Skip to main content

Η εξαγγελθείσα «επανάσταση» στα τέλη χαρτοσήμου

Έντονο προβληματισμό δημιουργεί η κυβερνητική πρόθεση επιβολής ψηφιακού τέλους συναλλαγών 2,4% επί των επιχειρηματικών δανειακών συμβάσεων

Της Ασπασίας Μάλλιου, δικηγόρου και Tax Partner στη δικηγορική εταιρεία POTAMITISVEKRIS

ΜEΣΑ ΣΤΗ ραστώνη του Ιουλίου, εξαγγέλθηκε η κυβερνητική πρόθεση να εκσυγχρονιστεί το καθεστώς των τελών χαρτοσήμου. Παραδοσιακά, με νόμο του 1931, ο οποίος αποσπασματικά και επί δεκαετίες τροποποιείται, έχει επιβληθεί φόρος επί των εγγράφων που περιλαμβάνουν οριζόμενες στον νόμο πράξεις και συναλλαγές.

Κατά την εξαγγελθείσα νομοθετική πρωτοβουλία δεν επέρχεται ολική κατάργηση της φορολογικής αυτής επιβάρυνσης, αλλά:

  • αντικαθίσταται το τέλος χαρτοσήμου από το ψηφιακό τέλος συναλλαγής, το οποίο πλέον θα βεβαιώνεται και εισπράττεται ψηφιακά και μέσω ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας της ΑΑΔΕ,
  • καθιερώνεται ενιαία προδικασία και ορίζονται περιοριστικά οι υπαγόμενες στο τέλος περιπτώσεις,
  • καταργούνται περίπου εξακόσιες περιπτώσεις επιβολής τελών χαρτοσήμου.

ΑΠO ΤΙΣ μέχρι στιγμής εξαγγελίες, αντιλαμβανόμαστε ότι παραμένει σε ισχύ ο πάγιος νομοθετικός κανόνας, κατά τον οποίο σε τέλος χαρτοσήμου και πλέον σε ψηφιακό τέλος συναλλαγών υπόκεινται μόνο οι περιπτώσεις που δεν υπόκεινται σε άλλους έμμεσους φόρους.

Αντίθετα, από τις εξαγγελίες αντιλαμβανόμαστε ότι αλλάζει το δικαιοπολιτικό θεμέλιο του φόρου. Τα τέλη χαρτοσήμου δεν θα συνιστούν πλέον φόρο επιβαλλόμενο επί εγγράφων συντασσόμενων (ή/ και εκτελούμενων) στην Ελλάδα, δηλαδή φόρο που ενεργοποιείται εντός των γεωγραφικών συνόρων της χώρας μας. Το τέλος θα επιβαρύνει τις επιμέρους συναλλαγές ανεξαρτήτως της χωρικότητάς τους.

Κρίσιμο στοιχείο θα συνιστά η φορολογική κατοικία, η έδρα ή η μόνιμη εγκατάσταση ενός τουλάχιστον συναλλασσόμενου.

Υποθέτουμε ότι η εν λόγω επιλογή συναρτάται με τις τρέχουσες συνθήκες διεθνών (ιδίως ψηφιακών) συναλλαγών, κατά την κατάρτιση και εκτέλεση των οποίων είτε ο τόπος δεν συνιστά ουσιώδες στοιχείο είτε αυτός δεν δύναται να προσδιοριστεί με ασφάλεια.

Η ΕΠΙΛΟΓΗ της διατήρησης της φορολογίας χαρτοσήμου έστω και σε περιορισμένα φορολογικά αντικείμενα συνιστά πολιτική επιλογή, υπαγορευόμενη, υποθέτουμε, και από την ανάγκη είσπραξης δημοσίων εσόδων (;). Η ανάγκη, λοιπόν, εκσυγχρονισμού της διαδικασίας βεβαίωσης και είσπραξης ήταν εκτός από εμφανής, επιπρόσθετα και επιτακτική για λόγους ασφάλειας δικαίου.

Συμπερασματικά, οι ανωτέρω κυβερνητικές εξαγγελίες στοχεύουν στην απλούστευση των συναλλαγών, στην προσαρμογή της φορολογικής αρχής στα ταχέως εξελισσόμενα δεδομένα των διεθνών συναλλαγών και στον ασφαλέστερο, δικαιότερο και ταχύτερο εντοπισμό της φορολογητέας ύλης.

Ας μας επιτραπεί, προς το παρόν τουλάχιστον, να διατηρούμε επιφυλάξεις για τη δυνατότητα του ελεγκτικού μηχανισμού να εντοπίζει αποτελεσματικά και ιδίως με ταχύτητα τη σχετική φορολογητέα ύλη.

ΌΜΩΣ, έντονο προβληματισμό δημιουργεί η εξαγγελθείσα κυβερνητική πρόθεση επιβολής ψηφιακού τέλους συναλλαγών 2,4% (και με ανώτατο πλαφόν ανά συναλλαγή, 150.000 ευρώ) επί των επιχειρηματικών δανειακών συμβάσεων. Πρόθεση που είναι ευθέως αντίθετη με τη νομοθετημένη γενική αρχή ότι τα τέλη χαρτοσήμου δεν δύνανται να επιβληθούν επί συναλλαγών, όπως οι δανειακές συμβάσεις μεταξύ υποκείμενων στο καθεστώς ΦΠΑ (έστω και ευκαιριακά) επιτηδευματιών.

