Skip to main content

Κλίμα και ευρωεκλογές: Χαμένοι στην (πράσινη) μετάβαση

Η περίπτωση της Θεσσαλίας πρέπει να ιδωθεί ως υπόδειγμα οικουμενικής απήχησης, για το πόσο βαθιά πολιτική είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και η συγκρότηση της πράσινης μετάβασης

Του Νικήτα Μυλόπουλου, καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, διευθυντή Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων, υποψήφιου ευρωβουλευτή με τη Νέα Αριστερά

ΑΝ Η ΠΡΑΣΙΝΗ μετάβαση, ως οργανωμένο πέρασμα από τον άνθρακα στην κλιματική ουδετερότητα, θεωρείται σήμερα, από τη μεγάλη πλειοψηφία, μονόδρομος για τη διάσωση του πλανήτη, ο τρόπος που θα υλοποιηθεί -και η ίδια η συγκρότησή της- παραμένει ένα τεράστιο αίνιγμα για τις κοινωνίες και τους θεσμούς τους. Αίνιγμα που κωδικοποιείται στο δίλημμα: διάσωση του πλανήτη ή του καπιταλισμού;

Αναμενόμενο θα πει κανείς, εφόσον μιλάμε για ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα, που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, συνυφασμένων με το ιδεολογικό φαντασιακό των κοινωνικών δυνάμεων. Στην εποχή της απο-πολιτικοποίησης όμως -της μεταπολιτικής για κάποιους- κάτι τέτοια θεωρούνται από τους κρατούντες ξεπερασμένα, στη δε χώρα μας θεωρούνται «σάλτσες» και από τους νεόκοπους «αντιπάλους» των κρατούντων.

Ίσως γι’ αυτό και η κλιματική κρίση παραμένει, ως θεματική, κρυμμένη καλά στην προεκλογική περίοδο, κάτω από κοινοτοπίες, αόριστες κινδυνολογίες, ωραίες συνεντεύξεις σε ακόμη ωραιότερα σπίτια και τη γνωστή αφρώδη ανεμελιά των «επιτυχημένων» αρχηγών.

Θεσσαλία και Δεξιά Μετάβαση

Όμως ζούμε το τρίτο στη σειρά θερμότερο καλοκαίρι στην ιστορία -από τότε που μπορούμε να μετρήσουμε-, η γειτονιά μας πλήττεται από φονικές ξηρασίες, η χώρα μας έχει τα πρωτεία διεθνώς (και) σε καμένα δάση, ενώ οι πλημμύρες που χτύπησαν τη Θεσσαλία δεν προμηνύουν τίποτα το αισιόδοξο για το άμεσο μέλλον της ανοχύρωτης χώρας.

Ειδικά η περίπτωση της Θεσσαλίας πρέπει να ιδωθεί ως υπόδειγμα οικουμενικής απήχησης, για το πόσο βαθιά πολιτική είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και η συγκρότηση της πράσινης μετάβασης. Είναι ο τόπος όπου η κυβέρνηση, ως γνήσια νεοφιλελεύθερη δύναμη που φλερτάρει και με την ακροδεξιά, αναπτύσσει πάνω στο κατεστραμμένο οικοσύστημα ένα στρατηγικό σχέδιο ολιγαρχικού μετασχηματισμού, προσφέροντας -κυριολεκτικά- γη και ύδωρ σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά funds (βλ. Ν. Μυλόπουλος, Γη και Ύδωρ, News 24/7).

Πρόκειται για την πιο κυνική μορφή της πράσινης μετάβασης, ένα Master Plan σοκ και δέους, με την εργασία να επιστρέφει στον 19ο αιώνα (αμοιβές-συνθήκες), τα υπερκέρδη να διαφεύγουν στο εξωτερικό και τους σημερινούς αγρότες να καταλήγουν κολίγοι στα χωράφια τους.

Η ΔΕΞΙΑ είναι η μόνη ίσως δύναμη παγκοσμίως που κατάλαβε τις ευκαιρίες κέρδους που ανοίγει για την αγορά η πράσινη μετάβαση, οδηγώντας τις κοινωνίες σε ακόμη μεγαλύτερες ανισότητες και το περιβάλλον ακόμη πιο κοντά στην ερημοποίηση.

