Του Πάνου Τασιόπουλου, Επικεφαλής Διεθνούς Συνεργασίας και Προγραμμάτων στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών, Martens Centre
Τις τελευταίες εβδομάδες, μετά τις εξελίξεις σε Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία, παρατηρήθηκε έντονη διπλωματική και πολιτική κινητικότητα από την ελληνική πλευρά στο μέχρι πρότινος υποτονικό βαλκανικό μέτωπο. Για την ώρα, οι αναταράξεις αυτές δεν φαίνεται να κοπάζουν. Κι ενώ οι ευρωεκλογές τελείωσαν, μέχρι να σχηματιστεί η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή και να ολοκληρωθούν οι αμερικανικές εκλογές το σκηνικό δύσκολα θα αλλάξει.
Ειδικά στη Βόρεια Μακεδονία, μετά την αχρείαστη, αλλά μεθοδευμένη κίνηση της νέας προέδρου, Γκόρντανα Σιλιάνοφσκα, να παραβιάσει τη Συμφωνία των Πρεσπών και το Σύνταγμα της χώρας της, σειρά έλαβε ο Χρίστιαν Μίτσκοσκι, ο οποίος ορκίστηκε κανονικά μεν, αλλά δεσμεύθηκε κι αυτός ότι θα συνεχίσει να ονομάζει την χώρα του στο εσωτερικό, «Μακεδονία».
Η κρίση με τα Σκόπια δεν περιορίζεται μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Μία ακόμη πτυχή που, αν και δεν σχετίζεται άμεσα με τις Πρέσπες, επηρεάζεται σαφώς από αυτές, είναι το εκκλησιαστικό ζήτημα της Βόρειας Μακεδονίας. Ένα σημαντικό ζήτημα, καθώς αφορά το 85% των Σλαβομακεδόνων, οι οποίοι δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αλλά και τις ευρύτερες γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή.
Όπως είναι γνωστό, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένα σύνολο τοπικών εκκλησιών, μεταξύ των οποίων τα πνευματικά πρωτεία κατέχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι περισσότερες από τις εκκλησίες αυτές, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, απέκτησαν εθνικό χαρακτήρα και, ειδικά στα Βαλκάνια, συνδιαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τις εθνικές ταυτότητες.
Στη βάση αυτή, η αυτοαποκαλούμενη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» (ΜΟΕ) προσπάθησε από τη δεκαετία του 1960, πρώτα να αυτονομηθεί και εν συνεχεία να ανεξαρτητοποιηθεί από το Πατριαρχείο της Σερβίας, διεκδικώντας παράλληλα την ιστορική συνέχεια της πάλαι ποτέ Αρχιεπισκοπής Αχριδών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η ΜΟΕ να θεωρείται σχισματική από τον υπόλοιπο Ορθόδοξο κόσμο, αντιμετωπίζοντας κυρίως τις σθεναρές αντιδράσεις των Σέρβων σε όποια προσπάθεια επίλυσης κι αν προτάθηκε.
Η Συμφωνία των Πρεσπών έδωσε μία νέα δυναμική στο ζήτημα. Τα Σκόπια με σειρά επιστολών και επισκέψεων της πολιτειακής, πολιτικής και θρησκευτικής ηγεσίας τους στην Κωνσταντινούπολη κράτησαν το θέμα ψηλά στην ατζέντα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να δεχθεί (09/05/2022) σε εκκλησιαστική κοινωνία την «ΜΟΕ», υπό το νέο όνομα «Εκκλησία της Αχρίδας» -το οποίο η ίδια η ιεραρχία της Βόρειας Μακεδονίας είχε νωρίτερα ζητήσει- χωρίς τη χρήση οποιουδήποτε παραγώγου της λέξης «Μακεδονία» και με στενά όρια δικαιοδοσίας, αυτά του κράτους της.
