Του Γιώργου Αργείτη, καθηγητή ΕΚΠΑ, επιστημονικού διευθυντή ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
Η ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ της ελληνικής οικονομίας και η μετάβασή της σε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τη βιωσιμότητα της αγοράς εργασίας της και από την εμβάθυνση των κοινωνικών θεμελίων του αναπόφευκτου ψηφιακού και πράσινου μετασχηματισμού της.
Ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων και η Ατζέντα 2030
για τη βιώσιμη ανάπτυξη του ΟΗΕ έχουν θέσει το πλαίσιο της βιωσιμότητας της οικονομικής και κοινωνικής μετάβασης, δίνοντας έμφαση στη μείωση των κάθετων και των οριζόντιων ανισοτήτων, στον περιορισμό των συνθηκών φτώχειας, στη βελτίωση και την επέκταση της νομοθεσίας για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, στην αντιμετώπιση της επισφαλούς εργασίας με την οικοδόμηση ενός σύγχρονου συστήματος προστασίας της εργασίας, στην παραγωγική απασχόληση και στους μισθούς αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Δυστυχώς στα πεδία αυτά η χώρα μας εμφανίζει σημαντικές υστερήσεις εξαιτίας της έλλειψης σχεδιασμού μιας ολιστικής, ανθρωποκεντρικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, η αγορά εργασίας παρουσιάζει βελτίωση στην επίδοση των ποσοστών ανεργίας και απασχόλησης. Το 2023 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 61,8%. Όμως, το ποσοστό αυτό είναι 8,6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών το 2023 ανήλθε στις 18 ποσοστιαίες μονάδες, τιμή που είναι η υψηλότερη στην Ε.Ε.
Επιπλέον, η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-29 ετών από το αντίστοιχο εκείνων ηλικίας 50-64 ετών ανήλθε στις 27,4 ποσοστιαίες μονάδες, η έβδομη μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Μεγάλη είναι επίσης η διαφορά των ποσοστών απασχόλησης ανά περιφέρεια της χώρας. Τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης το 2023 εμφάνισαν οι Περιφέρειες Πελοποννήσου (65,5%), Αττικής (64%), Στερεάς Ελλάδας (63,2%) και Κρήτης (63%), ενώ τα χαμηλότερα οι Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας (55,6%), Θεσσαλίας (58%) και Δυτικής Ελλάδας (59,4%).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης δεν σηματοδοτεί από μόνο της κάποια σημαντική πρόοδο εάν δεν αντιμετωπίζονται οι προαναφερόμενες ανισότητες.
ΟΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ της χώρας μας σε μια σειρά βασικούς δείκτες που προσδιορίζουν τον βαθμό και τις προοπτικές ένταξης στην αγορά εργασίας, την ποιότητα της απασχόλησης, τις αμοιβές και την εργασιακή επισφάλεια συνεχίζουν να αποκλίνουν σημαντικά από τις αντίστοιχες στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα ευρήματα: παρά το γεγονός ότι η χώρα μας σημείωσε το 2023 ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης στο σύνολο των απασχολουμένων στην Ε.Ε. (7,3%, έναντι 17,8% στην Ε.Ε. και 20,6% στην Ευρωζώνη), το 42,8% από τους μερικά απασχολουμένους δήλωσαν ότι επέλεξαν το συγκεκριμένο καθεστώς εργασίας επειδή δεν κατάφεραν να βρουν μια θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης, ποσοστό που είναι 23,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο στην Ε.Ε. και το πέμπτο υψηλότερο στο σύνολο της Ένωσης.
Την ίδια στιγμή η απόκλιση της παραγωγικότητας από τον πραγματικό μισθό την περίοδο 2019-2023 έχει οδηγήσει σε αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της εργασίας.
ΕΠΙΒΑΡΥΝΤΙΚΑ στις συνθήκες απασχόλησης στην Ελλάδα επιδρούν οι πολλές ώρες εργασίας των εργαζομένων που διαταράσσουν την ισορροπία μεταξύ του εργασιακού και του ελεύθερου χρόνου τους.
Το 2023, στην Ελλάδα το 58,2% των εργαζομένων δήλωνε ότι απασχολούνταν εκτός του τυπικού ωραρίου εργασίας του, όταν στην Ε.Ε. το ποσοστό αυτό ήταν 33,9%.
Προβληματισμό επίσης δημιουργεί και η χαμηλή κατάταξη της χώρας μας όσον αφορά τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων.
ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΟ είναι επίσης το γεγονός ότι το ποσοστό των νέων ηλικίας 18-24 ετών σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση στην Ελλάδα είναι πάνω από δύο φορές πιο υψηλό από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Το 2023, το 14,7% των νέων ηλικίας 18-24 ετών, το 13% των ατόμων ηλικίας άνω των 55 ετών, το 12,9% των ανδρών και το 14,1% των γυναικών ήταν σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση.
Επιπλέον, την τριετία 2021-2023 περίπου το 36% των νοικοκυριών στην Ελλάδ αντεπεξερχόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία στις δαπάνες για την κάλυψη των βασικών του αναγκών.
Την ίδια χρονιά 22 στους 100 εργαζομένους με σύμβαση μερικής απασχόλησης είχαν διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ στην ίδια συνθήκη βρέθηκαν 9 στους 100 απασχολουμένους με σύμβαση πλήρους απασχόλησης.
ΤΑ ΠΡΟΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ εμπειρικά ευρήματα είναι ένα μέρος μόνο των δεικτών κοινωνικής βιωσιμότητας που αποτυπώνουν την ανάγκη εφαρμογής αποτελεσματικών μέτρων στήριξης της αγοράς εργασίας, του εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Οι παρεμβάσεις αυτές συνιστούν μείζονα αναπτυξιακή πρόκληση και είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικοδόμησης ενός κοινωνικά βιώσιμου υποδείγματος ανάπτυξης.