Skip to main content

Β. Κορκίδης: Η φορολόγηση και η τιμολόγηση πολυεθνικών

Ο νόμος διασφαλίζει στις χώρες της Ε.Ε. ένα ελάχιστο επίπεδο φορολογίας 15%

Του Βασίλη Κορκίδη, προέδρου Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά

Ο ΝΟΜΟΣ 5100/2024 ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία την οδηγία της Ε.Ε. 2022/2523 για την εξασφάλιση ενός παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας για τους ομίλους πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ο νέος νόμος εφαρμόζεται πλέον σε εγκατεστημένες στην Ελλάδα επιχειρήσεις, που είναι μέλη ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, οι οποίες περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας με ετήσια έσοδα άνω των 750 εκατ. ευρώ για τουλάχιστον δύο από τα τέσσερα οικονομικά έτη που προηγούνται του υπό εξέταση οικονομικού έτους αναφοράς.

Στην Ελλάδα, το μέτρο αφορά 14 πολυεθνικές επιχειρήσεις και δεκάδες θυγατρικές πολυεθνικών, οι οποίες δραστηριοποιούνται εντός των ελληνικών συνόρων και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 10 εκατ. ευρώ και κέρδη άνω του 1 εκατ. ευρώ. Ο νόμος εισάγει τρεις μηχανισμούς φορολόγησης, τον κανόνα συμπερίληψης εισοδήματος, τον κανόνα υποφορολογημένων κερδών και έναν εγχώριο συμπληρωματικό φόρο, που ρυθμίζει την επιβολή ενός ελάχιστου πραγματικού φορολογικού συντελεστή, ύψους 15%, σε οντότητες που ανήκουν σε πολυεθνικές επιχειρήσεις ή εγχώριους ομίλους μεγάλης κλίμακας.

Από την εφαρμογή των διατάξεων εξαιρούνται οι κρατικές οντότητες, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, το διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα και ορισμένες άλλες θυγατρικές οντότητες. Ο νόμος διασφαλίζει έτσι στις χώρες της Ε.Ε. ένα ελάχιστο επίπεδο φορολογίας 15%, που υπολογίζεται ανά δικαιοδοσία και καλύπτει τη διαφορά ανάμεσα στον πραγματικό και στον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, επιχειρείται να μπει ένα τέλος στις φορολογικές πρακτικές των πολυεθνικών που τους επιτρέπουν να μετατοπίζουν τα κέρδη τους σε χώρες με μηδενική ή πολύ χαμηλή φορολογία. Η δημιουργία διεθνών φορολογικών κανόνων μπορεί να διασφαλίσει ότι όλες οι επιχειρήσεις καταβάλλουν δίκαιο μερίδιο φόρων, οπουδήποτε και αν δραστηριοποιούνται, με ισότιμους όρους ανταγωνισμού.

Πάνω από μία δεκαετία, ο ΟΟΣΑ ηγείται μιας διεθνούς προσπάθειας να αντιμετωπιστούν οι πρακτικές των πολυεθνικών ομίλων και η φοροαποφυγή. Η προσπάθεια επικεντρώνεται στη λεγόμενη «διάβρωση της φορολογικής βάσης και μεταφορά κερδών» με την τεχνητή και αθέμιτη μεταφορά σε χώρες με χαμηλή ή μηδενική φορολόγηση εισοδημάτων, ώστε να αποφευχθεί η φορολόγησή τους.

Μάλιστα, η παγκόσμια ετήσια απώλεια εσόδων, από τις πρακτικές αυτές εκτιμάται για τις φορολογικές αρχές σε τουλάχιστον 150 δισ. δολάρια, περίπου το 6% των εσόδων των κρατών, από τη φορολογία εισοδήματος εταιρειών.

Παράλληλα, αντιμετωπίζεται η πρόκληση όπου προϊόντα και υπηρεσίες παρέχονται ψηφιακά. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι μπορούν να πωλούν ψηφιακά σε πολλές χώρες, χωρίς φυσική παρουσία και ανεξαρτήτως του κράτους όπου έχουν την καταστατική τους έδρα, θέτοντας εύλογο ερώτημα για το πού προκύπτουν τα έσοδα και ποιες φορολογικές αρχές νομιμοποιούνται να φορολογήσουν τα κέρδη τους.

ΕΑΝ ΟΜΩΣ ο έλεγχος της φορολόγησης των πολυεθνικών είναι δύσκολος, ακόμα δυσκολότερος είναι ο έλεγχος των πρακτικών τιμολόγησης των προϊόντων τους. Οι τιμές των πολυεθνικών είναι ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο θέμα, που εμπλέκει φορείς και παράγοντες σε πολλές χώρες, αλλά θα πρέπει κάποτε να αντιμετωπισθεί. Οι συνήθεις τρόποι που μπορεί να ελέγχονται οι τιμές περιλαμβάνουν τον ανταγωνισμό, τους καταναλωτές, τους κανονισμούς και τη διαφάνεια.

Ένας υγιής ανταγωνισμός είναι σημαντικός για τον έλεγχο των τιμών και μπορεί να ασκήσει πίεση για τη διατήρηση των τιμών σε λογικά επίπεδα. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να επιβάλλουν κανόνες για τις τιμές σε ορισμένες αγορές και σε κλάδους που υπάρχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Οι καταναλωτές μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές με τις αγοραστικές τους επιλογές, εάν αντιδράσουν αρνητικά σε αυξήσεις, ώστε οι εταιρείες να αναθεωρήσουν τις τιμές τους. Η διαφάνεια στην πολιτική τιμολόγησης και η δημοσιοποίηση των τιμών μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο των τιμών και στην αποτροπή παράνομων πρακτικών.