Ταυτόχρονα, είναι η μόνη που κατάλαβε καλύτερα τη δυναμική αυτής της ιστορικής διαδικασίας, που σε άλλα χέρια θα μπορούσε να οδηγήσει στην αλλαγή των συσχετισμών σε όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό και την πολεμά όπου και όπως μπορεί (π.χ. η στάση της Ν.Δ. στο Ευρωκοινοβούλιο, και η ευθυγράμμισή της με την ακροδεξιά στο «Νομοσχέδιο για την αποκατάσταση της Φύσης»), γι’ αυτό και σήμερα η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία καρκινοβατεί.

Και οι… άλλοι

Από την πλευρά της Αριστεράς, η πράσινη μετάβαση είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία αντιστροφής του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, η ευκαιρία συγκρότησης του άλλου μοντέλου ζωής και ανάπτυξης, με κοινωνική δικαιοσύνη, χειραφέτηση και συμπερίληψη, με ένα άλλο ήθος στη σχέση με τη φύση και το περιβάλλον.

Μιλάμε επομένως για την ανάγκη ενός προγράμματος βαθέως μετασχηματισμού, μεγέθους «New Deal», μια Πράσινη Νέα Συμφωνία, όπως τη φαντάστηκαν πρόσφατα, πολλοί διανοητές -από τη Σαντάλ Μουφ έως τον Τσόμσκι- και την πρότειναν ριζοσπάστες πολιτικοί, από το μεγαλειώδες σχέδιο του Μπέρνι Σάντερς, μέχρι την Πράσινη Βιομηχανική Επανάσταση του Κόρμπιν, με τα εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, τα τεράστια χρηματικά ποσά για την επίλυση των ανισοτήτων και τη στήριξη των λαϊκών στρωμάτων, με την κρατικοποίηση ενέργειας, νερού, και υποδομών, τη συλλογική διαχείριση των φυσικών πόρων κ.λπ.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ και σχέδια για έναν γενναίο ριζοσπαστικό μετασχηματισμό, αλλά και πολύ υψηλού οικονομικού κόστους. Σχέδια που προϋποθέτουν την κατακόρυφη αύξηση στη φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων -ειδικά των ενεργειακών-, που προϋποθέτουν μία ριζική αναδιάρθρωση της οικονομίας, που αγγίζουν ταμπού όπως η μείωση των εξοπλισμών.

Εδώ είναι το σημείο όπου τα πράγματα περιπλέκονται και αυτή είναι η λυδία λίθος για τις πολιτικές δυνάμεις που έχουν στη ρητορική τους την αλλαγή στην κοινωνία. Ποιοι θα συμμετάσχουν σε μία τέτοιου τύπου πολιτική συμμαχία ανατροπής;

Ξεκινώντας από τις δυνάμεις της οικολογίας, μέρος των οποίων επιμένει στην απολίτικη ανάγνωση πέραν του δίπολου «αριστερά – δεξιά» που θεωρούν ξεπερασμένο, με αποτέλεσμα τη συμμετοχή σε αμφιλεγόμενες κυβερνητικές συνεργασίες (Γερμανία, Αυστρία κ.λπ.), συνεχίζοντας με τη σοσιαλδημοκρατία που ολισθαίνει σε λύσεις και δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς και καταλήγοντας στις δυνάμεις του ορθόδοξου κομμουνισμού, που έχουν θέσει εαυτούς, ούτως ή άλλως, εκτός της όλης συζήτησης;

Ή όταν στην Ελλάδα, ο νεόκοπος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτείνει τη μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα υψηλά εισοδήματα και ομνύει στο ΝΑΤΟ και στην ενίσχυση των εξοπλισμών;

ΝΑΙ, Η ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ κρίση και η πράσινη μετάβαση μπορούν όντως να αποτελέσουν τη μεγάλη ευκαιρία για την Αριστερά και την Οικολογία, για τη συνάρθρωση των κοινωνικών κινημάτων με το επείγον οικολογικό αίτημα. Κάτι τέτοιο εννοούμε στη Νέα Αριστερά όταν μιλάμε για την ανάγκη επιστροφής της πολιτικής στο προσκήνιο. Να φανταστούμε μαζί το νέο τοπίο, να τολμήσουμε μαζί ένα νέο υπόδειγμα ζωής, να γίνουμε ο καταλύτης στις νέες συμμαχίες.

ΓΙ’ ΑΥΤΟ επιμένω πως η Αριστερά οφείλει να ονειρευτεί τον κόσμο από την αρχή.

ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ οφείλει να φέρει αυτό το όνειρο στη δημόσια συζήτηση. Όσο πιο ενισχυμένο, τόσο το καλύτερο.