Τoυ Στυλιανού Μαγουλά, οικονομολόγου, διαπιστευμένου διαμεσολαβητή από το υπουργείο Δικαιοσύνης, συνεργάτη του Κέντρου Διαμεσολάβησης ΕΒΕΑ και συμβούλου Επιχειρηματικότητας στη Θερμοκοιτίδα Νεοφυών Επιχειρήσεων Αθηνών του ΕΒΕΑ
ΟΙ ΜΕΓAΛΕΣ καθυστερήσεις που σημειώνονται στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι πλέον ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που όχι μόνο κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, αλλά και αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για την προσέλκυση επενδύσεων και την επίτευξη της πολυπόθητης οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Το ζητούμενο για τον πολίτη και τον επιχειρηματία σήμερα είναι η πλήρης, αποτελεσματική και ποιοτική επίλυση των διαφορών του εναντίον τρίτων, με λογικό κόστος και σε εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει απρόσκοπτα τις δραστηριότητές του.
O ΚΛΑΣΙΚΟΣ τρόπος απονομής της δικαιοσύνης όπως τον γνωρίζαμε μέχρι πρότινος, ήτοι προσφυγή των διαδίκων στην τακτική δικαιοσύνη για την επίλυση των διαφορών τους, δεν παράγει πλέον προστιθέμενη αξία για την κοινωνία μας, ιδιαίτερα δε για τις παραγωγικές τάξεις.
Οι οικονομικές συνέπειες για μία οικονομική μονάδα, σε πάγια κόστη και απώλεια εσόδων, από το πάγωμα μίας επένδυσης επ’ αόριστον σε αναμονή έκδοσης οριστικής δικαστικής απόφασης, είναι ανυπολόγιστες.
Η επιχείρηση, καθ’ όλο το διάστημα της εκκρεμοδικίας, υποχρεούται ν’ αναστείλει την επίμαχη δραστηριότητά της και σε ακραίες περιπτώσεις καθυστέρησης, στην προσπάθειά της να περιορίσει ή και να τερματίσει την οικονομική αιμορραγία, εξαναγκάζεται σε ματαίωση της επένδυσης, με πληθώρα ορατών συνεπειών: απώλεια εσόδων και καταγραφή ζημίας, απώλεια ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, απομείωση φήμης και πελατείας και πτώση μεριδίου αγοράς.
Όλα τα προηγούμενα μετουσιώνονται σαφώς σε μείωση κερδοφορίας και σε απώλεια θέσεων εργασίας και οι επιχειρηματίες που βιώνουν τις καθυστερήσεις και το υψηλό κόστος της δικαστικής οδού μπορεί να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ αποτελεσματικότητας στην απονομή της δικαιοσύνης ήλθε να καλύψει ο σχετικά νεοεισαχθείς στο δικαιικό μας σύστημα θεσμός της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αρχικά με τον νόμο 3898/2010, ο οποίος εφαρμόζεται κυρίως σε αστικές και εμπορικές διαφορές, όπως οικογενειακά ζητήματα, μισθώσεις και εμπορικές συμβάσεις. Μεταγενέστερα, με τον νόμο 4640/2019, θεσπίστηκε η υποχρεωτικότητα -ως έναν βαθμό- στην εφαρμογή του θεσμού με την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης (ΥΑΣΔ).
Η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία θεσπίστηκε σε διάφορες δικαιοδοσίες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, με σκοπό να ενισχυθεί η εξωδικαστική επίλυση διαφορών.
Με τη νέα αυτή εξέλιξη στην εφαρμογή του θεσμού, τα μέρη μιας διαφοράς υποχρεούνται να παραστούν τουλάχιστον σε μία αρχική συνεδρία με διαμεσολαβητή πριν προχωρήσουν δικαστικά.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένα να συνεχίσουν με τη διαμεσολάβηση, αλλά η συμμετοχή τους στην πρώτη αυτή συνεδρία είναι απαραίτητη. Αν τα μέρη συμφωνήσουν στη διαμεσολάβηση, η διαδικασία συνεχίζεται εξωδικαστικά.
Αν όχι, έχουν δικαίωμα να συνεχίσουν στο δικαστήριο, έχοντας όμως προηγουμένως διερευνήσει τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης.
ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ τα μέρη επιδιώκουν, συνεπικουρούμενα από τον διαμεσολαβητή, να διερευνήσουν σε βάθος τα αίτια της διαφοράς τους και να επιχειρήσουν να καταλήξουν σε συμφωνία που θα ικανοποιεί στον μέγιστο βαθμό τα συμφέροντά τους.
Ο διαμεσολαβητής είναι ένα τρίτο, ανεξάρτητο, ειδικά εκπαιδευμένο και άρτια καταρτισμένο πρόσωπο, με υψηλά ηθικά πρότυπα, το οποίο λειτουργεί υπό ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες δεοντολογίας και έρχεται σε επικοινωνία με τα μέρη, από κοινού ή/και σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις, έχοντας ως στόχο τη γεφύρωση των διαφορών των μερών και την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ τους.
Η ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ είναι μια εκούσια και άτυπη πλην όμως δομημένη διαδικασία, χαμηλού σχετικά κόστους, χωρίς τοπικούς ή χρονικούς περιορισμούς, με τα μέρη να ελέγχουν πλήρως το αποτέλεσμα.
Λαμβάνει χώρα σε ένα ιδιωτικό διακριτικό περιβάλλον, διαρκεί ελάχιστο χρόνο (24-36 ώρες περίπου) και διέπεται υπό αυστηρό καθεστώς εμπιστευτικότητας.
Ευρίσκεται, δε, σε πλήρη αντιδιαστολή με τη δημόσια, εξαιρετικά χρονοβόρα και κοστοβόρα δικαστική διαδικασία, όπως αναφέραμε παραπάνω, η οποία είναι προσανατολισμένη στην ερμηνεία του γράμματος του νόμου και όχι στην απόδοση ουσιαστικού δικαίου, έχοντας συνήθως απρόβλεπτο αποτέλεσμα για τους διαδίκους, με τους τελευταίους να στερούνται τη δυνατότητα να επηρεάσουν την έκβαση του αποτελέσματος.
ΤΑ ΔΙΑΔΙΚΑ μέρη είναι και παραμένουν εχθροί, τόσο πριν από την έναρξη της δικαστικής διαμάχης όσο κατά τη διάρκειά της, αλλά και μετά το πέρας αυτής, απλά διότι νικητής θα ανακηρυχθεί μόνον ο ένας εκ των δύο στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Από αυτό το σημείο εκτυλίσσεται η ουσιαστική υπεροχή της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού -εξώδικου- τρόπου επίλυσης μιας διένεξης.
Ο έλεγχος των συμφερόντων και των δύο πλευρών και η ικανοποίηση αυτών στον μέγιστο βαθμό, σε συνδυασμό με το πνεύμα συνεργασίας και δημιουργικότητας που καλλιεργείται τεχνηέντως από τον διαμεσολαβητή ανάμεσα στα μέρη, βοηθά στην επίτευξη βιώσιμης συμφωνίας και στην ανακήρυξη αμφoτέρων των μερών ως νικητών στη διαμάχη.
Επιπροσθέτως, διατηρεί ζωντανή τη δυνατότητα συνέχισης της σχέσης, στοιχείο με ιδιαίτερη βαρύτητα για την επιχειρηματική κοινότητα.
ΕΡΕΥΝΕΣ στην Ε.Ε. έχουν δείξει ότι, αν οι διαφορές επιλύονταν σε μεγαλύτερο βαθμό μέσω διαμεσολάβησης, η Ένωση θα εξοικονομούσε δισεκατομμύρια ευρώ σε δικαστικά έξοδα και οι πολίτες θα είχαν περισσότερες διαθέσιμες επιλογές για δίκαιη και ταχεία επίλυση των διαφορών τους.
ΤΕΛΟΣ, η δυνατότητα κήρυξης της επιτευχθείσας συμφωνίας ως εκτελεστού τίτλου που παρέχεται από τον νόμο με την κατάθεση του συμφωνητικού στο αρμόδιο πρωτοδικείο, προσδίδει στον θεσμό το κύρος που απαιτείται ώστε να τύχει της προσοχής που του αξίζει από τις παραγωγικές τάξεις.