ΑΛΛΩΣΤΕ, η τυχόν διατήρηση της απαλλαγής από τέλη χαρτοσήμου (ψηφιακό τέλος συναλλαγής) των τραπεζικών δανείων, έναντι οιασδήποτε επιχειρηματικής δανειοδότησης εκτός τραπεζικού συστήματος δημιουργεί πλήρη στρέβλωση στην αγορά, καθιστώντας μη ανταγωνιστική οιαδήποτε μορφή χρηματοδότησης που δεν είναι τραπεζική. Τη στιγμή μάλιστα που για μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, ιδίως μικρομεσαίων και νεοφυών η πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό είναι δυσχερής ή μη συμφέρουσα οικονομικά.

Περαιτέρω, η εν λόγω επιλογή καθίσταται ακόμη πιο προβληματική για τις περιπτώσεις των ομολογιακών δανείων, που υπόκεινται σε απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου εδώ και πολλές δεκαετίες, με βάση ειδική νομοθετική διάταξη.

Η εξαγγελθείσα ρύθμιση επιβαρύνει ένα αποτελεσματικό εργαλείο ενίσχυσης των εταιρικών κεφαλαίων (ομολογίες και δη μετατρέψιμες σε μετοχές) και μάλιστα με την αιφνίδια κατάργηση μιας πρακτικής δεκαετιών (1970), που συνέβαλε στη μετατροπή του δανειστή από τρίτο πρόσωπο σε εταιρικό φορέα (μέτοχο) που ενδιαφέρεται για την επιχειρηματική ανάπτυξη.

Επιπρόσθετα, η επιλογή της επιβάρυνσης των ομολογιακών δανείων στέλνει αντιφατικά μηνύματα στους υποψήφιους επενδυτές, οι οποίοι μόλις πρόσφατα χαιρέτισαν τη μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων σε ποσοστό 0,2%.

Με άλλα λόγια, το κυβερνητικό μήνυμα θολώνει: Επιθυμεί η πολιτεία την κεφαλαιακή ενίσχυση και τη δημιουργία υγιών και μεγαλύτερων επιχειρηματικών μονάδων ή όχι;

ΤEΛΟΣ, η επιλογή της επιβολής ψηφιακού τέλους επί των δανείων, των ομολογιακών συμπεριλαμβανομένων, βρίσκεται σε αντίθεση και με τον επιδιωκόμενο από την Ε.Ε. σκοπό της αύξησης της μη τραπεζικής χρηματοδότησης, με ειδικότερη μάλιστα στόχευση και τη χρησιμοποίηση των Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων ως εργαλεία χρηματοδότησης.

Αν η επιλογή αυτή, που μοιάζει αντιαναπτυξιακή και αντιτιθέμενη στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, επιλέγεται ώστε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στη μεταφορά φορολογητέας ύλης από την Ελλάδα προς το εξωτερικό, θα πρέπει να προβληματιστούμε για τη στάθμιση του κινδύνου.

Η χρησιμοποίηση φορολογικού βάρους ως εργαλείου για την αποτροπή επιχειρηματικών πρακτικών, που μάλιστα συνιστούν διεθνή τάση, ακόμη και αν ήταν αποτελεσματική, εντούτοις προκαλεί ευρύτερες δυσμενείς συνέπειες.

Άλλωστε, για την παρακολούθηση της καταχρηστικής, για λόγους μεταφοράς φορολογητέας ύλης, χρησιμοποίησης του διασυνοριακού δανεισμού μεταξύ συγγενών εταιρειών υπάρχουν και άλλα εργαλεία, όπως ο περιορισμός της έκπτωσης των τόκων όταν υπερβαίνουν το 35% του δείκτη EBITDA.

ΣΕ ΜΙΑ χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου μόνο οι τράπεζες δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικής ανάπτυξης, η αύξηση του κόστους του εξωτραπεζικού δανεισμού με την επιβολή φορολογικού βάρους δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει σε βάρος των επενδύσεων.

Ενώ, για μια φορά ακόμη διατηρείται ένας προνομιακός χώρος στον τραπεζικό τομέα, χωρίς η αγορά να λειτουργεί με γνήσια ανταγωνιστικούς όρους. Επομένως, κατά τη θέσπιση του ψηφιακού τέλους συναλλαγών στον εξωτραπεζικό δανεισμό θα πρέπει ο νομοθέτης να εξετάσει τις ευρύτερες συνέπειες και να μην επηρεαστεί από το δέλεαρ των προσδοκώμενων ταμειακών εσόδων.

Ούτε, άλλωστε, βοηθά στην αναδιάρθρωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας η χρησιμοποίηση της φορολογίας χαρτοσήμου, ως αντικίνητρο για τη μεταφορά φορολογικού αποτελέσματος, η οποία συνιστά μια τρέχουσα διεθνή πραγματικότητα και για την οριοθέτηση της καταχρηστικότητας της οποίας ούτως ή άλλως η Ε.Ε. αναλαμβάνει σχετικές πρωτοβουλίες.