Skip to main content

Η Ευρώπη αναζητά περισσότερη ανταγωνιστικότητα

Στην έκθεση Ντράγκι τονίζεται ορθά ότι η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται μόνο από την παραγωγικότητα αλλά και από την ευημερία των πολιτών

Της δρ. Βενετίας Κουσία, εκτελεστικής διευθύντριας, Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ, ο συντονισμός και η κοινή πορεία όλων των κρατών της Ε.Ε. είναι το διακύβευμα το οποίο και τονίζεται εμφατικά σε όλη την έκθεση του Mάριο Ντράγκι για τη νέα βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη, μια έκθεση που φαίνεται να διατηρεί την πολιτική ουδετερότητά της μπροστά στις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Ε.Ε. αλλά και όλα τα κράτη-μέλη χωριστά.

ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ, η ενέργεια και η άμυνα κλονίζουν την Ε.Ε., δημιουργώντας την ανάγκη για επιτάχυνση της καινοτομίας και την εύρεση νέων κινητήριων δυνάμεων ανάπτυξης. Οι αυξανόμενες απαιτήσεις για μείωση των υψηλών τιμών ενέργειας, η εξάρτηση από τον άνθρακα, η άνοδος της Ακροδεξιάς αποτελούν παράγοντες αστάθειας της Ε.Ε. Η ανάπτυξη στην Ε.Ε. επιβραδύνεται, λόγω της εξασθένησης της παραγωγικότητας, ενώ η οικονομική της ανάπτυξη έχει υπάρξει σταθερά βραδύτερη από αυτήν των ΗΠΑ τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με την Κίνα να καλύπτει γρήγορα τη διαφορά.

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ αστάθεια και η ασφάλεια αναδεικνύονται ως προτεραιότητες, καθώς η στρατηγική αλληλεξάρτησης μεταξύ μεγάλων οικονομιών κλονίζεται, απαιτώντας από την Ε.Ε. να οικοδομήσει την αυτάρκειά της. Στην έκθεση τονίζεται ορθά ότι η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται μόνο από την παραγωγικότητα αλλά και από την κοινωνική ισότητα και την ευημερία των πολιτών.

Ο ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ των δαπανών της Ε.Ε. για τη βιομηχανία και το χάσμα με τις ΗΠΑ και την Κίνα είναι ανησυχητικά. Η Ε.Ε. θα πρέπει να επικεντρωθεί σε βασικούς τομείς, όπως η τεχνολογία και η καινοτομία, ενώ η συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών θα είναι κρίσιμη για την αποτελεσματικότητα. Η έκθεση τονίζει την ανάγκη για μια ενιαία, πολυεπίπεδη βιομηχανική πολιτική, που θα περιλαμβάνει συντονισμένες βιομηχανικές, ανταγωνιστικές και εμπορικές πολιτικές. Παράλληλα, σημειώνεται η αδυναμία του ιδιωτικού τομέα να χρηματοδοτήσει μαζικές επενδύσεις, χωρίς τη στήριξη του δημόσιου τομέα, καθιστώντας το κράτος βασικό παίκτη στις μελλοντικές επενδύσεις. Αναμφίβολα οι μαζικές επενδύσεις του Ντράγκι προκαλούν φόβο και μάλιστα σε εποχές λιτότητας.

Ο ARTURO BRIS θα θέσει προβληματισμούς για τις πολιτικές που προτείνονται ως σωτήριες, σημειώνοντας ότι, λόγου χάρη, πολιτικές απαλλαγής από τον άνθρακα ίσως να επηρέαζαν αρνητικά τις τεχνολογικές επενδύσεις, οδηγώντας σε μείωση των θέσεων εργασίας, ακόμα και αν αυτές οι απώλειες σε κάποιο βαθμό αντισταθμίζονταν με νέες θέσεις σε πράσινες βιομηχανίες. Επίσης, αναφορικά με την πρόταση για ένα κοινοτικό ομόλογο, ο Bris θα υπενθυμίσει, χωρίς να το απορρίπτει πως κάτι τέτοιο έχει ήδη δοκιμαστεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να μελετηθούν πολλά ζητήματα που ενδέχεται να προκύψουν, καθώς η Ε.Ε. αποτελείται από χώρες διαφορετικών δυναμικών και ταχυτήτων.

Η ΠΡΟΤΑΣΗ του Bris να διευρύνουμε τη ματιά μας και στις ισχυρές χώρες της Ευρώπης και ας είναι εκτός της Ε.Ε., ίσως διευκολύνει τη σύγκριση και ίσως υπονοεί μια πιθανή αναδιαμόρφωση της Ένωσης στο μέλλον.

Ο «ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ σχηματισμός» της Ε.Ε. φαίνεται να λειτουργούσε ευνοϊκά όταν η Ένωση ήταν μικρότερη και αντιμετώπιζε ένα διαφορετικό σύνολο προκλήσεων. Πλέον η Ε.Ε. είναι πολύ μεγαλύτερη και δεν ισχύει το ίδιο. Μεγαλύτερη σε μέλη, μειούμενη σε πληθυσμό, η «υπαρξιακή πρόσκληση» του Ντράγκι είναι αναπόφευκτη. Αισιόδοξα ο Ντράγκι θα κλείσει τον πρόλογό του στην έκθεση, λέγοντας πως «ποτέ στο παρελθόν η κλίμακα των χωρών μας δεν φαινόταν τόσο μικρή και ανεπαρκής σε σχέση με το μέγεθος των προκλήσεων. Και έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η αυτοσυντήρηση ήταν ένα τόσο κοινό μέλημα. Οι λόγοι για μια ενιαία απάντηση δεν ήταν ποτέ τόσο επιτακτικοί – και στην ενότητά μας θα βρούμε τη δύναμη να μεταρρυθμίσουμε».

ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ του κύρους και της αξιοπιστίας του, ως πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ και πρωθυπουργός της Ιταλίας, εκτιμάται ότι αυτή η έκθεση θα έχει ισχυρό αντίκτυπο στους ευρωπαίους πολιτικούς ως προς τη χάραξη πολιτικών διαμορφώνοντας την πολιτική ατζέντα για την επόμενη πενταετία. Η διάγνωση είναι ξεκάθαρη, όπως και η συνταγή… Το μεγάλο ερώτημα, όμως, παραμένει: διαθέτουμε το απαραίτητο πολιτικό θάρρος για να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να φτάσουμε εκεί; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί άμεσα!