Τoυ Νίκου Μηλαπίδη, γενικού γραμματέα Εργασιακών Σχέσεων
ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ που εισήχθη για συζήτηση και ψήφιση από τη Βουλή ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ε.Ε. Κινείται σε δύο άξονες: αφενός στον νέο τρόπο αύξησης του κατώτατου μισθού και αφετέρου στην εκπόνηση Σχεδίου Δράσης για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2027 ισχύει στο ακέραιο η δέσμευση του πρωθυπουργού για κατώτατο μισθό 950 ευρώ και σωρευτική αύξηση 46% από το 2019. Από το 2028 ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται μέσω ενός μαθηματικού τύπου, λαμβάνοντας υπόψη αντικειμενικά οικονομικά μεγέθη.
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, θα λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός, ειδικά για τα νοικοκυριά, στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας, καθώς και η αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, μεγέθη για τα οποία η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) θα δημιουργήσει αντικειμενικούς δείκτες.
ΔΗΛΑΔΗ, όσο αυξάνονται οι τιμές του καλαθιού των πιο ευάλωτων συμπολιτών μας τόσο θα αυξάνεται και ο κατώτατος μισθός, προσφέροντας θωράκιση απέναντι στην ακρίβεια, ενώ όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα της οικονομίας τόσο θα αυξάνεται και ο κατώτατος μισθός, διασφαλίζοντας ότι η ανάπτυξη της οικονομίας αντανακλάται και στους μισθούς των εργαζομένων. Τι πιο αντικειμενικό και διαφανές;
ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ σύστημα αύξησης του κατώτατου μισθού απαγορεύεται η μείωσή του για πρώτη φορά, ενώ η αύξηση επεκτείνεται και στους δημοσίους υπαλλήλους. Η κυβέρνηση απεμπολεί λοιπόν ένα κατ’ εξοχήν δικαίωμά της -να παρεμβαίνει στην αγορά εργασίας-, ενώ το ύψος του μισθού δεν επαφίεται στην αποτελεσματικότητα ή μη των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτό το σύστημα εφαρμόζεται στη Γαλλία από το 1970, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τη θωράκιση από την ακρίβεια, την αύξηση της απασχόλησης και των επενδύσεων και την ευρυθμία των εργασιακών σχέσεων.
ΑΥΤΗ η προβλεψιμότητα ως προς τη μελλοντική πορεία του κατώτατου μισθού συνδράμει στη μείωση της αβεβαιότητας εργαζομένων και εργοδοτών και, κατά συνέπεια, στηρίζει αφενός τον οικογενειακό προγραμματισμό των εργαζομένων και αφετέρου τη λειτουργία των επιχειρήσεων, ενώ ευνοεί τις επενδύσεις.
ΜΟΝΟ σε εξαιρετικές περιπτώσεις σοβαρών οικονομικών διακυμάνσεων μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση από τον μαθηματικό τύπο, με βάση αιτιολογημένη γνώμη της Επιστημονικής Επιτροπής που συστήνεται. Σε αυτή την περίπτωση, ακολουθείται διαδικασία διαβούλευσης με αναβαθμισμένη τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και των επιστημονικών ινστιτούτων τους, διασφαλίζοντας μια εμπεριστατωμένη προσέγγιση.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ αντιμετωπίζει την ενσωμάτωση της Οδηγίας ως μία ευκαιρία για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του κοινωνικού διαλόγου. Στο πλαίσιο κατάρτισης του Σχεδίου Δράσης και μετά την ψήφιση του νόμου, θα επιδιώξουμε έναν οργανωμένο τριμερή διάλογο που θα καταλήξει σε συμφωνίες και συμβιβασμούς για τις δέουσες θεσμικές παρεμβάσεις στο κανονιστικό πλαίσιο.
ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ απολύτως και -εκ των προτέρων- σίγουρο ότι η στάση των κοινωνικών εταίρων είναι αυτή που θα καθορίσει την αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που είναι και ο στόχος της κυβέρνησης. H πραγματικότητα είναι ότι ο καθορισμός επαρκούς κατώτατου μισθού με νόμο, ό,τι κάνουν δηλαδή 22 από τις 27 χώρες της Ε.Ε., δεν εμποδίζει σε τίποτα τους κοινωνικούς εταίρους να συμφωνήσουν μισθούς υψηλότερους από τον κατώτατο μισθό!
Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ στιγμή για να σχεδιάσουμε τις μελλοντικές συνθήκες της αγοράς εργασίας είναι τώρα που η ευρωπαϊκή Οδηγία φέρνει όλους, κυβερνήσεις και κοινωνικούς εταίρους, προ των ευθυνών τους. Ας αδράξουμε την ευκαιρία.