Τoυ Χάρη Γκίνου, αντιπροέδρου Διεθνούς Ένωσης Διερμηνέων Συνεδρίων (AIIC), διερμηνέα συνεδρίων Ε.Ε.
ΞΕΚΙΝΗΣΕ ήδη ο νέος πενταετής κύκλος διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του μοναδικού στον κόσμο διεθνούς οργανισμού στον οποίον τα ελληνικά είναι επίσημη γλώσσα. Η Ε.Ε. προστατεύει την πολυγλωσσία, την οποία θυμόμαστε κάθε 26 Σεπτεμβρίου, Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών.
Εμείς φροντίζουμε τα ελληνικά, τα οποία θυμόμαστε κάθε 9 Φεβρουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας.
Τι γίνεται όμως μεταξύ των δύο αυτών συμβολικών ημερομηνιών; Μιλάει κανείς ελληνικά στις Βρυξέλλες, στο Στρασβούργο, στο Λουξεμβούργο; Γιατί έχει μεγάλη σημασία να ακούγονται τα ελληνικά στα διεθνή φόρα;
ΠΡΙΝ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ στο ερώτημα, μερικές σκέψεις για το θέμα και τις πολλαπλές διαστάσεις του: Η χρήση της εθνικής γλώσσας αποπνέει αυτοπεποίθηση και περιβάλλει με κύρος την ίδια τη χώρα.
Πολύ περισσότερο στην περίπτωση των ελληνικών που είναι μία από τις ελάχιστες γλώσσες (το είχατε σκεφτεί;) που έχουν το προνόμιο να ομιλούνται σε δύο κράτη μέλη της Ε.Ε. (οι άλλες είναι τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά).
Κάθε φορά που ακούγονται τα ελληνικά, η χώρα γίνεται πιο επιδραστική.
Η ΧΡΗΣΗ των ελληνικών στην Ε.Ε. έχει και μια άλλη πτυχή που δεν έχει αποτιμηθεί: η ζήτηση για ελληνικά αυξάνει τη ζήτηση γλωσσομαθών διαφόρων ειδικοτήτων (νομικών, μηχανικών, οικονομολόγων) με γνώση της ελληνικής, όπως και διερμηνέων και μεταφραστών.
Γάλλοι, Γερμανοί, αλλά και Μαλτέζοι και Φινλανδοί μαθαίνουν ελληνικά, αναζητούν σχολές ελληνικών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, επενδύουν σε διαδικτυακά μαθήματα. Αγοράζουν ελληνικά λεξικά. Συχνά επιλέγουν ελληνικές σπουδές σε ξένα πανεπιστήμια.
ΟΙ ΞΕΝΟΙ ελληνομαθείς διαβάζουν Έλληνες συγγραφείς και ποιητές, αλλά και τις μεταφράσεις των έργων τους. Βλέπουν ελληνικό κινηματογράφο και ακούν ελληνική μουσική. Εντρυφούν σε ελληνικές εφημερίδες και ιστοτόπους, επισκέπτονται ελληνικά βιβλιοπωλεία στο εξωτερικό. H επίπτωση αυτών των δραστηριοτήτων στην οικονομία δεν έχει μετρηθεί, είναι όμως πιθανό ότι η σχετική αποτίμηση θα μας εκπλήξει ευχάριστα.
ΤΡΙΤΗ διάσταση: ο δεσμός που καλλιεργείται με μια χώρα μέσω της γλώσσας είναι δεσμός ισχυρός. Ο «εμβολιασμένος» με την ελληνική γλώσσα φορέας γίνεται πρεσβευτής της χώρας και των συμφερόντων της όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Αξία ανεκτίμητη.
ΤΕΤΑΡΤΗ πτυχή που πολλοί αγνοούν: η χρήση των ελληνικών συμβάλλει στην παραγωγή και εξέλιξη της ορολογίας στις επιστήμες και την οικονομία.
Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο Tractatus Logico-Philosophicus για να θυμηθούμε ότι «τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου». Η βάσανος της απόδοσης όρων και εννοιών στα ελληνικά είναι εξ ορισμού προσπάθεια συλλογική, όπως θυμούνται όσοι έζησαν το, ανενεργό πλέον, Ελληνικό Δίκτυο Ορολογίας. Μιλάμε ελληνικά για να μην προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα μέσω ξένης γλώσσας.
Η γλώσσα είναι επίσης συχνά κρίσιμης σημασίας σε διαπραγματεύσεις και συνεντεύξεις Τύπου. Γιατί να αφήσει ένας Έλληνας πολιτικός το πλεονέκτημα στον φυσικό ομιλητή των, για παράδειγμα, γερμανικών; Γιατί να «παίξεις μπάλα» στο γήπεδο του αντιπάλου όταν μπορείς να εκφράσεις επιχειρήματα με αρτιότητα στη μητρική σου γλώσσα;
Θυμάμαι ξένο πολιτικό που έλεγε «δεν στέλνουμε στις Βρυξέλλες αυτούς που ξέρουν αγγλικά, παρά αυτούς που γνωρίζουν τα θέματα και θα προστατεύσουν τα συμφέροντα της χώρας μου πιο αποτελεσματικά».
ΠΟΘΕΝ λοιπόν ο γενικευμένος γλωσσικός μιμητισμός που έχει ως αποτέλεσμα τα ελληνικά (και άλλες γλώσσες) να ακούγονται πλέον σπάνια, τόσο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και στα άλλα θεσμικά όργανα της Ε.Ε.;
Μέρος της απάντησης είναι ότι η επικράτηση των αγγλικών δεν είναι τόσο αποτέλεσμα «γλωσσικού εκφοβισμού» εκ μέρους κρατών μελών, διοικητικών υπηρεσιών ή και ομοτίμων, όσο αποτέλεσμα παραγνώρισης της σημασίας του θέματος εκ μέρους της πολιτείας.
ΣΕ ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΟΛΗ, ένα εξαιρετικό (επι)θετικό παράδειγμα εθνικής γλωσσικής πολιτικής και εξωστρέφειας είναι η Γαλλία, με «διαμάντι του στέμματος» τον Διεθνή Οργανισμό Γαλλοφωνίας – έτος ίδρυσης 1970.
Υποστηρίζω ότι η Ελλάδα, μια μικρή χώρα με (πολύ) μεγάλη γλώσσα, έπρεπε να είχε ιδρύσει Διεθνή Οργανισμό Ελληνοφωνίας ήδη από το 1830.
ΟΙ ΑΝΩΤΕΡΩ σκέψεις κατατείνουν στα προφανή: Η γνώση ξένων γλωσσών από τους Έλληνες εκπροσώπους στα διεθνή φόρα έχει φυσικά τεράστια αξία.
Δυο κουβέντες στο περιθώριο μιας Συνόδου Κορυφής στη γλώσσα του ξένου ομολόγου μπορούν να ανατρέψουν την ισορροπία δυνάμεων και να επηρεάσουν το αποτέλεσμα.
Η συστηματική όμως χρήση των ελληνικών ως γλώσσας εργασίας στις επίσημες συνεδριάσεις, σε διεθνή συνέδρια, σε λεπτές διαπραγματεύσεις, είναι διαφορετική υπόθεση.
Τα ελληνικά είναι περιουσιακό στοιχείο με οικουμενική αναγνώριση, το οποίο πρέπει να αξιοποιήσουμε για τους σκοπούς της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και την ανάπτυξη της οικονομίας – σήμερα, όχι αύριο.