Τoυ Γιώργου Βλόντζου, καθηγητή, διευθυντή του Εργαστηρίου Αγροτικής Οικονομίας και Καταναλωτικής Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ πολιτικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο δημιουργούν έντονο προβληματισμό για το μέλλον του διεθνούς εμπορίου αγροτικών προϊόντων και τροφίμων.
Οι πιο σημαντικές χώρες του κόσμου, μετά την παρέλευση αρκετών δεκαετιών και μέσα από σκληρές αντιπαραθέσεις και διαπραγματεύσεις, είχαν καταλήξει σε ένα νέο modus operandi για τα πλέον σημαντικά προϊόντα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, όπως αυτό περιγραφόταν στα αποτελέσματα του γύρου διαπραγματεύσεων της Ουρουγουάης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).
Μέχρι τότε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η παραγωγή και η εμπορία αυτών των προϊόντων θεωρούνταν «εθνική» υπόθεση και συχνά χρησιμοποιούνταν ως ακραίο μέσο διπλωματικής πίεσης, γνωστό ως πόλεμος τροφίμων.
Η τελευταία φορά που ο δυτικός κόσμος το εφάρμοσε ήταν τη δεκαετία του 1980, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Jimmy Carter, επέβαλε εμπάργκο στο εμπόριο δημητριακών με την τότε Σοβιετική Ένωση του Leonid Brezhnev με αφορμή την εισβολή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν. Το εμπάργκο απέτυχε τελείως και ο Carter έχασε τις επόμενες εκλογές.
Δυστυχώς, η ένταση χρήσης των εμπάργκο τροφίμων έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, με τον πρόεδρο Πούτιν να είναι αρνητικός πρωταγωνιστής τόσο στην επιβολή εμπάργκο κρασιών από τη Γεωργία, όταν η χώρα αποφάσισε να στραφεί προς τη Δύση, όσο και το 2014, μετά την εισβολή στην Κριμαία, με την επιβολή εμπάργκο σε σειρά σημαντικών ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων.
Η τελευταία αρνητική εξέλιξη αφορά τις απειλές της Κίνας για επιβολή αυξημένων δασμών ξανά σε ευρωπαϊκά τρόφιμα, ως αντίποινα στην αύξηση δασμών εισαγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ αυτών των εξελίξεων δημιουργεί εύλογο και έντονο προβληματισμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) έπειτα από μια μακρά περίοδο εφαρμογής μέτρων έντονου προστατευτισμού στον πρωτογενή τομέα και μέτρων στρεβλωτικού χαρακτήρα σε επίπεδο διεθνούς εμπορίου (εξαγωγικές επιδοτήσεις), μέσα από διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) εναρμονίστηκε πλήρως με τους κανόνες εμπορίας του ΠΟΕ, δίνοντας χώρο και ευκαιρίες σε πολλές χώρες να διεκδικήσουν μερίδια αγοράς.
Κύριοι ωφελούμενοι αυτής της κατάστασης είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες προσδοκούν αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) από τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων.
Παράλληλα, έχει δοθεί το σήμα σε σειρά αλυσίδων αξίας ευρωπαϊκών προϊόντων να προχωρήσουν σε επενδύσεις βελτιστοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, με στόχο να αυξηθούν τα επίπεδα ασφάλειας τροφίμων, να βελτιωθεί το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα και να διεκδικήσουν αυξημένα μερίδια αγοράς σε διεθνές επίπεδο.
Όταν λοιπόν προκύπτουν, σε παραπάνω από μία περιπτώσεις, εμπορικοί πόλεμοι με αντικείμενο προϊόντα και υπηρεσίες άσχετες με τον πρωτογενή τομέα, τα αντίποινα πάντα σχετίζονται με τον πρωτογενή τομέα.
Δυστυχώς, δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για απλές συμπτώσεις, αλλά για μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται και μάλλον θα επαναλαμβάνεται στο μέλλον, καθιστώντας το εμπόριο τροφίμων πρώτης προτεραιότητας χώρο εφαρμογής αντιποίνων.
Η ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗ αυτή μέτρων και αντίμετρων σε εμπορικούς πολέμους, πέρα από το γεγονός ότι καταστρατηγούν θεμελιώδεις συμφωνίες και πρακτικές που βοήθησαν τα τελευταία χρόνια στο να εξορθολογιστεί το εμπόριο τροφίμων, ναρκοθετούν την περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο χώρος αυτός είναι ήδη πολύ εκτεθειμένος στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες απειλούν ευθέως την ομαλή λειτουργία των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων.
Η περαιτέρω αύξηση του ήδη υψηλού ρίσκου, με το οποίο παραδοσιακά συνδέεται ο πρωτογενής τομέας, πιθανόν να προκαλέσει ανάσχεση υλοποίησης σημαντικών επενδύσεων στον χώρο, επενδύσεις που είναι απολύτως αναγκαίες για την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών που μειώνουν το κόστος παραγωγής και ενισχύουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων.
Αυτή η προοπτική θα έχει ως αποτέλεσμα σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο περαιτέρω αύξηση τιμών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους καταναλωτές.
ΓΙΑ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ, οι εξελίξεις αυτές είναι ακόμη πιο ανησυχητικές, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων που παράγονται σε αυτή σχετίζονται άρρηκτα με το μεσογειακό διατροφικό πρότυπο.
Τα τελευταία χρόνια τα προϊόντα μας έχουν κερδίσει αξιοσημείωτα μερίδια αγοράς σε διεθνές επίπεδο, εξέλιξη που θωρακίζει το αγροτικό εισόδημα και δημιουργεί υπολογίσιμες προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης.
Δεν είναι όμως δυνατό να υλοποιηθούν αυτές οι αναγκαίες επενδύσεις όταν πολύ εύκολα αποφασίζονται μέτρα και αντίμετρα που εμποδίζουν με τεχνητό τρόπο αυτή την αναπτυξιακή προοπτική.
Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να εξηγήσει κάποιος σε έναν παραγωγό έξτρα παρθένου ελαιόλαδου ότι οι εξαγωγές του στην Κίνα απειλούνται εξαιτίας ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ Ε.Ε. και Κίνας για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Δεν είναι δυνατόν τόσο εύκολα να δυναμιτίζεται η ανάπτυξη της υπαίθρου, διαδικασία που ήδη είναι αντιμέτωπη με πολλές δυσκολίες, όντας έτοιμοι να θυσιάσουμε χιλιάδες θέσεις εργασίας που υπάρχουν και συνδέονται με τη γεωργία.
Η έννοια της ισόρροπης ανάπτυξης αποτελεί διαχρονικό στόχο της Ε.Ε., καθώς και η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής.
Πριν από τη λήψη οριστικών αποφάσεων, υπάρχει σημαντική ανάγκη για συμπερίληψη όλων των παραμέτρων (οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών) προκειμένου να μην παγιωθεί, ως πεποίθηση πλέον, η άποψη ότι η γεωργία θα είναι η σύγχρονη «Ιφιγένεια» στο γήπεδο του διεθνούς εμπορίου.