Τoυ Χρήστου Γούλα, γενικού διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, PhD
ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ μέρες ανακοινώθηκε από το υπουργείο Εργασίας η πρόταση ενσωμάτωσης στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας ΕΕ 2022/2041 για «Επαρκείς Κατώτατους Μισθούς».
Η εν λόγω Οδηγία ήδη από το πρώτο άρθρο θέτει στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δύο σαφείς και κρίσιμους στόχους: την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών, με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, και την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων όπου η κάλυψη από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) είναι χαμηλότερη από το 80%.
Στην Ελλάδα είναι αλήθεια ότι μετά από 12 χρόνια ουσιαστικής κατάργησης της ρυθμιστικής λειτουργίας των Εθνικών Συλλογικών Συμβάσεων και γενικότερης αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε όλα τα επίπεδα, η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί σημαντική κινητοποίηση και αποφασιστικές κινήσεις αλλαγής των κυρίαρχων πολιτικών οργάνωσης του κοινωνικού διαλόγου.
ΕΔΩ ΝΑ ΘΥΜΙΣΟΥΜΕ ότι το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων στην Ελλάδα από ΣΣΕ μετά βίας προσεγγίζει το 30%, με τις περισσότερες από αυτές να έχουν συναφθεί σε απλό επιχειρησιακό επίπεδο.
Επίσης, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές στατιστικές, στην Ελλάδα το 36% των νοικοκυριών αντεπεξέρχεται με μεγάλες δυσκολίες στην κάλυψη των βιοτικών του αναγκών.
Παράλληλα, παρατηρείται το μεγαλύτερο χάσμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταξύ μισθών που δεν επαρκούν να διασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και κερδών των επιχειρήσεων, οι οποίες όχι μόνο διατηρούν σε χαμηλό επίπεδο τις αμοιβές, αλλά συμβάλλουν και στην ένταση των πληθωριστικών πιέσεων με επιπτώσεις στα πλέον αδύναμα στρώματα των μισθωτών νοικοκυριών.
ΜΕ ΒΑΣΗ τα παραπάνω θα θεωρούσε κανείς ότι η ανάγκη για έναν ανανεωμένο και αποτελεσματικό κοινωνικό διάλογο στην Ελλάδα θα αναγνωριζόταν ως απόλυτα επιτακτική και η υποχρέωση ενσωμάτωσης της ευρωπαϊκής οδηγίας θα αποτελούσε μια ιδανική ευκαιρία για αυτόν το σκοπό.
Εδώ να σημειώσουμε ότι η σκοπιμότητα της εν λόγω ευρωπαϊκής οδηγίας δεν σημαίνει αποκλειστικά μια φιλεργατική στροφή των ευρωπαϊκών πολιτικών απασχόλησης.
Σύμφωνα με όλους τους διεθνείς οργανισμούς, από τον ΟΟΣΑ και τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC), οι πάντες πλέον συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι οι ισχυρές συλλογικές διαπραγματεύσεις συνδέονται άμεσα με τη βελτίωση της ποιότητας εργασίας, την αύξηση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της απασχόλησης.
Με άλλα λόγια, το πολιτικό περιεχόμενο της υπό ενσωμάτωση ευρωπαϊκής οδηγίας έχει ξεκάθαρη αναπτυξιακή κατεύθυνση προς την οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις θα έπρεπε να είχαν κινηθεί έτσι κι αλλιώς ήδη εδώ και καιρό.
ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ συμβάσεις, ιδιαίτερα σε κλαδικό και εθνικό επίπεδο, αποτελούν ισχυρά αναπτυξιακά εργαλεία, τα οποία διασφαλίζουν τις συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, συμβάλλουν στη βελτίωση όλων των ποιοτικών παραμέτρων των προσφερόμενων θέσεων εργασίας και διασφαλίζουν μια πιο ορθολογική διασύνδεση μεταξύ παραγωγικότητας και αμοιβών.
ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ δεν μπορεί να συμβεί μέσω αυτοματοποιημένων μαθηματικών μηχανισμών, αλλά μέσω δημόσιου κοινωνικού διαλόγου βασισμένου σε επιχειρήματα και δεδομένα.
