Skip to main content

Χ. Γκότσης: Σοσιαλδημοκρατική οικονομική πολιτική σήμερα

Οι επενδύσεις δεν θα πρέπει να υλοποιούνται μόνο από μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά κυρίως από δυναμικές καινοτόμες ΜμΕ, με καλές προοπτικές διείσδυσης στην παγκόσμια αγορά

Τoυ Χαράλαμπου Γκότση, καθηγητή Οικονομικών, τ. προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες ανακατατάξεις που είναι σε εξέλιξη σε όλα τα επίπεδα, πολιτικό, οικονομικό, γεωστρατηγικό, για τις οποίες ο καγκελάριος Olaf Scholz τον Φεβρουάριο του 2022, μιλώντας στο γερμανικό κοινοβούλιο, χρησιμοποίησε εύστοχα τον όρο Zeitenwende (Αλλαγή εποχής).

Τέτοιες εποχές που επιφέρουν ριζικές αλλαγές, αντικατάσταση του παλαιού με το νέο, όπως είναι λογικό, απαιτούν μακροχρόνιο σχεδιασμό και προσαρμογές σε στόχους, μέσα πολιτικής και συνεργασίες, τα οποία να ανταποκρίνονται στις νέες απαιτήσεις.

Έτσι και ο δημόσιος διάλογος θα πρέπει να διεξάγεται με επίκεντρο την ουσία της πολιτικής, στην περίπτωσή μας της οικονομικής πολιτικής, και λιγότερο για το κομματικό σχήμα ή τα άτομα που θα κληθούν να την υλοποιήσουν.

Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και ευρύτερα η κεντροαριστερά έχει ταυτισθεί με τις αρχές οικονομικής πολιτικής που έχουν τις ρίζες τους στη Γενική Θεωρία του μεγάλου οικονομολόγου του περασμένου αιώνα J.M. Keynes, κυρίως για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή θέτει τη διασφάλιση της πλήρους απασχόλησης στον πυρήνα του συστήματος και, δεύτερον, επειδή εμπεριέχει επεξεργασίες αναδιανομής του εισοδήματος, διορθώνοντας έτσι τις αδικίες που παράγει η λειτουργία της οικονομίας της αγοράς σε βάρος των αδυνάμων.

ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ, η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε αναζήτηση ενός νέου, ελκυστικού αφηγήματος σε ό,τι αφορά την εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική, χωρίς όμως να απομακρύνεται από τη βασική κεϊνσιανή αρχή, η οποία επιφυλάσσει στο κράτος μια εντονότερη συμμετοχή απ’ ό,τι αποδέχονται οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού. Φαίνεται ότι η εμπειρία των δύο τελευταίων δεκαετιών με τη συμπόρευση με τους χριστιανοδημοκράτες, όπου από κοινού εφάρμοσαν πολιτικές λιτότητας, μηδενικών ελλειμμάτων και εντέλει τη θεσμική κατοχύρωση του φρένου χρέους και τη συνεπαγόμενη ακύρωση της όποιας αντικυκλικής πολιτικής, ήταν αρκετή ώστε να αφυπνισθούν οι ηγέτες της μετά και τα καταστροφικά εκλογικά αποτελέσματα στις περισσότερες χώρες του Βορρά.

ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ότι με τη στροφή προς τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της προσφοράς, με βασικό εργαλείο τους χαμηλούς μισθούς, θα ισχυροποιείτο η οικονομία βελτιώνοντας την παραγωγικότητά της.

Στην πραγματικότητα τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Η αναμενόμενη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν ήλθε ποτέ, αντίθετα μάλιστα, σε χώρες όπως η Γερμανία, η επενδυτική δαπάνη μειώνεται σταθερά, ενώ στην κλίμακα της ανταγωνιστικότητας καταλαμβάνει πανηγυρικά μία από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη.

Η σχεδόν ταύτιση της σοσιαλδημοκρατίας με τους χριστιανοδημοκράτες κόστισε ακριβά, όχι μόνο στο κόμμα τους αλλά και στη χώρα, η οποία έχασε μια εναλλακτική πολιτική, η εφαρμογή της οποίας θα μπορούσε να την απαλλάξει από το οικονομικό αδιέξοδο.

Προβάλλει συνεπώς αδήριτη η ανάγκη μιας ανανέωσης της οικονομικής πολιτικής σε σύγχρονη βάση, μακριά από τις καταστροφικές επιλογές των μηδενικών ελλειμμάτων και του φθηνού εργατικού δυναμικού, αλλά και τις κρατικίστικες επιλογές παλαιότερων εποχών.

