Skip to main content

Σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας ο ξενοδοχειακός κλάδος

Ο κλάδος των ξενοδοχείων, πέραν του αυστηρού πλαισίου προδιαγραφών, καλείται να αντιμετωπίσει και ένα σύνθετο και διαρκώς αυξανόμενο μίγμα οικονομικών βαρών

Τoυ Δρ. Κωνσταντίνου Μαρινάκου, αναπληρωτή καθηγητή Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, προέδρου του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου και αντιπροέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων

ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ όπου ο κλάδος της φιλοξενίας αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις, η αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων θα έπρεπε να αποτελεί βασικό μέλημα.

Αυτή η αύξηση των δαπανών δεν είναι ένα μεμονωμένο ζήτημα, αλλά μάλλον μια συρροή διαφόρων οικονομικών παραγόντων. Καθώς αυτά τα κόστη συνεχίζουν να αυξάνονται, η κατανόηση της προέλευσης και των συνεπειών τους καθίσταται επιτακτική για οποιονδήποτε δραστηριοποιείται σε αυτόν τον κλάδο.

Από τις πληθωριστικές πιέσεις και τις προσαυξήσεις σε τέλη και φόρους, έως την εξελισσόμενη καταναλωτική ζήτηση, κάθε στοιχείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του σημερινού οικονομικού τοπίου των ξενοδοχείων και της ανταγωνιστικότητάς τους.

Οι αιτίες αύξησης του κόστους των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων είναι πολλαπλές, με βαθιές επιπτώσεις στην κερδοφορία του κλάδου, στην ποιότητα των υπηρεσιών και τη συνολική δυναμική της τουριστικής αγοράς.

ΠΛΗΘΩΡΙΣΤΙΚΕΣ πιέσεις: Ο πληθωρισμός επηρεάζει τον κλάδο της φιλοξενίας με διάφορους τρόπους, εφόσον το αυξανόμενο κόστος των αγαθών και των υπηρεσιών σημαίνει ότι τα πάντα, από τις προμήθειες τροφίμων μέχρι τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας, γίνονται πιο ακριβά.

Αυτή η αύξηση επηρεάζει τα κέρδη, καθώς τα ξενοδοχεία καλούνται να ξοδέψουν περισσότερα για να διατηρήσουν το  ίδιο επίπεδο ποιότητας υπηρεσιών.

ΑΥΞΗΜΕΝΗ ζήτηση για premium υπηρεσίες: οι σημερινοί καταναλωτές είναι πιο απαιτητικοί και συχνά αναζητούν υψηλής ποιότητας, εξατομικευμένες εμπειρίες.

Αυτή η ζήτηση για υπηρεσίες υψηλής ποιότητας απαιτεί πρόσθετους πόρους, εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και συχνά πιο εξελιγμένες υποδομές.

ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ προσωπικού και αυξήσεις μισθών: Ο κλάδος της φιλοξενίας είναι εντάσεως εργασίας και οι πρόσφατες τάσεις δείχνουν σημαντική έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.

Κατ’ επέκταση, για να προσελκύσουν και να διατηρήσουν προσωπικό, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις συχνά αναγκάζονται να προσφέρουν υψηλότερους μισθούς, αυξάνοντας περαιτέρω το λειτουργικό τους κόστος.

ΚΟΣΤΟΣ ενέργειας: Τα ξενοδοχεία για την παροχή υψηλών υπηρεσιών καταναλώνουν υψηλές ποσότητες ενέργειας, που διογκώνουν σημαντικά τα λειτουργικά τους έξοδα.

Ρυθμιστικό κόστος και κόστος συμμόρφωσης: η συμμόρφωση με τους κανονισμούς για την υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον (διά νόμου) απαιτεί συχνά μεγάλες επενδύσεις.

Επενδύσεις τεχνολογίας: Για να παραμείνουν οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ανταγωνιστικές πρέπει να επενδύουν συνεχώς στην τεχνολογία. Ωστόσο, το αρχικό κόστος της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογικών συστημάτων είναι αρκετά υψηλό.

Πρόσθετα τέλη και φόροι: Οι πρόσφατες ασύμμετρα και μη εξορθολογισμένες αυξήσεις στο τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή και στο τέλος παρεπιδημούντων οφείλουν να λάβουν υπόψη τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων στις πόλεις και στους προορισμούς.

ΚΑΘΕΝΑΣ από τους ανωτέρω παράγοντες συμβάλλει στην αύξηση του λειτουργικού κόστους στον κλάδο της φιλοξενίας, θέτοντας σημαντικές προκλήσεις για τις επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να διατηρηθούν και να διατηρήσουν ένα επίπεδο υψηλής ανταγωνιστικότητας παρέχοντας υπηρεσίες υψηλής ποιότητας.

Το αυξανόμενο αυτό κόστος στον κλάδο της φιλοξενίας έχει ένα κυματοειδές αποτέλεσμα, επηρεάζοντας διάφορες πτυχές των επιχειρηματικών λειτουργιών και τη συνολική δυναμική του κλάδου, όπως:

  • Μικρότερα περιθώρια κέρδους.
  • Πιέσεις τιμολόγησης.
  • Επιπτώσεις στο ηθικό και την εναλλαγή των εργαζομένων.
  • Μειωμένη ικανότητα επένδυσης και καινοτομίας.
  • Μετατόπιση στη δυναμική της αγοράς.

Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ αυτών των παραγόντων είναι απαραίτητη τόσο από πλευράς πολιτείας όσο και από πλευράς φορέων του κλάδου, ώστε να προσανατολιστούν και να αναπτύξουν αποτελεσματικές στρατηγικές και πολιτικές.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, ο κλάδος των ξενοδοχείων, πέραν του αυστηρού πλαισίου τεχνικών προδιαγραφών, υγιεινής και ασφάλειας που τηρεί βάσει της προβλεπόμενης νομοθεσίας -με σημαντικό κόστος επενδύσεων στον τομέα αυτό- και των ρυθμισμένων, εδώ και δεκαετίες, εργασιακών σχέσεων διασφαλίζοντας συνθήκες εργασιακής ειρήνης στη χώρα μας, καλείται επιπρόσθετα να αντιμετωπίσει και ένα πρωτοφανές, σύνθετο και διαρκώς αυξανόμενο μίγμα οικονομικών βαρών, δυσανάλογο μάλιστα με αντίστοιχα βάρη παράλληλων δραστηριοτήτων στον χώρο της φιλοξενίας, όπως αυτών της βραχυχρόνιας μίσθωσης.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, η βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα ως οικονομική επιχειρηματική δραστηριότητα αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό από όλους τους άλλους κλάδους της οικονομίας, καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 25% ετησίως τα τελευταία 5 χρόνια, με αποτέλεσμα στους περισσότερους δυναμικούς προορισμούς οι κλίνες που διατίθενται μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης να έχουν ξεπεράσει κατά πολύ αυτές των ξενοδοχείων.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ, σε σχετική μελέτη της Grant Thornton, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, επισημαίνεται ότι, σε πανελλαδικό επίπεδο, από το 2019 έως το 2023 οι κλίνες της οικονομίας διαμοιρασμού αυξήθηκαν κατά 100%, φτάνοντας τις 857,7 χιλιάδες, ενώ κατά την ίδια περίοδο οι ξενοδοχειακές κλίνες ανέρχονται σε 886,1 χιλιάδες, έχοντας αυξηθεί μόλις κατά 3,5%.

Τα ανωτέρω συγκριτικά στοιχεία για την αύξηση των κλινών μεταξύ ξενοδοχείων και βραχυχρόνιας μίσθωσης σε πολλούς προορισμούς της χώρας καταδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο τη νέα πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στην κλάδο της φιλοξενίας, με μια ανεξέλεγκτη επέκταση της δραστηριότητας των βραχυχρόνιων μισθώσεων, με ρυθμούς ανάπτυξης σε ετήσια βάση σχεδόν δεκαπλάσιους από εκείνους των ξενοδοχείων κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επιβάρυνση των υποδομών, σε ποιότητα ζωής κατοίκων και επισκεπτών, σε στεγαστικό πρόβλημα και σε αύξηση των μισθωτικών αξιών ακινήτων για κύρια κατοικία.

ΑΚΟΜΗ και τα πρόσφατα -κατά βάση περιοριστικού και προσωρινού χαρακτήρα- «μέτρα» που ανακοινώθηκαν εκ μέρους της κυβέρνησης για τη συγκράτηση του φαινομένου, δείχνουν παντελώς αδύναμα να αντιμετωπίσουν την ανεξέλεγκτη πορεία της βραχυχρόνιας μίσθωσης, με τις όποιες ολέθριες κοινωνικοοικονομικές προεκτάσεις, καθώς το όφελος που απορρέει για τους ιδιοκτήτες ακινήτων από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις έναντι των μακροχρόνιων είναι πολλαπλάσιο.

Και όσο οι ρυθμοί επέκτασης της βραχυχρόνιας μίσθωσης θα αυξάνονται, τόσο θα μειώνεται (για λόγους μικροπολιτικής οπτικής) η πραγματική βούληση της κυβέρνησης να κάνει τις τομές που πρέπει για να επέλθει μια ισορροπία στην αγορά των καταλυμάτων με όρους ισονομίας απέναντι στον ξενοδοχειακό κλάδο και τη βραχυχρόνια μίσθωση.

ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑ τέτοιο κλίμα οι θέσεις των συλλογικών οργάνων του κλάδου της φιλοξενίας είναι κάθετες: η πολιτεία οφείλει να θεσπίσει μέτρα ελέγχου της αγοράς απέναντι στην ανεξέλεγκτη και άνευ ρυθμιστικού πλαισίου επέκταση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ώστε να μετριαστεί ο κοινωνικός, οικονομικός και περιβαλλοντικός αντίκτυπος και να μην κινδυνεύσει από συρρίκνωση ένας κλάδος με υψηλό πολλαπλασιαστή και με τεράστια συμβολή στο ΑΕΠ, στο εισόδημα και την απασχόληση.

Οφείλει η πολιτεία να θεσπίσει άμεσα λειτουργικές προδιαγραφές και προδιαγραφές ασφαλείας, αλλά και ένα εργαλείο ελέγχου τήρησης του πλαισίου αυτού, ώστε η εν λόγω δραστηριότητα να αναπτύσσεται προς όφελος του κλάδου συνολικά.