Τoυ Νίκου Παναγιωτόπουλου, καθηγητή Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΠΑΡΟΤΙ που δεν έχουμε αδυναμία στις προφητικές τοποθετήσεις ούτε στην υπέρβαση των ορίων της αρμοδιότητάς μας, δεν θα είχαμε αποφασίσει να δημιουργήσουμε τη δημόσια εικαστικο-επιστημονική μας παρέμβαση στην πλατεία Κοτζιά αν δεν αισθανόμασταν ότι ήμασταν αναγκασμένοι να το κάνουμε από ένα είδος θεμιτής οργής, που προσομοιάζει με μια αίσθηση ευθύνης.
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, αποφασίσαμε να υλοποιήσουμε αυτό το εικαστικό-επιστημονικό έργο για να πούμε δυνατά, και μαζί με μας όσοι συμφωνούν, ότι κατανοούμε τη σοβαρότητα του φαινομένου της απομάγευσης των πολιτών από την πολιτική, πως συμμεριζόμαστε την απελπισία και ταυτόχρονα τις ελπίδες οι οποίες εκφράζονται μέσα από αυτό το φαινόμενο, για να δηλώσουμε ότι καταλαβαίνουμε με το παραπάνω όσους δεν το καταλαβαίνουν και ανακαλύπτουν έκπληκτοι σε κάθε πλέον εκλογική διαδικασία το όλο και μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στη μυωπική ορθολογική διαχείριση του κόσμου που μας κυβερνά και στη βαθιά επιθυμία των πολιτών· για να θυμίσουμε πως η σημερινή αντίθεση ανάμεσα στον μακροσκοπικό τρόπο θεώρησης από μέρους μιας αυτο-ανακηρυσσόμενης πεφωτισμένης «ελίτ» και στις «άμυαλες» παρορμήσεις του λαού αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της αντιδραστικής σκέψης σε όλες τις εποχές, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη.
ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΜΕ δημόσια με αυτή την εικαστικο-επιστημονική δράση για να σηματοδοτήσουμε την ανάγκη της ακύρωσης της σημερινής κυρίαρχης πολιτικής των κρατικών ευγενών, η οποία προωθεί τη μετατροπή του πολίτη σε καταναλωτή, σε αυτό το εμπορικό υποκατάστατο του πολίτη, το οποίο δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί αν δεν είχε μετατραπεί η κοινωφέλεια σε ιδιωφέλεια και η δημόσια υπόθεση της Δημοκρατίας σε υπόθεση μόνο των επαγγελματιών της πολιτικής· για να καταστήσουμε ορατό και αναγνωρίσιμο το γεγονός πως αυτό που διακυβεύεται σήμερα είναι η επανάκτηση της δημοκρατίας ενάντια στην τεχνοκρατία, πως είναι καιρός να επιστρέψει ο πολίτης στο κέντρο της πολιτικής ζωής· για να υπερασπιστούμε τη θέση πως όλα αυτά για να έχουν πιθανότητες να γίνουν πράξη θα πρέπει να αναμετρηθούμε με αυτή την πολιτική στο έδαφος της επιστήμης, να αντιπαραθέσουμε στην αφηρημένη και αναπηρική γνώση που θεμελιώνει τη σημερινή κυρίαρχη άποψη για την άσκηση της πολιτικής, μια γνώση η οποία θα σέβεται περισσότερο τους ανθρώπους και τις πραγματικές καταστάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι.
ΚΑΙ Η ΕΠΙΛΟΓΗ του δημόσιου χώρου για να διενεργήσουμε τη δράση μας, ο τρόπος της διάδρασης που επιλέξαμε μεταξύ της εικαστικής μας εγκατάστασης και του κοινού επιδιώκει να αναδείξει την απολύτως επείγουσα ανάγκη να βρεθούν τα υλικά, οικονομικά και, κυρίως, οργανωτικά μέσα για να ενθαρρύνουμε όλους τους αρμόδιους επιστήμονες να ενώσουν τις δυνάμεις τους και τις προσπάθειές τους με εκείνες των ενεργών πολιτών, προκειμένου να επεξεργαστούν συλλογικά μια σειρά από αναλύσεις και προτάσεις με στόχο τη δημιουργία και τον πολλαπλασιασμό νέων μορφών Αγορών του Δήμου.
