Τoυ Δημήτρη Μπούρλου, δικηγόρου, τ. εκδότη του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ»
ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ το τελευταίο χρονικό διάστημα γίνεται αναφορά σε μια ήδη εμφανισθείσα αλλά και μελλοντικά αναμενόμενη διόγκωση των αιτήσεων συνταξιοδότησης. Η μη επιθυμητή για το ασφαλιστικό μας σύστημα αύξηση των αιτήσεων συνταξιοδότησης δυσχεραίνει προφανώς την ισόρροπη λειτουργία του συστήματος, αφενός μεν γιατί δημιουργεί πρόσθετες καθυστερήσεις στην απονεμητική διαδικασία, αφετέρου δε γιατί αυξάνει τη συνταξιοδοτική δαπάνη, κάτι που προφανώς δεν επιδιώκει ούτε ο ΕΦΚΑ ούτε το υπουργείο Εργασίας.
ΑΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΜΕ να εντοπίσουμε τις αιτίες της αύξησης αυτής, θα δούμε ότι σχετίζεται με πολλές παραμέτρους, που άλλες μεν συναρτώνται με νομοθετικές παρεμβάσεις που έγιναν, άλλες δε φημολογείται ότι θα γίνουν, άλλες συνδέονται με δημογραφικά δεδομένα που εξ αντικειμένου πληθαίνουν τον όγκο των οδηγούμενων σε συνταξιοδότηση και άλλες, τέλος, έχουν να κάνουν με εργασιακά θέματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ηλικιακή ωρίμανση κατηγορίας ασφαλισμένων που έχουν γεννηθεί σε περιόδους ιδιαίτερα μαζικών γεννήσεων (baby booming) και που τώρα αλλά και τα επόμενα χρόνια συμπληρώνουν την ηλικία (62ο έτος) είτε για πλήρη, εφόσον έχουν συμπληρώσει 40 έτη ασφάλισης, είτε μειωμένη, εφόσον έχουν τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης και ασφάλιση την τελευταία πενταετία, είναι μία από τις αιτίες που σχετίζονται με τη διόγκωση των συνταξιοδοτήσεων. Και αυτό δεν αφορά μόνο το 2024 ή και το 2025, αλλά και τα επόμενα χρόνια. Βεβαίως κατά την άποψή μου αυτή δεν είναι η μόνη αιτία.
Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ συνταξιοδότησης με συνέχιση της εργασίας κυρίως στους ελεύθερους επαγγελματίες αναμφίβολα οδήγησε πολλούς ασφαλισμένους σε συνταξιοδότηση. Δεν αναφέρομαι στους μισθωτούς, γιατί σ’ αυτούς η δυνατότητα συνταξιοδότησης με συνέχιση της εργασίας υπήρχε και στο παρελθόν, απλώς με τις πρόσφατες ρυθμίσεις έγινε πιο ελκυστική, αφού πλέον δεν υπάρχει καμία περικοπή στη σύνταξη, αλλά μία σε ετήσια βάση οριοθετημένη μείωση των αποδοχών από την παροχή της εργασίας.
Αυτό, δε, δεν πρέπει να το δούμε μεμονωμένα, αλλά συνδυαστικά με το ότι μετά τη συμπλήρωση 40 ετών ασφάλισης η σύνταξη ελάχιστα αυξάνει από τη συνέχιση της ασφάλισης. Η σύνταξη στις περιπτώσεις αυτές αυξάνει με τρόπο που θα μπορούσε να ενδιαφέρει, μόνο, αν υπάρχει μετά τα σαράντα έτη θεαματική αύξηση των αποδοχών-εισφορών, κάτι που θα βελτίωνε τη δεύτερη παράμετρο υπολογισμού του ποσού της σύνταξης.
Έτσι λοιπόν ο συνδυασμός δυνατότητας συνταξιοδότησης με συνέχιση δραστηριότητος με τη μη σημαντική αύξηση της σύνταξης από τη συνέχιση ασφάλισης, δημιουργεί ένα ισχυρό και ασφαλές κίνητρο για όδευση προς την άμεση συνταξιοδότηση, την οποία, αξιοποιώντας τη δυνατότητα χρήσης πλασματικών ετών, μπορούμε να τη φέρουμε ακόμη πιο κοντά, όταν βέβαια έχουμε συμπληρώσει το απαραίτητο ηλικιακό όριο.
