Του καθηγητή Γιάννη Μανιάτη, ευρωβουλευτή, αντιπροέδρου των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D)
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ χάλυβα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Πράσινη Μετάβαση.
H ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα, με ετήσιο κύκλο εργασιών 191 δισ. ευρώ, 2,6 εκατ. άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, 500 παραγωγικές μονάδες σε 22 κράτη-μέλη και συνολική συνεισφορά 152 δισ. ευρώ στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ), αποτελεί τον πυλώνα για την ανάπτυξη βιώσιμων τεχνολογιών.
Ο χάλυβας είναι απαραίτητος για την κατασκευή υποδομών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, όπως ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά συστήματα, αλλά και για τη βιομηχανία, την αυτοκινητοβιομηχανία, τον κατασκευαστικό τομέα, την άμυνα, αλλά και τον εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας, απαραίτητο για την πράσινη μετάβαση.
Η σημασία του κλάδου αναδείχθηκε πρόσφατα μέσα από σχετική συζήτηση στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες τονίσαμε την ανάγκη λήψης μέτρων στήριξης του κλάδου, στη δύσκολη πορεία του προς την πράσινη μετάβαση.
ΟΜΩΣ, η ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις. Η συνεχιζόμενη κρίση που ξεκίνησε το 2008, η παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, τα αυξημένα κόστη ενέργειας και η μείωση της ζήτησης στην Ε.Ε. δημιουργούν ασφυκτικές πιέσεις στη βιομηχανία.
Από την οικονομική κρίση του 2008, η παραγωγή χάλυβα στην Ευρώπη έχει υποχωρήσει δραματικά, καθώς μειώθηκε πάνω από 30%, φτάνοντας τους 126 εκατομμύρια τόνους το 2023.
Η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και, πιο πρόσφατα, ο πόλεμος στην Ουκρανία επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάσταση.
Το υψηλό κόστος ενέργειας στην Ευρώπη, ειδικά για τον ηλεκτρισμό, αποτελεί σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε σχέση με χώρες όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η μειωμένη ζήτηση στην Ε.Ε. προσθέτει επιπλέον δυσκολίες.
Ο φθηνός χάλυβας που προσφέρει η Κίνα πλημμυρίζει την αγορά, πολλές φορές κάτω από το κόστος παραγωγής, οδηγώντας σε μείωση των τιμών και σε ανισότητες στον ανταγωνισμό.
Η παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, ιδίως από την Κίνα, αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες της κρίσης, καθώς δημιουργεί τεράστιες πιέσεις στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η ΕΥΡΩΠΗ, ενώ μέχρι πρότινος ήταν γνωστή για καθαρή εξαγωγή χάλυβα, τώρα πλέον σχεδόν μόνο εισάγει χάλυβα από τρίτες χώρες, καθώς οι εισαγωγές χάλυβα στην Ευρώπη, κυρίως από την Κίνα, έχουν σημειώσει αύξηση από 22% σε 45%.
Η Ευρώπη έχει ήδη σημειώσει σημαντική μείωση της παραγωγικής ικανότητας από το 2008, με απώλεια πάνω από 90.000 θέσεων εργασίας.
Πολλές εγκαταστάσεις, όπως υψικάμινοι στην Πολωνία και την Ισπανία, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο παύσης λειτουργίας και χιλιάδες επιπλέον θέσεις εργασίας απειλούνται.
Η συνθήκη αυτή, σε συνδυασμό με την ανάγκη για επενδύσεις σε πιο πράσινες τεχνολογίες, απαιτεί άμεση δράση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη.
ΟΙ ΕΝΕΡΓΟΒΟΡΕΣ βιομηχανίες, όπως η χαλυβουργία, πλήττονται ιδιαίτερα από το αυξανόμενο κόστος ενέργειας στην Ευρώπη.
Με τον σχεδιασμό πράσινων έργων χάλυβα για το 2030, οι ανάγκες σε ενέργεια θα αυξηθούν σημαντικά, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για αντιμετώπιση των ανισοτήτων κόστους ενέργειας με άλλες χώρες.
Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας λόγω αυτών των υψηλών δαπανών θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας χάλυβα, η οποία πρέπει να επενδύσει σε πιο βιώσιμες τεχνολογίες, όπως οι ηλεκτρικοί κλίβανοι αψίδας.
Παρά τις προσπάθειες για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη, η παγκόσμια παραγωγική ικανότητα χάλυβα συνεχίζει να αυξάνεται, ειδικά σε χώρες που χρησιμοποιούν συμβατικές τεχνολογίες υψικαμίνων, με αποτέλεσμα την υπονόμευση των ευρωπαϊκών προσπαθειών για την επίτευξη των στόχων του Green Deal.
Έφτασε, μάλιστα, τους 551 εκατομμύρια τόνους το 2023, ποσότητα τετραπλάσια της ετήσιας παραγωγής χάλυβα της Ε.Ε., και συνεχίζει να αυξάνεται.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, έως το 2026 αναμένεται να προστεθούν επιπλέον 157 εκατομμύρια τόνοι, κυρίως με υψηλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα.
Η παγκόσμια υπερπροσφορά χάλυβα, λοιπόν, απειλεί να ακυρώσει τις προσπάθειες της Ευρώπης για τη μείωση των εκπομπών και την επίτευξη των κλιματικών της στόχων.