Οι τιμολογήσεις των πολυεθνικών εταιρειών σε καταναλωτικά αγαθά καθορίζονται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων του κόστους παραγωγής, του ανταγωνισμού, της ζήτησης και προσφοράς, των στρατηγικών τιμολόγησης και της φορολογίας.

Ο ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟΣ παράγοντας που επηρεάζει τις τιμές είναι η φορολόγηση, καθώς πολλές χώρες επιβάλλουν υψηλούς φόρους σε επώνυμα προϊόντα. Ο ΦΠΑ μπορεί να είναι ένας βασικός παράγοντας για τις αποκλίσεις των τιμών σε όμοια προϊόντα, με τη χώρα μας μάλιστα να βρίσκεται στην πρώτη 5άδα των ευρωπαϊκών χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές.

Όμως, εάν εξετάσουμε τις τιμές πολλών προϊόντων πολυεθνικών στα τιμολόγια, χωρίς τον ΦΠΑ, καταδεικνύεται πως η Ελλάδα έχει από τις μεγαλύτερες κοστολογήσεις, που δεν δικαιολογούνται ούτε από φυσικές καταστροφές της κλιματικής αλλαγής, ούτε από το μεταφορικό κόστος λόγω της απόστασης της χώρας μας από τα παραγωγικά κέντρα της Ευρώπης, ούτε από τα αντίστοιχα κόστη σε ενέργεια, ούτε από το μέγεθος της αγοράς και αντίστοιχες οικονομίες κλίμακας στις προμήθειες αυτών των προϊόντων.

Η συγκέντρωση της αγοράς από πολυεθνικές εταιρείες επιδρά σίγουρα στις τιμές και μάλιστα εξαρτάται από παράγοντες όπως ο ανταγωνισμός, η αποδοτικότητα και η καταναλωτική ζήτηση. Αν η συγκέντρωση της αγοράς οδηγεί σε μείωση του ανταγωνισμού, τότε οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν περισσότερη ευκολία να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους.

Οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να επωφεληθούν από την οικονομία κλίμακας που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των λειτουργικών δαπανών και ενδεχομένως σε μειωμένες τιμές. Η ζήτηση από τους καταναλωτές είναι πολύ σημαντική, αφού εάν έχουν περισσότερες επιλογές και αγοραστική δύναμη, οι πολυεθνικές εταιρείες δυσκολεύονται να αυξήσουν τις τιμές χωρίς να χάσουν πελάτες.

Συνολικά, η επίδραση της συγκέντρωσης της αγοράς στις τιμές είναι καθοριστική και εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ της διαφορετικής τιμολόγησης στην Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες υφίσταται από την προηγούμενη μεγάλη πληθωριστική κρίση του 2008, με τον όρο «transfer pricing», που αφορούσε τις ενδοομιλικές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούσαν τη χαμηλή φορολογία βαλκανικών χωρών. Οι συνηθέστερες πρακτικές που ακολουθούνται για να ανεβάζουν το κόστος των πωλούμενων στην Ελλάδα προϊόντων, ειδικά όταν η θυγατρική στην Ελλάδα είναι εμπορική εταιρεία, είναι η επιβολή πολύ υψηλών δικαιωμάτων χρήσης των σημάτων «royalties», οι υψηλές τιμές προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, ο εσωτερικός δανεισμός με πολύ υψηλά επιτόκια και βεβαίως τα χαμηλά επίπεδα φορολόγησης σε κάποιες χώρες της Ε.Ε.

Επίσης, δύσκολη είναι η καταπολέμηση της πρακτικής «shrinkflation» με την πώληση του ίδιου, αλλά συρρικνωμένου προϊόντος, σε μικρότερες συσκευασίες και λιγότερο προϊόν µε στόχο την τιμή σε βάρος των καταναλωτών, καθώς και η καταπολέμηση της «εξισορροπητικής κερδοσκοπίας», γνωστής ως «arbitrage», με την ταυτόχρονη αγορά και πώληση του ίδιου προϊόντος σε δύο διαφορετικές αγορές με δύο διαφορετικές τιμές.

ΕΙΝΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣ σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο έλεγχος των τιμών των πολυεθνικών εξαρτάται από τον συνδυασμό ευρωπαϊκής βούλησης και κεντρικών ενεργειών. Οι ευρωπαϊκοί κανόνες που υπάρχουν και η νομοθεσία που διέπει τον έλεγχο των πολυεθνικών εταιρειών στην Ε.Ε. περιλαμβάνουν κανόνες ανταγωνισμού, φορολογίας, προστασίας καταναλωτών, συγχωνεύσεων και εξαγοράς επιχειρήσεων, αλλά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης της φορολογικής διαφάνειας και της αντιμετώπισης της φορολογικής αποφυγής.

Επίσης υπάρχει νομοθεσία που προστατεύει τους καταναλωτές από παραπλανητικές πρακτικές και επιβάλλει υψηλά πρότυπα ασφάλειας για προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρονται στην ευρωπαϊκή αγορά. Το ερώτημα είναι εάν αυτοί οι βασικοί ευρωπαϊκοί κανόνες συμμόρφωσης των πολυεθνικών λειτουργούν ουσιαστικά σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού και εάν επαρκούν στην παρατεταμένη ακρίβεια των δύο τελευταίων ετών.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός με σχετική επιστολή του προς την πρόεδρο της Ε.Ε. προτείνει την υιοθέτηση νομοθεσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πολιτικής των Γεωγραφικών Εφοδιαστικών Περιορισμών, όπου αυτή δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες και ετησίως επιβαρύνει με 14 δισ. ευρώ τους Ευρωπαίους καταναλωτές.

Τέλος, η ελληνική πλευρά τονίζει την ανάγκη για την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ενιαίας Αγοράς στο πολιτικά κρίσιμο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών και των εισοδημάτων τους.