Στον μήνα που ακολούθησε, ο Σέρβος Πατριάρχης, όχι μόνο αποκατέστησε την κανονικότητα της «ΜΟΕ», αλλά αιφνιδιαστικά, σε κοινό συλλείτουργο με τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Στέφανο, του παρέδωσε αντικανονικά Τόμο Αυτοκεφαλίας με το όνομα «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» (ΜΟΕ-ΑΑ), διαφωνώντας στην πράξη με τα πρωτεία της Κωνσταντινουπόλεως και αγνοώντας την προτέρα απόφαση αυτής.
Η κίνηση αυτή ομοιάζει με την ξεκάθαρη αμφισβήτηση από το Πατριαρχείο Μόσχας των δικαιωμάτων και των πνευματικών πρωτείων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά την απόφαση του τελευταίου να αναγνωρίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (2018). Δεδομένων των στενών σχέσεων Βελιγραδίου-Μόσχας, είναι δύσκολο κάποιος να υποθέσει ότι οι Σέρβοι προχώρησαν σε αυτή την απόφαση χωρίς άμεση συνεννόηση με τους Ρώσους. Τονίζοντας τη «μακεδονικότητα» της εν λόγω Εκκλησίας, επιδιώκουν να μειώσουν και να υποβαθμίσουν την επιρροή του Πατριαρχείου στην περιοχή.
Εξάλλου, η Μόσχα, ενώ απέρριψε την κίνηση της Κωνσταντινούπολης, αγκάλιασε με ζέση αυτή των Σέρβων. Αρχικά, ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, καθώς και οι περισσότεροι ιεράρχες και θεολόγοι στα Σκόπια, ανέμεναν χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις τον Τόμο από την Κωνσταντινούπολη. Το κύμα, όμως, της εθνικιστικής αλλαγής υπό το VMRO-DPMNE, δυνάμωσε τις πιο ακραίες και ρωσόφιλες φωνές στους κόλπους της Εκκλησίας αυτής. Ως συνέπεια, σε μία πρόσφατη συνέντευξή του, ο Στέφανος χαρακτήρισε ως απαράδεκτους τους όρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, λοξοκοιτάζοντας σαφώς προς τη Μόσχα.
Στην κρίσιμη αυτή συγκυρία για τη Βόρεια Μακεδονία, κατά την οποία αμφισβητείται εν μέρει ή συνολικά μία από τις κύριες συμφωνίες ειρήνης και σταθερότητας των Βαλκανίων, δε θα πρέπει να υποτιμηθεί η πιθανή προσάρτηση της συγκεκριμένης εκκλησίας στον άξονα Μόσχας-Βελιγραδίου. Το 2018, το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνέβαλε με μία κίνηση υψηλού ρίσκου να καταπολεμηθεί η ρωσική επεκτατικότητα μέσω της θρησκευτικής και πολιτισμικής επιρροής της στην Ουκρανία και στην Ανατολική Ευρώπη. Το ίδιο επεδίωξε να κάνει και με την «ΜΟΕ». Δεν πρέπει να αφεθεί μόνο του.
Υπάρχουν πολλές και ισχυρές φωνές στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος που κατανοούν, πέρα από τη θρησκευτική, και την γεωπολιτική σημασία της σύνδεσης με το Φανάρι. Ο έντονος «μακεδονισμός» της τωρινής ηγεσίας των Σκοπίων δεν πρέπει να επιτραπεί να ανθίσει και να περιθωριοποιήσει τέτοιες φωνές. Ήδη στο δημόσιο διάλογο υποτιμούνται συχνά ως «Φαναρόδουλοι» και ακράτως δυτικόφιλοι.
Τέλος, ο ελληνικός λαός, καθώς και οι ελληνικές πολιτικές και θρησκευτικές ελίτ, πρέπει να συνειδητοποιήσουν την διαχρονική υπονόμευση των ελληνικών θέσεων στο «Μακεδονικό» από τη Σερβία. Πρέπει, επιτέλους, οι Σέρβοι να πάψουν να θεωρούν την ελληνική στήριξη δεδομένη στις εθνικές τους υποθέσεις, όταν εκείνοι υποσκάπτουν χωρίς καμία συστολή τα ελληνικά συμφέροντα στο σημαντικότερο βαλκανικό ζήτημα για τη χώρα.