Του Γιώργου Καββαθά, προέδρου Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ)
ΣΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ της τουριστικής περιόδου, οι προσδοκίες πολλών κλάδων της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας είναι στραμμένες στις αφίξεις, στην πληρότητα και τους τζίρους που καταγράφουν εστίαση, καταλύματα και δεκάδες άλλα επαγγέλματα που εξαρτώνται από τον τουρισμό. Τα πρώτα μηνύματα είναι θετικά, μένει να επιβεβαιωθούν.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ωστόσο δεδομένα που μας ανησυχούν, μιας και προοιωνίζονται οικονομική στενότητα. Το πρώτο τέτοιο αρνητικό στοιχείο αφορά το ληξιπρόθεσμο οφειλών όπως διαμορφώθηκε το πρώτο πεντάμηνο του έτους, βάσει σχετικής ανακοίνωσης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Όπως προκύπτει, οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές έφτασαν τα 3,433 δισ. ευρώ, όταν πέρυσι την ίδια ακριβώς περίοδο διαμορφώθηκαν στα 2,813 δισ. ευρώ. Η αύξηση είναι πολύ μεγάλη, ξεπερνάει το 22%, για να την προσπεράσουμε ή να τη θεωρήσουμε τυχαία και αντιστρεπτή.
ΑΥΞΗΣΗ καταγράφτηκε και στα ληξιπρόθεσμα του Μαΐου, που έφτασαν τα 508 εκατ. ευρώ, όταν το 2023 τον ίδιο μήνα τα ληξιπρόθεσμα έφτασαν τα 362 εκατ. ευρώ. Και σε αυτόν τον μήνα, τον Μάιο, η αύξηση ξεπέρασε το 40%! Πολύ μεγάλη, επίσης, για να χαρακτηριστεί τυχαία.
ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ, δε, είναι ότι η αύξηση των ληξιπρόθεσμων προέρχεται από πολλές κατηγορίες φόρων: Φόροι στην περιουσία, εισόδημα, ειδικές κατηγορίες εισοδημάτων, άλλοι άμεσοι φόροι, λοιποί έμμεσοι φόροι, τέλη και χαρτόσημα, πρόστιμα ΚΒΣ, δάνεια, καταλογισμοί, αλλά κι άλλες κατηγορίες φόρων αυξήθηκαν, είτε λίγο είτε πολύ, φέρνοντας στην επιφάνεια μια γενικευμένη, «οριζόντια» οικονομική δυστοκία. Αποτέλεσμα αυτής της πιστωτικής ασφυξίας είναι η συσσώρευση χρεών κι όχι της ασυνέπειας των επιχειρηματιών, όπως συχνά λέγεται, σε μια προσπάθεια να στιγματιστούν οι επιχειρηματίες για να μην επανεξεταστεί όπως πρέπει, στη βάση των αποτελεσμάτων της, η ασκούμενη οικονομική πολιτική.
ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ αναθεώρησης της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής υπογραμμίζουν επίσης τα στοιχεία για το εμπορικό έλλειμμα κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, που δείχνουν αύξηση. Από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 2024 η συνολική αξία των εξαγωγών υποχώρησε στα 25,3 δισ. ευρώ (από 26,1 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο του 2023).
Σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές, η αξία τους το πρώτο εξάμηνο ανήλθε στα 42,03 δισ. ευρώ (έναντι 41,3 δισ. ευρώ το 2023).
Ως αποτέλεσμα και των δύο παραπάνω αρνητικών εξελίξεων (μείωση των εξαγωγών και αύξηση των εισαγωγών) το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξήθηκε κατά 10,5% φτάνοντας τα 16,73 δισ. ευρώ. Μια τόσο μεγάλη αύξηση του εμπορικού ελλείματος δείχνει τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται η ελληνική οικονομία. Δείχνει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και βαθύτερες εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αποτελεί σήμα κινδύνου, που επιβάλλει σε όλους, από τους φορείς χάραξης της οικονομικής πολιτικής μέχρι τους κοινωνικούς εταίρους, να συζητήσουμε εκ νέου για το παραγωγικό μοντέλο που χρειαζόμαστε ώστε να υπάρχει μακροπρόθεσμη και εγγυημένη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με ισχυρό κοινωνικό μέρισμα που θα θωρακίζει την ελληνική οικονομία από τα γυρίσματα της οικονομικής συγκυρίας.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ για το οικονομικό μοντέλο κρίνεται επιβεβλημένη επειδή ακόμη και σήμερα υλοποιείται ένα υπόδειγμα μεγέθυνσης που, καίτοι απέτυχε παταγωδώς από την εποχή της δημοσιονομικής προσαρμογής μέσω των μνημονίων, εξακολουθεί να αποτελεί οδηγό στη χάραξη οικονομικής πολιτικής. Στην προμετωπίδα του φέρει τον τίτλο γιγαντισμός. Προβλέπει, δε, την εξαφάνιση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ως μέσο διευκόλυνσης του γιγαντισμού, και μέσω αυτού τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας.
Στον βωμό αυτού του σχεδίου θυσιάστηκαν ακόμη και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που όφειλαν, σαν παλίρροια, να σηκώσουν πιο ψηλά όλες τις επιχειρήσεις της ελληνικής οικονομίας.
Κι αντί γι’ αυτό είδαμε 10 δισ. να κατευθύνονται σε 350 επιχειρήσεις, κατά κύριο λόγο μεγάλες, και μόλις 1,5 δισ. ευρώ να στρέφεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια μπορούμε με ασφάλεια να πούμε σήμερα ότι την καταγραφόμενη αποτυχία της ελληνικής οικονομίας, όπως την πιστοποιούν η αύξηση των ιδιωτικών χρεών και του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου τη χρεώνεται μια ελιτίστικη, ολιγαρχική αντίληψη για την οικονομία, που πιστεύει πως ό,τι είναι καλό για την κορυφή της πυραμίδας του ελληνικού επιχειρείν είναι κατ’ επέκταση καλό και για τη βάση της οικονομικής πυραμίδας, ακόμη και για την κοινωνία.
Όπως ως ΓΣΕΒΕΕ κατ’ επανάληψη είχαμε προειδοποιήσει αυτό το σχέδιο, που έχει στην ατμομηχανή της μεγέθυνσης τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, απέτυχε.
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ εναλλακτικό σχέδιο που έχει στην ατμομηχανή τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν υπαγορεύεται μόνο από τα συμφέροντα των μελών μας. Ας μην κατηγορηθούμε για συντεχνιασμό. Υπαγορεύεται από τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας κι επίσης από τη μελέτη της εμπειρίας άλλων ευρωπαϊκών χωρών με παραπλήσια οικονομική δομή που είδαν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ως πηγή πλούτου, διαφοροποίησης και προσαρμογής. Κι όχι ως βαρίδι που πρέπει να ξεφορτωθούμε όπως όπως.
ΑΜΕΣΑ, τα παραπάνω δεδομένα επιβάλλουν την αναθεώρηση της οικονομικής πολιτικής σε μια πιο ενεργητική κατεύθυνση. Εν όψει μάλιστα των εξαγγελιών που, ως είθισται κάθε χρόνο, ανακοινώνονται στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, η κυβέρνηση οφείλει να υιοθετήσει συγκεκριμένα μέτρα προς όφελος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Ορισμένα εξ αυτών είναι η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, η ενεργοποίηση ενός γενναιόδωρου προγράμματος 120 δόσεων για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών, η αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας και των καρτέλ στην ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες κ.ά.