Tου Φάνη Ματσόπουλου, οικονομολόγου – μέλους Δ.Σ. ΕΒΕΑ
Η ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ του μέγιστου μέρους των ελληνικών προϊόντων από την εσωτερική αγορά και τις χώρες της E.E. σε συνδυασμό με την άνετη ρευστότητα σμικρύνουν την τάση για τις ελληνικές επιχειρήσεις να διεισδύσουν στις διεθνείς αγορές, βεβαιότητα που ανατράπηκε με την πρωτοφανή δεκαετή κρίση, η οποία προκάλεσε δραστική αλλαγή της επιχειρηματικής φιλοσοφίας.
Άμεση συνέπεια η αλματώδης αύξηση των εξαγωγών (2022 55 δισ. ευρώ 26% του ΑΕΠ, 2023 50 δισ. ευρώ), παρά την πρωτοφανή υγειονομική και ενεργειακή παγκόσμια κρίση.
Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ στην κανονικότητα «εμφάνισε» την παγκόσμια πρωτόγνωρη κρίση στις εφοδιαστικές αλυσίδες με ελλείψεις στον εξοπλισμό των μεταφορών (ιδίως των containers), στους μεταφορικούς χώρους (αεροπλάνα και πλοία) και ανακατανομή των μέσων μεταφοράς (μείωση των δρομολογίων των πλοίων που συνδέουν την Άπω Ανατολή με την Ευρώπη και την Αμερική).
Άμεση συνέπεια η εκτίναξη του άμεσου κόστους (ναύλοι) και οι πρωτόγνωρες αργοπορίες (από 25-30 μέρες σε πάνω από 4 μήνες, με εγκλωβισμούς στα πλοία και τα λιμάνια), με απορρύθμιση της διάθεσης και αύξηση των κεφαλαιακών αναγκών των επιχειρήσεων.
Η ΠΟΛYΠΛΟΚΗ συγκυρία ανέδειξε τον παραγκωνισμένο ρόλο της εφοδιαστικής αλυσίδας, ιδίως των εθνικών και διεθνών μεταφορών, που ορίζονται ως «παράγωγος ζήτηση», μια άμεση απαίτηση θεμελιακή για το διεθνές εμπόριο. Ο τομέας της μεταφοράς και της αποθήκευσης συνεισφέρει περισσότερα από 20 δισ. ευρώ στο ελληνικό ΑΕΠ και σε όρους ΑΠΑ ξεπερνά το 8%.
ΤΑ logistics διαχωρίζονται σε επιμέρους κλάδους, οι οποίοι είναι:
1) Σιδηροδρομικές μεταφορές εμπορευμάτων.
2) Οδικές μεταφορές εμπορευμάτων και υπηρεσίες μετακόμισης (27% του κύκλου εργασιών και 12% της ΑΠΑ).
3) Μεταφορές μέσω αγωγών.
4) Θαλάσσιες και ακτοπλοϊκές μεταφορές εμπορευμάτων (9% του κύκλου εργασιών και 16% της ΑΠΑ).
5) Αεροπορικές μεταφορές εμπορευμάτων.
6) Κλάδος αποθήκευσης και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων της μεταφοράς (53% του κύκλου εργασιών των logistics και 64% της ΑΠΑ της χώρας).
ΚYΡΙΟΙ ΕΞΑΓΩΓΙΚΟΙ προορισμοί είναι η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Γερμανία και η Τουρκία.
Η ΣΥΝΘΕΤΗ πραγματικότητα των Ελλήνων εξαγωγέων περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τις πληθωριστικές πιέσεις, που μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα, και την αβεβαιότητα των γεωπολιτικών αναταραχών (πόλεμοι σε Ουκρανία – Γάζα, ανασφάλεια των θαλάσσιων οδών, όπως της Ερυθράς Θάλασσας και του Σουέζ). Έτσι η μεταφορά διαδραματίζει καίριο ρόλο στην προώθηση των ελληνικών εξαγωγών ασχέτως του εάν η επιχείρηση κινείται με στρατηγική κόστους (άρα γνώμονας είναι η μείωση του κόστους ανά μονάδα με μοναδικό κριτήριο την τιμή για την επιλογή του προϊόντος, που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τα ανταγωνιστικά προϊόντα) ή με στρατηγική διαφοροποίησης του προϊόντος (ποιοτική και καινοτομική ανωτερότητα).
ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ περίπτωση, πέραν της τιμής, τίθενται οι ακόλουθοι παράγοντες:
Α) Το χρονοδιάγραμμα παράδοσης, που απαιτεί επάρκεια αποθέματος πρώτων υλών ή ολοκληρωμένων προϊόντων, χαρακτηριζόμενο από συνέπεια που εύκολα ανατρέπεται (π.χ., η δραστηριότητα των Χούθι αύξησε τον χρόνο κατά 14 μέρες και εκτόξευσε τα κεφάλαια εκκίνησης, που καταβάλλονται την ώρα της φόρτωσης).