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ προβλήματα που παρουσιάστηκαν την τελευταία δεκαπενταετία με τις αλυσιδωτές κρίσεις, χρηματοοικονομική, πανδημία, πολεμικές συρράξεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, το ενεργειακό και οι εφοδιαστικές ανωμαλίες, έδειξαν πόσο εύθραυστες είναι οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις και πόσο αναποτελεσματικός για την αντιμετώπισή τους είναι ο λεγόμενος μηχανισμός αυτορρύθμισης της οικονομίας της αγοράς. Αντίθετα, η αποφυγή καταστροφικότερων και ανεπανόρθωτων επιπτώσεων σε εθνικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο κατέστη δυνατή μόνο με την επαναφορά κεϊνσιανών εργαλείων δημοσιονομικής πολιτικής εκ μέρους των εθνικών κυβερνήσεων, αλλά και συνασπισμών κρατών. Ειδικά, δε, οι τρέχουσες αλλά και μελλοντικές συνάμα προκλήσεις, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η ψηφιακή μετάβαση καθώς και το δημογραφικό πρόβλημα, καθιστούν απαραίτητη την ενεργότερη συμμετοχή ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους.

ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ η Ευρώπη, αλλά και οι επιμέρους χώρες μέλη της, σε αυτές τις αναγκαιότητες, ώστε να συμμετέχει αξιόμαχα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, απαιτούνται ριζικές αλλαγές και σημαντικά επενδυτικά προγράμματα.

Πρόκειται για παρεμβάσεις με στόχο τη βελτίωση των βασικών υποδομών για τη δημιουργία εξωτερικών οικονομιών, αλλά και τη χάραξη μιας βιομηχανικής και μεταποιητικής πολιτικής σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα.

Η ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΗ επεκτατική πολιτική εδώ δεν πρέπει να έχει βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα για την τόνωση της οικονομίας, αλλά να στοχεύει σε επενδύσεις με μακροχρόνιο ορίζοντα. Μια τάξη μεγέθους για τα κεφάλαια που είναι αναγκαία έδωσε στην πρόσφατη έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης ο τ. πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Mario Draghi, όπου αναφέρεται ένα ποσό των 800 δισ. ευρώ ετησίως για τα πολλά επόμενα χρόνια, το οποίο θα πρέπει να κινητοποιηθεί με κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό.

ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ δεν θα πρέπει να υλοποιούνται μόνο από τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά κυρίως από δυναμικές μικρές και μεσαίες με καινοτόμο χαρακτήρα και καλές προοπτικές διείσδυσης στην παγκόσμια αγορά.

Στόχος η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με την ταχεία τεχνολογική μετάβαση, ώστε να καταστεί η Ευρώπη πάλι ελκυστικός τόπος επιχειρηματικής εγκατάστασης, να αυξηθούν τα εισοδήματα και να εξασφαλισθούν καλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας.

ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ απαιτείται στενή συνεργασία κράτους και ιδιωτικού τομέα. Οι δύο τομείς, ως φορείς ανάπτυξης, θα πρέπει αντί να ακυρώνουν τις ενέργειες ο ένας του άλλου να λειτουργούν συμπληρωματικά.

Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για μια επιτυχημένη οικονομική πολιτική με προοδευτικό πρόσημο είναι η απομάκρυνση από τους καταναγκασμούς του μακροοικονομικού δόγματος της «Συναίνεσης της Washington» που ανέδειξε σε κυρίαρχο τον ρόλο της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα τον ρυθμιστικό ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής με βασικό εργαλείο την ενεργό ζήτηση.

Στη θέση του θα πρέπει να υιοθετηθούν οι βασικές θεωρητικές παραδοχές και οι εφαρμόσιμες προτάσεις της Διακήρυξης του Βερολίνου του Μαΐου 2024 «Berlin Declaration», όπου τίθεται θέμα λειτουργικής αναβάθμισης της ευρωπαϊκής πολιτικής με απαλλαγή από αχρείαστες γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά και μια περαιτέρω χαλάρωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου, εξαιρώντας τις επενδυτικές δαπάνες από το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ όμως δεν περιορίζεται μόνο σε προτάσεις για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις μαμούθ, ώστε να ανταποκριθούμε με επιτυχία στις προκλήσεις του μέλλοντος, αλλά προχώρησε επίσης σε τοποθετήσεις σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος. Η «αλλαγή εποχής» με ζητούμενο την αειφόρο ανάπτυξη είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας, η οποία δεν μπορεί να καλείται να συνεισφέρει στα βάρη και θυσίες που απαιτούνται τις δύσκολες μέρες, αλλά να μένει στο περιθώριο όταν το εθνικό εισόδημα αυξάνεται.

Ένα προοδευτικό οικονομικό αφήγημα πρέπει συνεπώς να αγκαλιάζει όλη την κοινωνία, να δημιουργεί προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης, αλλά ταυτόχρονα και συνθήκες συμμετοχής των αδυνάμων στην κατανομή, με μεταφορά πόρων από τους ευνοημένους και κατέχοντες.