Χώροι οι οποίοι με την απαραίτητη συνδρομή καλλιτεχνών, συγγραφέων και άλλων αρμόδιων πολιτισμικών παραγωγών θα τείνουν να μετατραπούν σε τόπους διάχυσης εργαλείων κατανόησης του κόσμου, παραγωγής πολιτικής φαντασίας και υπεράσπισης της διεύρυνσης της αμεσοδημοκρατίας.
ΥΠΑΡΧΕΙ μία ακόμα διάσταση σε αυτή την ευτυχή συνεργασία μου με τον εικαστικό Γιώργο Δρίβα. Η διάσταση της ίδιας της συνεργασίας μεταξύ δύο διανοούμενων με στόχο να παρέμβουν δημόσια στο όνομα των αξιών των χώρων τους. Στη χώρα μας εδώ και πολύ καιρό κυριαρχεί η ιδεολογία του τέλους των διανοουμένων. Όταν χρησιμοποιείται η λέξη διανοούμενος είναι σχεδόν πάντα για να χαρακτηριστεί κάτι υποτιμητικά. Η σημερινή ελληνική εκδοχή του αντι διανοουμενισμού έχει, μεταξύ άλλων, ως αρχή τη μνησικακία, συνδεδεμένη με τη συλλογική παρακμή ή/και με την ατομική έκπτωση, είτε στο κοινωνικό πεδίο, με την παρακμάζουσα μεσο-μικροαστική τάξη, είτε στους καλλιτεχνικούς, λογοτεχνικούς και επιστημονικούς μικρόκοσμους, όπου ο κοινωνικός ξεπεσμός και η παραίτηση αποτελούν μία
επιπλέον μάστιγα.
Το χειρότερο είδος αντι-διανοουμενισμού, διανοητικό ή μη, βρίσκει, βέβαια, αναρίθμητα ερείσματα στις άνομες πρακτικές των διανοουμένων, οι οποίες ευνοούνται από την παρακμή της αυτονομίας τους εξαιτίας της ηγεμονίας των επιταγών της αγοράς πάνω στον τρόπο (ανα)παραγωγής, διάχυσης και λειτουργίας του έργου τους.
ΣΕ ΕΝΑ τέτοιο πνευματικό κλίμα που απονομιμοποιεί τους διανοούμενους είναι κατανοητό ότι, δεδομένου οι άνθρωποι έχουν την τάση να αρνούνται να δράσουν κάτω από ένα ορισμένο κατώφλι ευκαιριών επιτυχίας, οι Έλληνες διανοούμενοι τείνουν να υποβαθμίσουν την εκτίμηση των ευκαιριών να κάνουν πράγματα και να τα πετύχουν, και αυτό συμβάλλει στη διευκόλυνση μορφών αυτολογοκρισίας ή ακόμα χειρότερα στο συναίσθημα της αποηθικοποίησης και της αποκινητοποίησης.
ΜΕΣΑ σε ένα τέτοιο συγκείμενο, η συνεργασία μας αυτή θα ήθελε να υπερασπίσει τη θέση πως δεν έχουν χαθεί όλα για τους διανοούμενους.
Σήμερα, κυρίως χάρη στις προόδους της κοινωνικής επιστήμης, μπορούμε να έχουμε μια πολύ πιο ρεαλιστική θεώρηση των διανοουμένων. Μια θεώρηση η οποία θα αντιτίθεται τόσο στον αφελώς αγιογραφικό εορτασμό στον οποίο ευχάριστα τους θυσιάζουν βιογράφοι και αναλυτές, όσο και στον διασυρμό της απωθημένης φιλοδοξίας που ασκεί η κριτική της μνησικακίας.
Και, κυρίως, μια πιο ρεαλιστική θεώρηση για το πώς θα διεκδικήσουμε αποτελεσματικά τη λειτουργία των εντολοδόχων του οικουμενικού που είναι εγγεγραμμένη σε όλα τα πεδία πολιτιστικής παραγωγής, επιφέροντας κοινωνικά αποτελέσματα.