Β) Η ασφάλεια στη μεταφορά.
Η ΕΠΙΛΟΓΗ ασφαλών μέσων, η σωστή φόρτωση (στοιβασία), η αξιόπιστη ασφαλιστική κάλυψη διαμορφώνουν την τιμή των προϊόντων και των πρώτων υλών με ενδεικτικό παράδειγμα το «Red Sea Surcharge», που μπορεί να ξεπερνά τα 1.000 δολ., αυξάνοντας δραματικά το κόστος.
Γ) Οι τελωνειακές διατυπώσεις και η λεπτομερής ενημέρωση.
Η ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ εταιρεία οφείλει να παρέχει ορθές και διασταυρωμένες πληροφορίες και όχι απλά να διεκπεραιώνει, ιδίως στις συνδυασμένες μεταφορές, ενημερώνοντας λεπτομερειακά για τα στάδια και τα ακριβή έξοδα εγκαίρως. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι δομημένες εφοδιαστικές αλυσίδες δεν στηρίζονται σε απλούς μειοδοτικούς διαγωνισμούς, αλλά επιλέγουν με βάση την ποιότητα των υπηρεσιών, τις δυνατότητες διεκπεραίωσης και την τήρηση των συμφωνηθέντων. Οι συνέπειες της επιλογής με στενά οικονομικό κριτήριο και όχι ποιοτικό δημιουργεί καθυστέρηση στην παραλαβή των πρώτων υλών και των προϊόντων, αρρυθμίες στον εκτελωνισμό από ελλιπή πιστοποιητικά προέλευσης ή χημικής ανάλυσης, αλλοιώσεις στα ευπαθή προϊόντα, που μπορεί να μην παραληφθούν και να προκαλέσουν νομικές περιπλοκές.
ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ επιχειρήσεις. Οι εταιρείες αυτές -σε αντίθεση με τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες- πρέπει να επιλέξουν τις κατάλληλες εταιρείες, που θα λειτουργήσουν ως σύμβουλοι και συνεργάτες και όχι σαν απλοί απρόσωποι προμηθευτές, αφού αδυνατούν να δομήσουν μια αυτόνομη εφοδιαστική αλυσίδα, η οποία αποτελεί έναν πολύ υποσχόμενο επενδυτικό τομέα για τη χώρα μας.
ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ Ξένων επενδύσεων. Η παραχώρηση των λιμανιών σε Port Operators μπορεί να ενισχύσει το εγχώριο σύστημα μεταφορών (2017-2019 το 12% των επενδύσεων στην Ελλάδα συγκριτικά με το 6% της Ευρώπης) με εμβληματικές παραχωρήσεις όπως του ΟΛΠ στο παρελθόν ως πύλη εισόδου στην Ευρώπη από την Ασία, επενδύσεις 250 εκατομμύρια στην εφοδιαστική αλυσίδα, κατασκευή Θριάσιου εμπορευματικού κέντρου, σύνδεση λιμανιών με τον σιδηρόδρομο, αξιοποίηση της γεωπολιτικής μας θέσης, προσέλκυση πολυεθνικών επιχειρήσεων.
ΗΔΗ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ εταιρείες και διεθνή funds εξαγοράζουν, συνεργάζονται ή συγχωνεύονται με δεδομένη την αδυναμία του ελληνικού Δημοσίου να επενδύσει, δημιουργώντας εμπορικό κόμβο και ευκαιρίες απασχόλησης εξειδικευμένου προσωπικού στα ιδιωτικοποιημένα ή υπό ιδιωτικοποίηση λιμάνια, δίνοντας διέξοδο στην αποβιομηχανοποίηση και την παρακμή. Κάθε εμπορευματοκιβώτιο αποφέρει 100 δολ. στην περίπτωση της απλής μεταφόρτωσης. Σε περίπτωση μετατροπής σε HUB με μεταποίηση μεσοσταθμικά το ποσό αυτό αναβιβάζεται στα 700 δολ.
Η ΧΩΡΑ ΜΑΣ πλήρωσε ακριβά την εσωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων και πολύ ορθά πλέον κατανοεί το σύνολο της κοινωνίας την κοινή προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί για να ενισχυθούν περαιτέρω οι ελληνικές εξαγωγές. Είναι σαφής η μακροοικονομική ανάγκη μετασχηματισμού του cluster των μεταφορών και η ορθολογική λειτουργία του με γνώμονα τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών, προοπτική που έχει γίνει κατανοητή από τις επιχειρήσεις και στην οποία συμβάλλουν -και πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες- αυτοδιοίκηση, κόμματα, επιμελητήρια, η κυβέρνηση και πρωτίστως οι επιχειρηματίες, ανάγοντάς τη σε «στοίχημα εθνικής εμβέλειας».