να τους πλήττει σε μεγάλα ποσοστά, ιδιαίτερα στη χώρα μας-, δεν κάνει λόγο για «τιμωρία», αλλά για «κίνητρα» -αυτός άλλωστε είναι και ο τίτλος του οικείου άρθρου- μάλλον, με την έννοια ότι η «ζημία» του συνταξιούχου από την απασχόλησή του δεν είναι τόσο αποθαρρυντική γι’ αυτόν σε σχέση με το αποκομιζόμενο όφελος.
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ αυτής της «ενθάρρυνσης» προβλέπεται η συνέχιση καταβολής στο ακέραιο της σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος με μια «ήπια» και αναλογική -αφού εξαρτάται απ’ όσα κερδίζει από την απασχόλησή του ο συνταξιούχος- «ποινή» που συνίσταται στην καταβολή ενός πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ (συνολικά 10%), μη ανταποδοτικού χαρακτήρα.
Ο ΝΟΜΟΣ λαμβάνει μέριμνα ώστε να υπάρχει οροφή στην προβλεπόμενη «τιμωρία» των απασχολούμενων συνταξιούχων (ανώτατο καταβαλλόμενο ετήσιο όριο).
Ειδικότερα, το συνολικό επιβαλλόμενο ποσό του πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ σε ετήσια βάση δεν μπορεί να υπερβαίνει το δωδεκαπλάσιο της εθνικής σύνταξης, όπως εκάστοτε ισχύει.
Δεδομένου ότι από 01.01.2024 το ποσό της εθνικής σύνταξης διαμορφώθηκε σε 426,17 ευρώ το ανώτατο όριο του πόρου, το οποίο βαρύνει σε ετήσια βάση κάθε υπόχρεο απασχολούμενο συνταξιούχο, καθορίζεται αντιστοίχως σε 5.114,04 ευρώ (426,17 Χ12).
ΠΕΡΑΝ αυτού του ποσού πραγματοποιείται επιστροφή καταβολών από την υπηρεσία στο πλαίσιο του σταδίου εκκαθάρισης καταβολής πόρου σε ετήσια βάση, σύμφωνα με το άρθρο 104 ν. 4387/2016 (άρθρο 11, παρ. 1 ΥΑ Δ.15/14831/2024).
ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΗ, η εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη γήρατος, κύρια και επικουρική, προσώπων που αναλαμβάνουν υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ απασχόληση σε Φορέα της Γενικής Κυβέρνησης αναστέλλεται για όσο διάστημα συνεχίζει αυτή, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το εξηκοστό δεύτερο (62ο) έτος της ηλικίας τους.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ασφάλισης που αυξάνει με την απασχόληση του συνταξιούχου αξιοποιείται με την προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξής του (κύριας ή και επικουρικής), καθώς και με τη χορήγηση συμπληρωματικής εφάπαξ παροχής, κατόπιν αίτησης του απασχολούμενου συνταξιούχου, μετά τη διακοπή της απασχόλησής του.
Το ποσό της προσαύξησης για την κύρια σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές των άρθρων 8 και 28 ν. 4387/2016, και μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης ως συνταξιούχου, δηλαδή αυτοτελώς.
ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ αποτελέσματα της προσαύξησης εκκινούν από την πρώτη μέρα του επόμενο μήνα υποβολής της αίτησης προσαύξησης.
Ωστόσο, πρέπει να λάβουμε υπόψη τα πιθανώς πενιχρά αποτελέσματα της προσαύξησης αυτής, αφού η τροποποίηση του ν. 4670/2020 απέβλεπε να στηρίξει την παραμονή στην αγορά εργασίας μετά τα 30 και τουλάχιστον έως τα 40 έτη.
Μετά τα 40 έτη ασφάλισης (από 1.10.2019) η σύνταξη αυξάνεται ελάχιστα (ποσοστό αναπλήρωσης 0,50% κατ’ έτος).
ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ υποχρεούνται, όταν αναλάβουν οποιαδήποτε εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να το δηλώσουν στον φορέα κύριας ασφάλισης e-ΕΦΚΑ, καθώς και στο ΕΤΕΑΕΠ ή στον φορέα επικουρικής ασφάλισης από τον οποίο συνταξιοδοτούνται.
Μετά την ένταξη του ΕΤΕΑΕΠ στον e-ΕΦΚΑ απαιτείται η υποβολή μιας δήλωσης. Η ΥΑ Δ.15 Δ/14831/24 στο άρθρο 3 διευκρίνισε ότι τα πρόσωπα που είναι ήδη συνταξιούχοι ή υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης οφείλουν μέχρι την τελευταία ημέρα του μηνός ανάληψης της απασχόλησης ή μέχρι την τελευταία ημέρα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, χωρίς διακοπή της απασχόλησης, να εισέλθουν στην ηλεκτρονική υπηρεσία του e-ΕΦΚΑ και να το δηλώσουν υπεύθυνα.
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ μη μισθωτών, ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοτελώς απασχολουμένων, και αγροτών, πριν ή μετά τη δήλωση στην ηλεκτρονική υπηρεσία απαιτείται και η εγγραφή / επανεγγραφή / μεταβολή στο μητρώο μη μισθωτών.
Παράλειψη της δήλωσης επιφέρει χρηματική κύρωση ίση με δώδεκα (12) μηνιαίες συντάξεις, κύριες και επικουρικές.
Το ποσό της οφειλής δύναται να αποπληρωθεί με παρακράτηση έως ενός τετάρτου (1/4) από την κύρια σύνταξη και έως του ποσού του άρθρου 46 του ν. 4670/2020 από την επικουρική.