Τoυ Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας, διευθυντή Ερευνών Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ)
ΕΑΝ ΕΞΕΤΑΣΟΥΜΕ τη μεταβολή του πλήθους των γεννήσεων μετά το 1990 ανά μεγάλες ηλικιακές ομάδες, θα διαπιστώσουμε ότι στο σύνολό τους μειώθηκαν σημαντικά (-30%).
Ωστόσο, οι προερχόμενες από γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω γεννήσεις πενταπλασιάστηκαν, «ζυγίζοντας» σχεδόν 7 φορές περισσότερο (1,4% του συνόλου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, 8%-9% το 2023-24), ενώ την ίδια περίοδο οι γεννήσεις από γυναίκες ηλικίας 30-39 ετών σχεδόν διπλασιάστηκαν και οι προερχόμενες από τις ηλικιακές ομάδες 20-29 και <20 ετών κατέρρευσαν.
ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ, όμως, η «έκρηξη» των μετά τα 39 έτη γεννήσεων; Πόσο «ζυγίζει» η γονιμότητα των γυναικών 40-49 ετών σήμερα και πόσο πριν από 30 χρόνια στους ετήσιους δείκτες (δείκτες που μόλις υπερβαίνουν το 1,3 παιδί/γυναίκα);
Ποια η συμμετοχή της γονιμότητας των 40-49 ετών στον τελικό αριθμό παιδιών που έφεραν στο τέλος του αναπαραγωγικού τους κύκλου (στα 50 τους έτη) οι γυναίκες των διαδοχικών γενεών;
ΟΙ ΑΠΑΝΤΉΣΕΙΣ στα ερωτήματα αυτά είναι σαφείς. Η μετατόπιση της απόκτησης παιδιών σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία είναι η κύρια αιτία της έκρηξης αυτής, ενώ, την τελευταία δεκαετία, έπαιξαν κάποιο ρόλο η αύξηση του πλήθους των 40+ στον πληθυσμό αναπαραγωγικής ηλικίας, καθώς και η πρόοδος των τεχνικών υποβοηθουμένης γονιμότητας και η προσφυγή σε αυτές ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού ζευγαριών.
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ τη συμμετοχή των γεννήσεων αυτών στους ετήσιους δείκτες γονιμότητας, αν και αυξάνουσα, είναι περιορισμένη.
Περιορισμένη επίσης είναι και η συμμετοχή στον τελικό αριθμό παιδιών που έκαναν οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951, το 1961, το 1971 και το 1981: Αν η γονιμότητα των 40+ ήταν μηδενική, οι 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951 θα έκαναν 2.023 αντί για 2.048 παιδιά (25 λιγότερα), αυτές που γεννήθηκαν το 1961 θα έκαναν 39 λιγότερα (1.850 αντί για 1.889) και οι γεννηθείσες το 1981 θα έκαναν 1.410 αντί για 1.505 (95 λιγότερα).
Η ΠΡΟΟΔΟΣ των τεχνικών υποβοηθουμένης γονιμότητας και η διευρυμένη πρόσβαση σε αυτές δεν πρόκειται να οδηγήσουν τις δυο επόμενες δεκαετίες σε μια αύξηση των προερχομένων από γυναίκες 40 ετών και άνω γεννήσεων, ακόμη κι αν συνεχιστεί η αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία, καθώς το πλήθος των γυναικών των ηλικιών αυτών, εν απουσία μετανάστευσης, θα μειωθεί σημαντικά (κατά 35% ανάμεσα στο 2022 και το 2042).
Οι γεννήσεις αυτές θα συμβάλουν περιορισμένα όμως και στην τελική γονιμότητα των γενεών, στον αριθμό δηλαδή των παιδιών που θα φέρουν κατά μέσο όρο στον κόσμο όσοι γεννήθηκαν μετά το 1981.
Η ΑΝΑΚΟΠΗ των πτωτικών τάσεων και η ανόρθωση των δεικτών γονιμότητας και των γεννήσεων είναι ανέφικτες εάν δεν δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα εξαιρετικά ευνοϊκό για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών περιβάλλον, που θα επιτρέψει στις νεότερες γενεές να φέρουν στον κόσμο τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, αν δημιουργηθεί, εκτός του ότι θα οδηγήσει στον περιορισμό και των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών ατεκνίας και στην επιβράδυνση της αύξησης της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών, θα επιτρέψει ταυτόχρονα σε όσους επιθυμούν να κάνουν ένα δεύτερο και στη συνέχεια ένα τρίτο κ.ο.κ. παιδί να υλοποιήσουν την επιθυμία τους αυτή και ταυτόχρονα θα επιτρέψει και την ανόρθωση των γεννήσεων, που το 2023 ανέρχονται σε 72 χιλ., έναντι 103 χιλ. το 1991 και 151 χιλ. το 1961.