Skip to main content

Γιατί διαφέρουν οι τιμές των προϊόντων στα κράτη της Ε.Ε.

Η άρση των εμπορικών φραγμών πρέπει να είναι μια από τις βασικές προτεραιότητες στην Ένωση, καθώς σήμερα ματαιώνεται ο πιο θεμελιώδης στόχος της κοινότητας, η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών

Της Μιλένας Παναγιωτοπούλου, επικεφαλής Ευρωπαϊκών & Διεθνών Σχέσεων ΕΣΕΕ

Η ΔΙΑΦΟΡΑ των τιμών των προϊόντων μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως το κόστος εργασίας, το λειτουργικό κόστος μιας επιχείρησης, το μεταφορικό κόστος, οι αποκλίσεις στους φορολογικούς συντελεστές και στον ΦΠΑ, κ.ά. Άλλοι παράγοντες που επιδρούν στις τιμολογιακές πολιτικές των επιχειρήσεων είναι οι κρίσεις, ο πληθωρισμός ή οι «γεωγραφικοί εφοδιαστικοί περιορισμοί» που επιβάλλουν ορισμένες πολυεθνικές επιχειρήσεις παραγωγής ταχέως κινούμενων καταναλωτικών προϊόντων (FMCGs) (π.χ. απορρυπαντικά, καλλυντικά, αναψυκτικά, ποτά και άλλα), επιτυγχάνοντας υψηλότερα περιθώρια κέρδους.

ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, οι περιορισμοί αυτοί συχνά περιλαμβάνονται στις εσωτερικές οδηγίες των εταιρικών ομίλων, με τις οποίες καλούν τις θυγατρικές τους να μην επιτρέπουν τις «παράλληλες αγορές», ώστε να προστατεύσουν την κερδοφορία τους. Δηλαδή, να μην επιτρέπουν στις επιχειρήσεις χονδρικού ή λιανικού εμπορίου με τις οποίες συναλλάσσονται να προμηθεύονται προϊόντα από διαφορετικό κράτος-μέλος της Ε.Ε. από εκείνο που είναι εγκατεστημένες ή από την εθνική αγορά που εξυπηρετούν.

Για παράδειγμα, μια Χ πολυεθνική αρνείται να προμηθεύσει κάποια επιχείρηση λιανικού ή χονδρικού εμπορίου με προϊόντα, αν αυτή τα μεταπωλεί εκτός της γεωγραφικής περιοχής της, καθώς υπάρχουν οι κατά τόπους αντιπρόσωποι. Επίσης, ενδέχεται να διαφοροποιεί τη συσκευασία των προϊόντων ή/και τα ίδια τα προϊόντα προκειμένου να εμποδίζει το παράλληλο εμπόριο.

ΟΙ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ αυτές διαφεύγουν των κανόνων του ανταγωνισμού, επειδή διατηρούν μια θέση που είναι ισχυρή στην αγορά, αλλά όχι κυρίαρχη για να εμπίπτουν έτσι στην ενωσιακή νομοθεσία περί καταχρηστικών πρακτικών.

Στην πραγματικότητα, όμως, στρεβλώνουν και αποδυναμώνουν τον ανταγωνισμό μέσα από τέτοιες «αθέμιτες εμπορικές πρακτικές», οι οποίες είναι αντίθετες προς τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ, έτσι, τα «μονοπώλια» των πολυεθνικών, που με την καταχρηστική τους συμπεριφορά επηρεάζουν αρνητικά το εμπόριο και επακόλουθα το κόστος ζωής των πολιτών.

Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις που οι γεωγραφικοί εφοδιαστικοί περιορισμοί δημιουργούνται από εθνικούς νόμους που ρυθμίζουν τις συναλλαγές εντός του συγκεκριμένου κράτους-μέλους της Ένωσης, με έμμεση ωστόσο επίδραση, ορισμένες φορές, σε άλλα κράτη-μέλη. Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή τόσο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και στις πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών της Ένωσης.

