Τoυ Γιώργου Καραμέρου, εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., βουλευτή Ανατολικής Αττικής
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ οικονομικό κλίμα διαμορφώνει μια συνθήκη αβεβαιότητας, στην οποία η χώρα μας καλείται να αποτελέσει πυλώνα σταθερότητας προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Οι πολλαπλές κρίσεις, από την Ουκρανία και τη συνέχιση του πολέμου, έως την αστάθεια στη Μέση Ανατολή, απότοκο των αραβοϊσραηλινών συγκρούσεων και της αλλαγής του status quo στη Συρία, χτυπούν το καμπανάκι για την ελληνική οικονομία, που, παρά τη βελτίωση ορισμένων μακροοικονομικών δεικτών, δεν έχει κατακτήσει ένα επίπεδο ανθεκτικότητας απέναντι σε εξωγενείς απειλές.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Μητσοτάκη κυριάρχησε στις τελευταίες εθνικές εκλογές εκμεταλλευόμενη δύο παραμέτρους: την έξοδο από την αυστηρή δημοσιονομική επιτήρηση που πέτυχε η κυβέρνηση Τσίπρα και την εξωγενή πίεση της πανδημικής κρίσης που χαλάρωσε το δημοσιονομικό πλαίσιο στις χώρες της Ε.Ε. και δημιούργησε ένα ισχυρό ενωσιακό χρηματοδοτικό πλαίσιο για την ανάκαμψη των οικονομιών.
Ωστόσο, το μίγμα της ανάπτυξης δεν διαφέρει σημαντικά από τα προ κρίσης χρέους δεδομένα, ενώ η άνοδος του δείκτη τιμών καταναλωτή ροκάνισε το διαθέσιμο εισόδημα μεγάλου εύρους της ελληνικής κοινωνίας, καταβαραθρώνοντας το μέσο επίπεδο ποιότητας ζωής.
Η ΧΩΡΑ παραμένει πρωταθλήτρια στο δημόσιο χρέος, ενώ οι τιμές στην ενέργεια και στα τρόφιμα στερούν πόρους από το εισόδημα των πολιτών και περιορίζουν τον πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα μιας τόνωσης της κατανάλωσης στα μικρά και μεσαία εισοδήματα.
Παρότι έχουμε την πρώτη θέση στον πληθωρισμό τροφίμων με αύξηση 10,3% τον Οκτώβριο, όπως αποκαλύπτει η Eurostat, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται πεισματικά να παρέμβει μειώνοντας τον ΦΠΑ στη συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών, επιλογή που ωφέλησε τις κοινωνίες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.
ΟΙ ΒΑΡΥΓΔΟΥΠΕΣ εξαγγελίες για τις αυξήσεις των μισθών παραμένουν ένα λογιστικό επικοινωνιακό τρικ για την κυβέρνηση. Η απροθυμία της κυβέρνησης να εξετάσει την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των αμοιβών ενδέχεται λογιστικά να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου για μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ, στόχος που θα αποτελεί κενό γράμμα, δεδομένου του ρυθμού του πληθωρισμού και των προβλέψεων της Κομισιόν για την αύξηση των πραγματικών μισθών.
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, η ύφεση στη Γερμανία και τη Γαλλία πρόκειται να επηρεάσει και την ελληνική οικονομία, καθώς αφορά χώρες που απορροφούν σημαντικό μέρος των ελληνικών εξαγωγών σε αγαθά και υπηρεσίες.
Μπορεί οι θετικές αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να διαμορφώνουν ένα καλό κλίμα, αλλά δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα συμβάλει στην αποκλιμάκωση της σχέσης χρέους προς ΑΕΠ.
Ακόμη, μια προστατευτική δασμολογική πολιτική από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μετά την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Donald Trump, πρόκειται να ασκήσει εξωγενείς πιέσεις τόσο στην ευρωπαϊκή όσο κατ’ επέκταση και στην ελληνική οικονομία.
Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ διάλογος, όμως, κυριαρχείται από τις περιορισμένες εξαγγελίες του πρωθυπουργού για την κατάργηση των προμηθειών σε βασικές συναλλαγές μέσω τραπεζών.
Τα έσοδα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών από προμήθειες στο πρώτο εννεάμηνο του 2024 διαμορφώθηκαν σε 1,55 δισ. ευρώ, ενώ το 2023 αύξησαν κατά 50% τα καθαρά τους κέρδη από τόκους σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, πετυχαίνοντας αποτέλεσμα 8 δισ. ευρώ.
Οι τράπεζες διαμορφώνουν κέρδη στηριζόμενες στην ευνοϊκή διαχείρισή τους από την περίοδο αιχμής της κρίσης και δεν συμβάλλουν δίκαια στο ελληνικό αναπτυξιακό εγχείρημα.
Η αγορά στερείται βιώσιμης ρευστότητας παρά τα θετικά αποτελέσματα στον τραπεζικό τομέα, που βέβαια κυρίως βασίζονται στα υπερκέρδη από τις χρεώσεις που παραμένουν ως έχουν σε ό,τι αφορά τις κινήσεις των επιχειρήσεων αλλά και το spread τον επιτοκίων που στην Ελλάδα παραμένει στο 4,88% την ώρα που στην Ευρώπη κατά μέσο όρο είναι στο 1,61%.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία αποτελεί μια υπεύθυνη εναλλακτική επιλογή, που αποδεδειγμένα έβγαλε τη χώρα από την κρίση κάτω από δύσκολες αντικειμενικά συνθήκες με την κοινωνία όρθια.
Σήμερα, η χώρα βρίσκεται εκτός περιορισμών και οφείλει να λάβει θετικά μέτρα που ενισχύουν την ανθεκτικότητά της σε μια περίοδο αβεβαιότητας και καθιστούν τους πολίτες κοινωνούς της οικονομικής μεγέθυνσης.
Όσο ο κύριος Μητσοτάκης εμμένει στη διαχείριση των βραχυπρόθεσμων οικονομικών δεδομένων, θα κινδυνεύουμε να βρεθούμε στη δίνη μιας νέας οικονομικής κρίσης, χωρίς βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο που θα μας επιτρέψει να ξανασταθούμε στα πόδια μας.