Τoυ Γιώργου Σωτηρόπουλου, δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω, LLM – Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή – Διαπιστευμένου Διαχειριστή Αφερεγγυότητας
Ο ΝΟΜΟΣ για τη Διαμεσολάβηση κυρώθηκε το 2010, με τροποποίησή του το 2019, και στόχευε στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, στην αποφόρτιση των δικαστηρίων και στην εμπέδωση ενός αισθήματος συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Με λίγα λόγια, θα μπορούσε η Διαμεσολάβηση να είναι μια λύση πολιτισμού.
ΈΤΣΙ, ΛΟΙΠΟΝ, θα περίμενε κανείς ότι σύμφωνα με την παραπάνω συλλογιστική τα δικαστήρια, εν έτει 2024, θα ήταν άδεια και ότι οι δικαστές θα ήταν είδος προς εξαφάνιση.
Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι λόγοι γι’ αυτό ποικίλλουν, αλλά εδράζονται, κυρίως, σε αιτίες ψυχολογικές, που επηρεάζουν όμως και τα οικονομικά δεδομένα.
ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, ενώ οι περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η Διαμεσολάβηση είναι αρκετές, όπως ενδεικτικά οι εμπορικές, αστικές και οικογενειακές διαφορές, παρ’ όλα αυτά τόσο οι πολίτες όσο και ο νομικός κόσμος στέκονται επιφυλακτικά απέναντι στον θεσμό, ίσως και φοβικά.
Υπάρχει μια διάχυτη αντίληψη, αρχικά, στους πολίτες ότι η φυσική τους παρουσία ενώπιον ενός δικαστή θα έχει ως αποτέλεσμα την ορθότερη απονομή δικαιοσύνης, γιατί θα έχουν την ευκαιρία να εκθέσουν τις απόψεις τους.
Αυτή η αντίληψη παραλείπει βασικές λειτουργίες. Για παράδειγμα, ότι η παρουσία και μαρτυρία του πολίτη στο δικαστήριο, για να είναι αποδεκτή, προϋποθέτει την προετοιμασία του δικηγόρου με δικόγραφο και την κατάθεσή του στη γραμματεία, την αύξηση των υποθέσεων στο πινάκιο του δικαστηρίου και την αύξηση ωρών εργασίας των γραμματέων.
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ σημασία, όμως, έχει το ότι ο νομικός κόσμος είναι αυτός που στέκεται επιφυλακτικά απέναντι στον θεσμό. Ο λόγος είναι οικονομικός. Οι νομικοί παραστάτες σε μια υπόθεση διαμεσολάβησης αδυνατούν να κατανοήσουν πλήρως τη σημασία του ρόλου τους. Κυρίως, δυσκολεύονται να υπερασπιστούν την παρουσία τους, που τους φαίνεται μόνο διαδικαστική, και άρα να την κοστολογήσουν, όπως της αρμόζει.
Ωστόσο, θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η παρουσία του νομικού παραστάτη στη Διαμεσολάβηση, πρώτον, βοηθά τον ίδιο τον διαμεσολαβητή να επιληφθεί της διαφοράς με νηφαλιότητα. Δηλαδή κατευθύνει και συγκρατεί τον εντολέα του.
Επίσης, η προετοιμασία και το νομικό έργο στη Διαμεσολάβηση είναι λιγότερα σε όγκο, χωρίς να υπολείπονται σε σημασία. Σε όλες τις διαφορές που καλύπτει ο νόμος ενδέχεται να ανακύψουν ζητήματα που μόνο ένας δικηγόρος μπορεί να κατανοήσει.
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ της Διαμεσολάβησης έχει ως σκοπό την ταχύτητα. Η έλλειψη προδικαστικών ενεργειών αποσκοπεί στην επικέντρωση των μερών στην ουσία και στην επίλυση της υπόθεσης.
Και εκεί ακριβώς εδράζεται η παροχή υπηρεσιών του νομικού παραστάτη. Η ταχύτητα στην επίλυση της ουσίας και όχι η διευθέτηση της διαφοράς, που ενδέχεται να μετατοπίζει χρονικά το πρόβλημα, διαιρώντας δύο συμβαλλόμενα μέρη, που θα ήθελαν να συνεργαστούν μελλοντικά με όρους αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
ΓΙΑΤΙ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να έχουμε υπόψη μας ότι η επίλυση της διαφοράς με ένα βιώσιμο και αειφόρο αποτέλεσμα είναι αυτό που, τελικά, επιθυμεί ο πολίτης και όχι οι ατέρμονες και γραφειοκρατικές διαδικασίες, που αφαιρούν την ηρεμία, προσθέτουν άγχος και πολλαπλασιάζουν τα έξοδα.
ΕΝ ΤΕΛΕΙ, η Διαμεσολάβηση είναι η απονομή της Δικαιοσύνης στον μικρόκοσμο των καθημερινών και απλών ανθρώπων, μεταξύ τους, χωρίς να είναι αποξενωμένη, γραφειοκρατική και «καφκική».
Είναι γρήγορη, οικονομική, ασφαλής. Το αποτέλεσμα του έργου της είναι αμοιβαία αποδεκτό και αποτελεί παρακαταθήκη για το μέλλον.
Όπως λέει και ο στίχος, «Και να, αδερφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήρεμα, ήρεμα και απλά».