Τoυ Παναγιώτη Ψαριανού, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας οικονομικών συμβούλων και ελεγκτών Γραφείο Ψαριανού Α.Ε.
H ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ του χρήματος είναι ο δρόμος που οδηγεί στις ρίζες της φοροδιαφυγής και ο εντοπισμός της, στον περιορισμό αυτού του κοινωνικού φαινομένου, που αποτελεί έγκλημα και αδικεί τους συνεπείς φορολογούμενους.
Επιπλέον, η αποφυγή καταβολής των αναλογούντων φόρων μειώνει τις ανταγωνιστικές δυνατότητες των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την ατροφική ανάπτυξη, που με τη σειρά της επιδρά πολλαπλά επί των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες. Και αυτό το γνωρίζουν οι κυβερνήσεις, άσχετα με τον βαθμό που το συνειδητοποιούν και ενεργούν αποφασιστικά και αποτελεσματικά για τον περιορισμό της.
ΠΡΟΣ ΑΥΤΗ την κατεύθυνση κινούμενο, το υπ. Οικονομικών θέσπισε Φορολογικές Διατάξεις που θέτουν τους κανόνες χρήσης των μετρητών στις συναλλαγές των Νομικών και Φυσικών Προσώπων, αφού αυτά δεν καταγράφονται στις κινήσεις των τραπεζών και, κατά συνέπεια, εμποδίζεται ο έλεγχος της διακίνησης του χρήματος.
Ενώ, αν συνδεθούν οι καταγραμμένες κινήσεις των συναλλαγών μέσω αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων με εκείνες των δικαιούχων, τότε το αποτέλεσμα για την πάταξη της φοροδιαφυγής βελτιώνεται θεαματικά. Γι’ αυτό στα σύγχρονα κράτη περιορίζεται διαρκώς η χρήση μετρητών και καθιερώνεται η διενέργεια των πληρωμών με ηλεκτρονικά ή τραπεζικά μέσα. Και παρουσιάζονται θεαματικά αποτελέσματα στις χώρες που εφαρμόζεται σε μεγάλο βαθμό η ελαχιστοποίηση των μετρητών και η υποχρέωση της χρήσης καρτών στις χρηματικές δοσοληψίες των συναλλασσομένων.
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ το όριο μέχρι το οποίο επιτρέπεται η χρήση μετρητών είναι το ποσό των 500 ευρώ. Η υπέρβαση αυτού του ορίου επιφέρει οικονομικές συνέπειες, που φτάνουν μέχρι και την επιβολή προστίμου στο διπλάσιο του καταβληθέντος ποσού ή στη μη έκπτωση των δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων που αφορούν αυτές οι πληρωμές.
Είχαμε προτείνει αρκετές φορές στο παρελθόν να μειωθεί το ποσό αυτό στα 100 ευρώ, αφού το συγκεκριμένο όριο αποκλείει τα φορολογικά «παιχνίδια», όπως π.χ. το σπάσιμο του ολικού ποσού της συναλλαγής σε περισσότερα μέρη, ώστε αυτά να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του νόμου.
Εξάλλου, η έκδοση δύο αποδείξεων Λιανικής Πώλησης, αντί της μιας, είναι πανεύκολο πράγμα και κανείς επιχειρηματίας δεν το αρνείται, αφού θέλει την πώληση.
ΒΕΒΑΙΑ, στην πρόταση της κυβέρνησης για την περαιτέρω μείωση του ισχύοντος ορίου στα 200 ευρώ έφερε αντιρρήσεις η Κομισιόν και η ελληνική κυβέρνηση υποχώρησε, σε αντίθεση με την Ιρλανδία, που όταν της ζητήθηκε να αυξήσει τον συντελεστή Φόρου Εισοδήματος την εποχή των μνημονίων, αρνήθηκε -προτείνοντας άλλα μέτρα συγκέντρωσης φόρων, που έγιναν δεκτά, τελικά-, με αποτέλεσμα σήμερα η χώρα αυτή να έχει ΑΕΠ σχεδόν τριπλάσιο της Ελλάδας και ο συντελεστής απόδοσης του Φόρου Εισοδήματος Νομικών Προσώπων επί των συνολικών φορολογικών εσόδων να ανέρχεται στο 21,5%, όταν στη χώρα μας είναι μόνο 6% (δικαιοσύνη!) και ο μέσος όρος των 29 χωρών μελών του ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 12%. Ας το ξανασκεφτούν αυτό οι αρμόδιοι. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι κάποια στιγμή θα το κάνουν, αρκεί να μην περάσουν δεκαετίες, όπως γίνεται συνήθως.
ΑΣ ΕΡΘΟΥΜΕ, όμως, στην εφαρμογή των ισχυουσών και συγκεκριμένων Φορολογικών Διατάξεων που αφορούν τη χρήση μετρητών κατά τη διενέργεια των συναλλαγών και ας διευκρινίσουμε μια περίπτωση που αποτελεί συχνό ερώτημα μεταξύ των συναλλασσομένων επιχειρήσεων, προκειμένου να μην υποστούν τις συνέπειες του νόμου. Και αυτή είναι η αγορά μετοχών.
Βάσει της παρ. 3, του άρθρου 20, του Ν.3842/10, «Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας πεντακοσίων (500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, όπως ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά».
ΣΥΜΦΩΝΑ με την περ. ιζ, της παρ.1, του άρθρου 54, του ΚΦΔ (Ν.4987/22). «Για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του: (και) … δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010».
Στην περ. θ, της παρ. 2, του άρθρου 54, του Ν. 4987/22, αναφέρεται ότι το πρόστιμο για κάθε παράβαση της περ.ιζ, της παρ.1, του ίδιου άρθρου είναι «ίσο με το διπλάσιο της καταβληθείσας με μετρητά αξίας των στοιχείων λιανικής πώλησης που εκδίδονται για τη συναλλαγή…».
Στην περ. β., του άρθρου 23, του Ν.4172/13 ορίζεται ότι δεν εκπίπτεται από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων «κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής».
ΒΑΣΕΙ των προαναφερομένων Φορολογικών Διατάξεων, η αγορά μετοχών, ήτοι η κτήση ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου, δεν είναι δαπάνη για την επιχείρηση, ώστε να τίθεται θέμα εκπεσιμότητάς της από τα ακαθάριστα έσοδα και συνεπώς εκπίπτεται κανονικά από τα ακαθάριστα έσοδά της, προκειμένου να εξαχθεί το οικονομικό αποτέλεσμα της Διαχειριστικής Χρήσεως.