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΤΕΙ το μέλλον της ευρωπαϊκής βιομηχανίας χάλυβα, απαιτούνται αποφασιστικές πολιτικές. Η εφαρμογή αυστηρότερων μέσων εμπορικής άμυνας (ΜΕΑ) θα μπορούσε να είναι μια από τις λύσεις για την αντιμετώπιση των αθέμιτων πρακτικών και της παράκαμψης κανονισμών.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο βασικά μέσα εμπορικής άμυνας, αφενός τα αντιντάμπινγκ μέτρα (anti-dumping measures), για τη διακοπή εξαγωγών κάτω του εγχώριου κόστους, και αφετέρου τα συστήματα προστασίας (safeguards systems) των επιχειρήσεων με την επιβολή δασμών, τα οποία όμως ενέχουν περιορισμούς και απαιτούν χρόνο για να εφαρμοστούν.
Γι’ αυτό και γενικά προτείνεται η εισαγωγή αυστηρότερων συστημάτων ελέγχου και πιθανή επιβολή δασμών σε χώρες που δεν σέβονται τα πρότυπα παραγωγής και τα κοινωνικά πρότυπα.
ΣΕ ΚΑΘΕ περίπτωση, η επιβολή μέτρων εμπορικής άμυνας απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και ως εκ τούτου αρκετά πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν πριν, αλλά και παράλληλα με αυτά.
Δεδομένου ότι οι βιομηχανικές στρατηγικές σήμερα των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων της Ε.Ε. (ΗΠΑ, Κίνα) συνδυάζουν πολλαπλές πολιτικές, από δημοσιονομικές πολιτικές για την ενθάρρυνση της εγχώριας παραγωγής ως εμπορικές πολιτικές για την τιμωρία της αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς και εξωτερικές οικονομικές πολιτικές για τη διασφάλιση των αλυσίδων εφοδιασμού, η Ε.Ε. θα πρέπει να αναζητήσει ένα σύνθετο καλάθι λύσεων.
Σίγουρα η βραδύτητα με την οποία λαμβάνει αποφάσεις η Ε.Ε. δεν προοιωνίζεται άμεσα θετικά αποτελέσματα.
Παρ’ όλα αυτά, το πολυαναμενόμενο Clean Industrial Deal της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτελεί μια ευκαιρία σημαντικής βελτίωσης της θέσης της βιομηχανίας χάλυβα στην Ε.Ε.
ΑΥΤΟ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να περιλαμβάνει μια σειρά μέτρων, όπως η ταχύτερη διείσδυση των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας των βιομηχανιών, η εξασφάλιση δημόσιας χρηματοδότησης, όταν η αγορά αδυνατεί να το πράξει, η μείωση του κινδύνου των ιδιωτικών επενδύσεων και η προώθηση της υλοποίησης νέων χρήσιμων για τη βιομηχανία τεχνολογιών και καυσίμων, όπως το CCS και το υδρογόνο αντίστοιχα.
Χρειάζεται, επίσης, μια διαρθρωτική λύση για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, ενώ τα τρέχοντα μέτρα διασφάλισης εισαγωγών πρέπει να αντικατασταθούν από ένα πιο ισχυρό καθεστώς δασμολόγησης.
Η βελτίωση του Μηχανισμού Προσαρμογής Συνόρων Άνθρακα (CBAM) θα αποτρέψει την παράκαμψη, την ανακατανομή πόρων και την αποβιομηχάνιση των τομέων που εξαρτώνται από τον χάλυβα, διατηρώντας ταυτόχρονα τις εξαγωγές της Ε.Ε.
Μια από τις σημαντικότερες προτάσεις είναι η μείωση του κόστους ενέργειας για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες που είναι εκτεθειμένες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Η θέσπιση πράσινων αγορών για την τόνωση της ζήτησης για τον πράσινο χάλυβα (με μειωμένο αποτύπωμα άνθρακα) που παράγεται στην Ευρώπη θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει τη ζήτηση για προϊόντα που παράγονται με βιώσιμο τρόπο.
Η ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ πρόσβασης σε πρώτες ύλες και η διατήρηση αποθεμάτων χάλυβα εντός της Ε.Ε. είναι εξίσου κρίσιμα ζητήματα.
Παράλληλα, η παροχή οικονομικής στήριξης για τη μετάβαση της βιομηχανίας και η διασφάλιση ποιοτικών θέσεων εργασίας στην Ευρώπη είναι απαραίτητες για μια δίκαιη και βιώσιμη μετάβαση.
Οι χαλυβουργίες αντιμετωπίζουν δύσκολες συνθήκες, με χιλιάδες θέσεις εργασίας να κινδυνεύουν. Η βιομηχανία χρειάζεται άμεση δράση για να προστατευτούν οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας και να αποτραπούν οι μετακινήσεις των επιχειρήσεων.
Το ζήτημα, μάλιστα, δεν είναι μόνο η διατήρηση των θέσεων εργασίας, αλλά και η δίκαιη μεταχείριση των εργαζομένων.
Χωρίς επαρκή μέτρα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την προστασία των θέσεων εργασίας, η ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα κινδυνεύει να βρεθεί σε ακόμη πιο δύσκολη θέση, με σοβαρές συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία και τους κλιματικούς της στόχους.