Για να λειτουργήσει αναπτυξιακά, ο κοινωνικός διάλογος χρειάζεται να στηρίζεται στη δημιουργία κοινών διαδικασιών διαπραγμάτευσης σε πολλαπλά επίπεδα: κλαδικό, περιφερειακό, ομοιοεπαγγελματικό και εθνικό.
Με τον τρόπο αυτό, οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να συμφωνούν σε όρους που προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες παραγωγικές συνθήκες του κάθε τομέα ή περιοχής, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της χώρας.
Για να είμαστε απόλυτα σαφείς: δεν υπάρχει καμιά ανταγωνιστική ευρωπαϊκή οικονομία που να μην έχει αναπτύξει ισχυρούς μηχανισμούς κοινωνικού διαλόγου και διασφαλισμένη προστασία των εργαζομένων σε ποσοτικό και ποιοτικό επίπεδο από ΣΣΕ.
Σε ό,τι αφορά, δε, την περίπτωση της Ελλάδας, καμιά ανάταξη του κυρίαρχου παραγωγικού προτύπου δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άμεση και αποφασιστική ενδυνάμωση του κοινωνικού διαλόγου και την ενθάρρυνση σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε εθνικό και κλαδικό επίπεδο.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ του υπουργείου Εργασίας
για την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής
οδηγίας για τους αξιοπρεπείς μισθούς
απέχει από την ευρωπαϊκή προβληματική για την παραγωγική ανάπτυξη και την ενίσχυση της μισθωτής εργασίας. Η αναφορά μάλιστα στην υιοθέτηση ενός υποτιθέμενου «γαλλικού
μοντέλου» είναι επιλεκτική και ίσως
παραπειστική.
Αν είναι να ζηλέψουμε κάτι από το
«γαλλικό μοντέλο», ας είναι το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από
Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που
ανέρχεται ήδη σε 94%, 65 μονάδες πάνω από τη δική μας εθνική επίδοση,
ή ακόμη τους ισχυρούς μηχανισμούς
ελέγχου και συμμόρφωσης των επιχειρήσεων στους όρους των Συλλογικών
Συμβάσεων.
Ας μη γελιόμαστε λοιπόν, ο προτεινόμενος αυτόματος μηχανισμός προσδιορισμού του κατώτατου μισθού δεν
εμπνέεται από τις «καλές ευρωπαϊκές πρακτικές». Είναι μάλλον μια ελληνική απόκλιση από το ευρωπαϊκό
κεκτημένο.
ΕΜΠΕΡΙΕΧΕΙ φοβικά στοιχεία απέναντι στους εργαζόμενους και την εργασία, μετατρέποντας τις βασικές κακοδαιμονίες ενός ξεπερασμένου παραγωγικού υποδείγματος σε μαθηματικό τύπο.
Αρκεί να επισημάνουμε ότι, με τον προτεινόμενο «αυτόματο» τρόπο υπολογισμού του κατώτατου μισθού, το χρόνιο πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας λόγω περιορισμένων επενδύσεων παγίων κεφαλαίων και χαμηλών επιδόσεων της πλειονότητας των επιχειρήσεων ως προς την ενσωμάτωση καινοτομιών και την εμβάθυνση κεφαλαίου, αναδεικνύεται σε κύριο μοχλό διατήρησης των χαμηλών αμοιβών.
Με άλλα λόγια, ετοιμαζόμαστε να θεσμοθετήσουμε έναν μηχανισμό που θα «ανταμείβει» με χαμηλό εργασιακό κόστος επιχειρήσεις και παραγωγικούς κλάδους που δεν επενδύουν στην παραγωγική τους αναβάθμιση και συνεχίζουν να βασίζονται σε ένα παραγωγικό πρότυπο «έντασης εργασίας» με χαμηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά των θέσεων απασχόλησης.
Παράλληλα, ο ίδιος μηχανισμός δεν φαίνεται να λαμβάνει μέριμνα για την ανισόρροπη σχέση μεταξύ κερδοφορίας των επιχειρήσεων και ύψους των μισθών.
ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ να είναι το όραμα που μπορεί να εμπνεύσει το νέο εθνικό παραγωγικό υπόδειγμα. Χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλές αμοιβές, ακριβά προϊόντα και συγκυριακές κερδοφορίες. Είμαστε αλήθεια έτοιμοι για ακόμη μια χαμένη ευκαιρία;