Skip to main content

Η πολιτική ως αγωνία ή ως καταναγκαστική νεύρωση;

Με την ετερογένεια μεταξύ «πολιτικής» και «διακυβέρνησης» η λακανική σκέψη θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη

Του Απόστολου Αποστόλου, Καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ρώμης

Τι μπορεί να διδάξει η ψυχανάλυση στην πολιτική; Πώς μπορεί η σκέψη του Ζακ Λακάν να συμβάλει στον ορισμό μιας πρακτικής ριζοσπαστικής δημοκρατίας;

Σύμφωνα με τον Αλέν Μπαντιού, ο Λακάν δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί τον ρόλο του γεγονότος, το οποίο κατανοείται ως υπεράριθμο στοιχείο που ξεσπά σε καταστάσεις και που τελικά παράγει το επαναστατικό υποκείμενο. Ο Λακάν παραμένει σταθερός στην αρχή σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο είναι προϊόν της αλήθειας του ασυνείδητου, επομένως είναι πάντα εκεί, δηλαδή στην υπεράριθμη ασυνείδητη αλήθεια, χωρίς ποτέ να εξαρτάται από κάποιο γεγονός. Αν όμως ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η «πολιτική» δεν είναι δυνατή θα πει ο Μπαντιού. Αυτό είναι το σοβαρό κενό που βρίσκει ο Μπαντιού στον Λακάν, ο οποίος, σύμφωνα με τον Μπαντιού, περιορίζεται έτσι κατά κάποιο τρόπο στη διάσταση του μη πολιτικού.

Ωστόσο, αναφορικά με την ετερογένεια μεταξύ «πολιτικής» και «διακυβέρνησης» ο Λακάν θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμος. Και κυρίως με την αναλυτική πράξη. Γιατί η αναλυτική πράξη, με την αυθεντική και ριζική της έννοια, είναι η έλλειψη οποιασδήποτε γνώσης. Έτσι η αναλυτική πράξη αυτή καθαυτή μπορεί να γίνει ένα πρότυπο για την πολιτική.

Το μοντέλο της αναλυτικής πράξης μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο για μια πολιτική εξέγερση και αυτό γιατί οδηγεί στην απελευθέρωση. Πώς εννοείται αυτό όμως στην πολιτική; Ως επιβεβαίωση της επιθυμίας ενάντια στα κομφορμιστικά ήθη και στις εντολές του υπερεγώ. Ενάντια στην αναγκαστική απόλαυση, αλλά και στην παγωμένη επιθυμία. Και για να το πούμε και αλλιώς, κάπως έτσι δεν λειτουργεί και η δημοκρατία; Αυτή δεν είναι η μορφή της διακυβέρνησης ως μια αέναη αυτοδιάλυση μέσα σε μια διαρκή αυτοαποδόμηση;

Κα τι εννοούσε άραγε ο Λακάν όταν αναφερόταν στον «καπιταλιστικό λόγο»;

Μήπως μας έβαζε στη δίνη του ερωτήματος τι θα συμβεί αν θα διεκδικήσουμε την πολιτική χειραφέτηση ή αν θα ανακόψουμε την αγωνία ακολουθώντας συντηρητικά και αντιδραστικά τον δρόμο της ταύτισης με το αφεντικό ή καλύτερα με το σώμα του αφεντικού;

Όσο περισσότερο ο καπιταλισμός επιτάσσει την απόλαυση τόσο περισσότερο η απόλαυση αποκλείεται και αφαιρείται. Όσο πιο επιβλητική είναι η εντολή να απολαύσουμε το εμπόρευμα, τόσο περισσότερο αυτή η αναγκαστική και μερική απόλαυση παράγει έλλειψη απόλαυσης, αφού αποκλείει την απόλυτη απόλαυση ή τη συν-απόλαυση. Αλλά όλη αυτή η κίνηση προκαλεί μια αγωνία, επειδή, μέσω της κατανάλωσης αντικειμένων, η πραγματική ορμή εμφανίζεται συνεχώς με το πρόσχημα της ορμής του θανάτου.

Εν ολίγοις, είναι σαν η απολαυστική κατανάλωση αγαθών-αντικειμένων να παράγει ένα συνεχές και αδυσώπητο αποκλεισμό της απόλυτης απόλαυσης. Και τελικά εκεί είναι όπου ο «λόγος του καπιταλιστή» αποδεικνύεται ότι κερδίζει και χάνει ταυτόχρονα. Παράγει ένα είδος συνεχόμενης και διακοπτόμενης απόλαυσης ταυτόχρονα με μια συνεχή συναρπαστική επιθυμία. Τα υποκείμενα θαμπώνονται από αντικείμενα κατανάλωσης που υπόσχονται ψευδαισθησιακά ότι μπορούν να καλύψουν την έλλειψη ύπαρξης μέσω της αναγκαστικής κατανάλωσής τους.

Παράλληλα, όμως, τα αντικείμενα κατανάλωσης δείχνουν πάντα και την πραγματική τους πλευρά, η οποία παράγει αυξανόμενες ποσότητες αγωνίας, όπου οι καταναλωτές προσπαθούν να τις αποτρέψουν. Αλλά σε περιόδους καταναλωτικής κρίσης μέσω του ψυχικού μηχανισμού ταύτισης, οι πολίτες/καταναλωτές συμπλέουν με το αφεντικό τους και ψευδαισιακά απολαμβάνουν και εκείνοι ό,τι και το αφεντικό τους. Όταν όμως η αγωνία που προκαλείται από την πραγματική ορμή η οποία εμφανίζεται στα καταναλωτικά αντικείμενα δεν μπορεί να εκτραπεί από την κατανάλωση άλλων αγαθών, τότε ενεργοποιείται ο ψυχικός μηχανισμός μέσω του οποίου οι καταναλωτικές μάζες δίνουν εντολή να ανακοπεί η αγωνία.

Εκεί έγκειται και η παγίδα της καταναγκαστικής νεύρωσης, κατά την οποία η πολιτική πάσχει και λειτουργεί στον θρίαμβο της στερεοτυπικής πολιτικής εικόνας της.