Τoυ Φίλιππου Σαχινίδη, πρώην υπουργού, μέλους Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ οικονομία κινείται με ρυθμούς μεγαλύτερους από τους αντίστοιχους στην Ευρωζώνη, όπως διατυμπανίζει η κυβέρνηση της Ν.Δ., κοντά όμως στο 2%. Εάν -όπως προβλέπουν διεθνείς οργανισμοί- συνεχίσει στα επόμενα χρόνια με αυτόν τον ρυθμό, τότε το πραγματικό ΑΕΠ θα προσεγγίσει το σημείο όπου ήταν το 2007 σε μια δεκαετία.
Η μελλοντική πορεία της οικονομίας, πέρα από τις εξελίξεις στο εσωτερικό, θα καθοριστεί σε σημαντικό βαθμό και από τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ανακατατάξεις, που ενισχύουν τις αβεβαιότητες. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν και οι συνέπειες από την κλιματική κρίση, που επηρεάζουν ιδιαίτερα τον τουρισμό αλλά και τον πρωτογενή τομέα, καθώς μειώνονται τα αποθέματα νερού, ανεβαίνει η μέση θερμοκρασία και πυκνώνουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Το ερώτημα στη νέα πραγματικότητα των συχνών αναταράξεων/κρίσεων είναι: πώς θα αντιδράσει η ελληνική οικονομία στην επόμενη κρίση και πώς θα επηρεαστεί η θέση των ελληνικών νοικοκυριών;
ΜΕΤΑ την κρίση του 2008, η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου δεν προχώρησε ικανοποιητικά, ώστε η οικονομία να γίνει ανθεκτική σε εξωγενείς διαταραχές. Εξακολουθεί να στηρίζεται υπερβολικά στα έσοδα από τον τουρισμό – κλάδος ευάλωτος σε υγειονομικές κρίσεις και στην κλιματική κρίση.
Παράλληλα, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε ενεργειακές κρίσεις εξαιτίας της εξάρτησής της από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων παρά την αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ.
ΤΑ ΕΞΑΓΟΜΕΝΑ αγαθά εξακολουθούν να ενσωματώνουν σε σημαντικό ποσοστό εισαγόμενα ενδιάμεσα αγαθά. Κάθε ανατροπή στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα ή αύξηση του κόστους των εισαγόμενων προϊόντων επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών μας και δημιουργούν προϋποθέσεις για διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος που αφαιρεί από την οικονομική μεγέθυνση.
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ σημαντική αναδιάρθρωση στη διακλαδική ολοκλήρωση της ελληνικής οικονομίας με υποκατάσταση εισαγωγών και ταυτόχρονη ενίσχυση της εξωστρέφειάς της, έτσι ώστε να μεταβεί σε μια κατάσταση βιώσιμης και διατηρήσιμα υψηλής παραγωγικότητας και μεγέθυνσης.
ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ την κοινωνική διάσταση της μεγέθυνσης των τελευταίων ετών, σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία 2024 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ τα ευρήματα δεικτών κοινωνικής βιωσιμότητας στην Ελλάδα δείχνουν μια επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών μετά το 2020. Αυτό είναι αποτέλεσμα κυρίως της επίδρασης της πανδημικής κρίσης και της κρίσης κόστους ζωής.
Η ΘΕΣΗ των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των φτωχών -σε μια περίοδο ακρίβειας η οποία έχει έντονα αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά- έχει επιβαρυνθεί σημαντικά από τις συνεχείς ανατιμήσεις στα τρόφιμα και στην ενέργεια. Τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν υψηλότερες ποσοστιαίες αυξήσεις στο κόστος ζωής τους.
Με βάση πρόσφατα δεδομένα για τον πληθωρισμό, το φτωχότερο 10% των νοικοκυριών θα έπρεπε να αυξήσει τις συνολικές του δαπάνες πάνω από 16% προκειμένου να διατηρήσει σταθερή την κατανάλωση τροφίμων και ενέργειας. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα πλουσιότερα νοικοκυριά είναι κάτω από 6%.
Η κλιμακούμενη διαφοροποίηση της επίπτωσης του πληθωρισμού εις βάρος των φτωχότερων στρωμάτων επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΠΕ, κατά το 2022 το 23,1% των εργαζομένων υπολογίζεται ότι διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού/ορίου φτώχειας του 2009.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ, η Ελλάδα έχει μια μεγέθυνση που δεν αρκεί για να καλύψει τις απώλειες των κρίσεων σύντομα. Επιπρόσθετα είναι ελλειμματική ως προς την κοινωνική της διάσταση, εξαιτίας της ακρίβειας που έχει αναδιανεμητικές επιδράσεις σε βάρος των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων αλλά και της αναποτελεσματικότητας των μέτρων παρέμβασης της κυβέρνησης της Ν.Δ.
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ αλλαγή πολιτικής και νέα αναπτυξιακή στρατηγική. Προώθηση προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε τα νέα εισοδήματα να κατανέμονται πιο δίκαια και να αφορούν όλους τους Έλληνες.
Είναι αναγκαία η εφαρμογή πιο αποτελεσματικών μέτρων στήριξης του εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και αυτών που χάνουν από την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Οι παρεμβάσεις αυτές θα ενισχύσουν την κοινωνική δικαιοσύνη και την οικοδόμηση ενός κοινωνικά βιώσιμου υποδείγματος ανάπτυξης με τη δημιουργία ποιοτικών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας.