Τoυ Βασίλη Κορκίδη, προέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά (ΕΒΕΠ)
Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και η κυβέρνηση δείχνει πως έχει λάβει τα μηνύματα που εξέπεμψαν οι πολίτες στις ευρωεκλογές, προτάσσοντας στη μάχη κατά της ακρίβειας κάθε δυνατό «όπλο» που έχει στα χέρια της.
Η αναγγελία διά στόματος πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη της επιβολής έκτακτης φορολογίας ύψους 33% στα υπερκέρδη των διυλιστηρίων, με το ποσό να υπολογίζεται κοντά στα 300 εκατ. ευρώ, είναι ενδεικτική. Τα χρήματα αυτά θα κατευθυνθούν στη στήριξη του προϋπολογισμού και ασφαλώς στη στήριξη ευάλωτων ομάδων στο τέλος του έτους και δη εκείνων των χαμηλοσυνταξιούχων, που δεν έχουν δει αύξηση λόγω της προσωπικής διαφοράς. Η προσωρινή συνεισφορά αλληλεγγύης θα υπολογιστεί με βάση τα πλεονάζοντα κέρδη του φορολογικού έτους 2023, όπως αυτά ορίζονται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 2022/1854, δηλαδή 33% επί των φορολογητέων κερδών του έτους 2023, που υπερβαίνουν το 20% του μέσου όρου των αποτελεσμάτων των ετών 2018 έως 2021.
Σημειώνεται ότι τα πλεονάζοντα κέρδη του 2023 θα βεβαιωθούν και θα αποτυπωθούν στις δηλώσεις των εταιρειών του φορολογικού έτους 2024.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ η πρώτη φορά που η κυβέρνηση στρέφει το βλέμμα της στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, καθώς μόλις πρόσφατα ανακοινώθηκε και η διατήρηση των υφιστάμενων μέτρων με τα «καλάθια» μέχρι τα τέλη του έτους.
Υπενθυμίζεται ότι από 1ης Ιανουαρίου 2024 μονιμοποιήθηκαν οι μειώσεις του συντελεστή ΦΠΑ σε μια σειρά αγαθών που εφαρμόστηκαν την περίοδο της πανδημίας, όπως στις μεταφορές, στα γυμναστήρια, στις σχολές χορού, στους κινηματογράφους και σε μια σειρά αγαθών σχετιζόμενα με τη δημόσια υγεία, με ετήσιο κόστος 305 εκατ. ευρώ.
Επιπρόσθετα, στη μάχη της ακρίβειας βρίσκεται και η αναβαθμισμένη πλατφόρμα ekatanalotis. Επιπλέον, επεκτάθηκε ο μειωμένος συντελεστής σε καφέ, κακάο, τσάι και χαμομήλι που προσφέρονται στην εστίαση, αλλά και στα κόμιστρα των ταξί, με εκτιμώμενο κόστος για το εξάμηνο 77 εκατ. ευρώ.
Επιπλέον, ο μειωμένος συντελεστής στα μη αλκοολούχα ποτά μονιμοποιήθηκε στο 13% για τις περιπτώσεις παραδόσεων αγαθών, ενώ στα σερβιριζόμενα μη αλκοολούχα ποτά επανήλθε στο 24%.
ΣΊΓΟΥΡΑ αυτές οι ρυθμίσεις έρχονται σε μία περίοδο όπου η ακρίβεια συνεχίζει να ροκανίζει το εισόδημα των νοικοκυριών, δημιουργώντας προβλήματα στην κυκλικότητα της οικονομίας. Δεν θα κουραστώ να επισημαίνω ότι η υγιής επιχειρηματικότητα θα είναι αρωγός στην προσπάθεια καταπολέμησης της ακρίβειας και πάταξης της αισχροκέρδειας, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος θα πρέπει να αξιοποιήσει υπηρεσίες και μηχανισμούς που διαθέτει προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο κόσμος της αγοράς είναι δικαιολογημένα προβληματισμένος, αλλά με μεγάλη διαφορά αναγνωρίζει την προσπάθεια του πρωθυπουργού να βγάλει τη χώρα οριστικά και αμετάκλητα από την επικίνδυνη ζώνη. Η πιο δίκαιη προσέγγιση στον πελάτη και μάλιστα σε μια περίοδο παρατεταμένης ακρίβειας είναι μια τιμή, χαμηλή τιμή, όλο τον χρόνο.
Βεβαίως, η λύση στο μεγάλο πρόβλημα της ακρίβειας είναι σε κάθε περίπτωση η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος. Το βέβαιο είναι ότι η ένταση και η διάρκεια της ακρίβειας δύσκολα αντιμετωπίζονται, αφού εξαρτώνται από το κλίμα, την ενέργεια, την παραγωγή και τις εισαγωγές, που δύσκολα ελέγχονται. Έτσι οι μεταρρυθμίσεις που ήδη εφαρμόζονται στη χώρα μας για τη συγκράτηση των ανατιμήσεων μάλλον πρέπει να μείνουν στην αγορά και όταν θα έχει φύγει η ακρίβεια.