Αυτό είναι κάτι που δεν νομοθετήθηκε το 2024, ώστε να αιτιολογήσουμε την αύξηση μόνο λόγω αυτής της αλλαγής. Θεωρώ όμως ότι συν τη παρόδω του χρόνου, όλο και περισσότεροι ασφαλισμένοι συνειδητοποιούν ότι εφόσον έχουν
προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, όπως τις αναλύσαμε, προφανώς και ωφελούνται αν ασκήσουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αν κάποιος με μέσο όρο αποδοχών 1.500 ευρώ δεν συνταξιοδοτηθεί όταν συμπληρώσει 40 έτη ασφάλισης αλλά περιμένει συνεχίζοντας άλλα τρία χρόνια, αυτό που θα προσθέσει στη σύνταξή του θα είναι 22,5 ευρώ.
Αντίθετα, αν συνταξιοδοτηθεί και συνεχίσει ως απασχολούμενος συνταξιούχος, ασφάλιση με τις ίδιες αποδοχές, όταν διακόψει, στη σύνταξή του θα προσθέσει 35 ευρώ. Στην πρώτη δε περίπτωση θα έχει καρπωθεί και τις συντάξεις 3 ετών.
ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ αυτό πρέπει να επισημάνουμε τη δυνατότητα που έχουν πλέον οι ασφαλισμένοι να υποβάλουν αίτηση συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας και να συνεχίζουν την εργασία τους. Έτσι λοιπόν, πολλοί που είχαν πρόβλημα υγείας στο παρελθόν, δεν ασκούσαν το δικαίωμά τους διότι έπρεπε να διακόψουν την εργασία ή τη δραστηριότητά τους.
Από 1-1-2024 όμως έχουν δυνατότητα συνδυασμού συνταξιοδότησης και συνέχισης δραστηριότητας, κάτι που πλέον αναιρεί τους ενδοιασμούς για συνταξιοδότηση που είχαν στο παρελθόν.
Πέραν των ανωτέρω, το τελευταίο χρονικό διάστημα κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες αναφορικά με πρόθεση του υπουργείου Εργασίας να περιορίσει τη δυνατότητα αξιοποίησης πλασματικών, καθώς και το ότι όσοι χρησιμοποιούσαν πλασματικούς χρόνους για συνταξιοδότηση θα κατέληγαν σε χαμηλότερα ποσά σύνταξης από αυτόν που συνταξιοδοτούνταν αμιγώς με πραγματικό χρόνο ασφάλισης ή ότι θα εφορολογείτο ή θα μειωνόταν κατ’ άλλο τρόπο το χορηγούμενο εφάπαξ. Οι φήμες αυτές βέβαια δεν επιβεβαιώθηκαν από το υπουργείο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Αναμφίβολα και οι μαζικές εθελούσιες έξοδοι πληθαίνουν τις συνταξιοδοτήσεις, όμως αυτές δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων ετών. Αξιοποιούνται για περιορισμό του προσωπικού από μεγάλες επιχειρήσεις περισσότερα από δέκα έτη, άρα δεν θα μπορούσαμε να τις θεωρήσουμε βασική αιτία αύξησης των συνταξιοδοτήσεων.
ΣΕ ΚΑΘΕ περίπτωση πάντως δεν μπορούμε να πούμε ότι η αύξηση των αιτήσεων είναι τέτοια που δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στο σύστημα, τουλάχιστον με τη ροή που έχουμε μέχρι τώρα. Θεωρώ βέβαια ότι δεν θα ήταν ορθό να απαγορεύσουμε τη δυνατότητα συνταξιοδότησης και συνέχισης εργασίας. Κάτι τέτοιο θα αντιστρατευόταν βασικές συνταγματικές επιταγές.
Κάλλιστα όμως θα ήτο δυνατόν να δημιουργηθούν πρόσθετα κίνητρα στη συνέχιση της ασφάλισης και εννοώ προφανώς μια σημαντική βελτίωση – αύξηση του ποσού της απονεμημένης σύνταξης, σε περίπτωση συνέχισης της ασφάλισης. Αυτό θα ήταν κίνητρο μη άσκησης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, μετά από στάθμιση βεβαίως των επί μέρους παραμέτρων.
ΠΑΝΤΩΣ η νομοθετημένη, για να ισχύσει από το 2025, διαμόρφωση των συντάξιμων αποδοχών, με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών, που θα οδηγήσει σε μικρή κατ’ αρχήν αύξηση των ποσών σύνταξης, μάλλον σε περιορισμό των αιτήσεων συνταξιοδοτήσεως εντός του 2024 θα έπρεπε να οδηγήσει.
Αλλά ας αποφασίσει ο καθένας για τα ασφαλιστικά του δικαιώματα, συνεκτιμώντας όλες τις παραμέτρους.