Υπάρχουν σχετικές μελέτες, άλλωστε, που υπολογίζουν ότι οι φραγμοί αυτοί κοστίζουν στους Ευρωπαίους καταναλωτές τουλάχιστον 14 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Πρόσφατα, ο Τσέχος πρωθυπουργός συγκρίνοντας ίδια προϊόντα στα σούπερ μάρκετ της Γερμανίας και της Τσεχίας, διαπίστωσε ότι στη χώρα του το κόστος αγοράς αυξανόταν κατά είκοσι ευρώ. Όπως φθηνότερα έως και 30% είναι τα προϊόντα στην Πολωνία σε σχέση με την Τσεχία, λόγω κατάργησης του ΦΠΑ στα τρόφιμα.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ δύο χρόνια με την εκτίναξη του πληθωρισμού και την αύξηση του κόστους ζωής στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ο κατακερματισμός της ενιαίας αγοράς είναι πιο αισθητός. Στη βάση αυτή έχει εδώ και καιρό αρχίσει η συζήτηση αναφορικά με την ενιαία αντιμετώπιση των περιορισμών αυτών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η επιστολή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εντάσσεται στην κατεύθυνση αυτή και χρονικά προηγήθηκε της κρίσιμης συνεδρίασης της 24ης Μαΐου του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. Στη συνεδρίαση αυτή η αντιπροσωπεία της Ολλανδίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου, της Δανίας, της Τσεχίας, της Κροατίας και της Σλοβακίας ενημέρωσε τους υπουργούς για την ανάγκη άμεσης εξάλειψης των γεωγραφικών εφοδιαστικών περιορισμών στην ενιαία αγορά. Φαίνεται, άλλωστε, ότι υπάρχει μια ευρύτερη ενεργοποίηση για την αντιμετώπιση του ζητήματος, όπως αποτυπώνεται σε μια σειρά προστίμων που έχει αρχίσει να επιβάλλεται σε πολυεθνικές. Όπως, για παράδειγμα, το πρόσφατο πρόστιμο των 337,5 εκατ. ευρώ στη Mondelez ή λίγα χρόνια νωρίτερα το πρόστιμο των 200 εκατ. ευρώ στην AB InBev.

ΣΕ ΕΝΑ ΑΚΡΩΣ ανταγωνιστικό περιβάλλον, με υψηλά πάγια λειτουργικά κόστη και χαμηλά περιθώρια κέρδους για τις επιχειρήσεις χονδρικού και λιανικού εμπορίου, αλλά υψηλά περιθώρια κέρδους για τις πολυεθνικές, οι επιχειρήσεις χονδρικού και λιανικού εμπορίου χρειάζεται να δημιουργήσουν συνέργειες για την προμήθεια προϊόντων. Η άρση των εμπορικών φραγμών, πράγματι, θα πρέπει να είναι μια από τις βασικές προτεραιότητες στην Ένωση, καθώς σήμερα με την υπάρχουσα κατάσταση ματαιώνεται ο πιο θεμελιώδης στόχος της κοινότητας, η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών.

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ των γεωγραφικών εφοδιαστικών περιορισμών, ωστόσο, αποτελεί μια μερική λύση στο ζήτημα της αύξησης των τελικών τιμών. Στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι φόροι προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο. Η Ελλάδα κατατάσσεται ανάμεσα στις χώρες με τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ, πλάι στην Ουγγαρία (27%) και την Κροατία, τη Δανία και τη Σουηδία (25%). Οι έμμεσοι φόροι στην κατανάλωση, όπως είναι γνωστό, μπορεί μεν να αποτελούν έναν οικονομικά αποδοτικό τρόπο αύξησης των φορολογικών εσόδων, εμπεριέχουν ωστόσο ένα στοιχείο αδικίας. Και αυτό γιατί πλήττουν οριζόντια τους πολίτες – καταναλωτές συμβάλλοντας στη διεύρυνση των ανισοτήτων και απειλώντας την κοινωνική δικαιοσύνη. Επομένως, εκτός της ενεργοποίησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο -κάτι που ως γνωστόν εάν έχει κάποιο αποτέλεσμα, αυτό θα είναι σε βάθος χρόνου-, για τη συγκράτηση των τιμών απαιτούνται συγκεκριμένα μέτρα από τις εθνικές κυβερνήσεις. Κι όπως είναι γνωστό, η φορολογική πολιτική είναι το μόνο εργαλείο που μπορεί να έχει άμεσα αποτελέσματα.