ΘΑ ΗΘΕΛΑ να επισημάνω πως άλλο είναι η ακρίβεια και άλλο ο πληθωρισμός, επειδή η σύγχυση μεταξύ αυτών των δύο εννοιών και καταστάσεων είναι συχνή, άλλοτε από άγνοια, άλλοτε για ευκολία και άλλοτε με σκοπιμότητα. Ακρίβεια έχουμε όταν το επίπεδο των τιμών είναι υψηλό σε σύγκριση με το εισόδημά μας και ασφαλώς η εκτίμηση της ακρίβειας διαφέρει για τον κάθε άνθρωπο, είτε εργοδότη είτε εργαζόμενο, και για κάθε οικογένεια ξεχωριστά.
Πληθωρισμό έχουμε όταν οι τιμές μεταβάλλονται με ρυθμό ταχύτερο από τον συνηθισμένο, τον οποίο κατά κανόνα έχουμε ορίσει γύρω στο 2%, επειδή σε αυτό το ποσοστό μεταβολής θεωρούμε ότι δεν δημιουργείται πρόβλημα στην εθνική και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Ας μην ξεχνάμε πως ακόμα και σε περιόδους αποπληθωρισμού, όπως τη δεκαετία του 2010, ζήσαμε την ακρίβεια δραματικά. Αυτό που συνδέει τον πληθωρισμό με την ακρίβεια είναι η τιμή.
Ας ελπίσουμε πως είμαστε στην αρχή του τέλους αυτού του κύκλου του πληθωρισμού και πως όταν οι τιμές υποχωρήσουν, τα εισοδήματα, όχι μόνο θα παραμείνουν στα σημερινά υψηλότερα επίπεδα, αλλά θα εξακολουθούν να αυξάνονται περαιτέρω, απομακρύνοντας έτσι οριστικά την ακρίβεια.
ΣΥΜΦΩΝΑ με τη Eurostat ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα μειώθηκε σχεδόν κατά μία μονάδα, από 3,2% τον Απρίλιο σε 2,4% τον Μάιο. Μάλιστα, η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα της Ευρωζώνης στην οποία παρατηρείται μείωση του δείκτη σε μηνιαία βάση και όχι απλώς μια συγκριτική επιβράδυνση του ρυθµού αύξησης των τιµών.
Ο αρνητικός ενεργειακός πληθωρισµός (-1,7%), το τρίµηνο «µπλόκο» στις προσφορές προϊόντων που περιόρισε σηµαντικά τις ανατιµήσεις, η συγκράτηση των τιμών με «καλάθια» και ελέγχους του υπουργείου Ανάπτυξης (ΥΠΑΝ), αλλά και το γεγονός ότι οι τιμές στην αγορά είτε δεν αυξήθηκαν, είτε διαμορφώθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι, θεωρούνται οι βασικοί παράγοντες για τη «βουτιά» του εναρμονισμένου δείκτη τιµών καταναλωτή τον φετινό Μάιο.
Όσο για τη «θετική απόκλιση με αρνητικό πρόσημο», έστω και οριακά με μεταβολή -0,3%, του δείκτη της χώρας μας από τον αντίστοιχο στην Ευρωζώνη, μπορούμε να πούμε πως δεν έτυχε απλώς, αλλά πέτυχε με τον συνδυασμό των μέτρων της κυβέρνησης και την ανταπόκριση των επιχειρήσεων της εγχώριας αγοράς.
Αναμφισβήτητα, οι τιμές στην ελληνική αγορά σε σύγκριση με το διαθέσιμο εισόδημα δεν είναι χαμηλές, αλλά τουλάχιστον τα στοιχεία δείχνουν πως έχουν σταματήσει να αυξάνονται και βεβαίως ο στόχος παραμένει να αρχίσουν να μειώνονται.
ΤΕΛΟΣ, η ευρωπαϊκή διάσταση του ζητήματος των τιμών απαιτεί και τη μετεκλογική παρέμβαση του πρωθυπουργού στην πρόεδρο της Ε.Ε. για τις πρακτικές των πολυεθνικών να πωλούν σε διαφορετικές τιμές παρεμφερή ή ίδια προϊόντα, ανάλογα με το μέγεθος της αγοράς, ζημιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους Έλληνες καταναλωτές. Είναι ένα σοβαρό ζήτημα, το οποίο πρέπει να απασχολήσει τη στρατηγική ατζέντα της Ε.Ε. για την επόμενη πενταετία. Η ενιαία αγορά δεν αφορά μόνο τις επιχειρήσεις, αφορά και τους καταναλωτές.
Η ακρίβεια θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχοντας συμμάχους άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με μικρότερες αγορές, που κατά κανόνα βρίσκονται αντιμέτωπες με αθέμιτες πρακτικές.
Η υγιής επιχειρηματικότητα του ΕΒΕΠ θα είναι αρωγός στην προσπάθεια καταπολέμησης της ακρίβειας και πάταξης της κερδοσκοπίας και καλώς το κράτος αξιοποιεί τις ψηφιακές υπηρεσίες και τους μηχανισμούς που διαθέτει προς αυτή την κατεύθυνση.