Tης Κωνσταντίνας Τσούνη, ερευνήτριας, Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, Πάντειο Πανεπιστήμιο
ΩΣ ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΑ χαρακτηρίζεται η πλέον ακραία μορφή έμφυλης βίας, με σημαντικό αριθμό ορισμών της να καταγράφεται στη διεθνή βιβλιογραφία.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ και η προβολή της διάπραξης υψηλού αριθμού εγκλημάτων δολοφονίας με θύματα γυναίκες και στη χώρα μας, κατά τα τελευταία έτη, πυροδότησε μια έντονη δημόσια συζήτηση αναφορικά με τον όρο «γυναικοκτονία» και την ανάγκη νομικής αναγνώρισης και θεσμοθέτησής του ως αυτοτελές διωκόμενο έγκλημα, διαχωρισμένο από το γενικότερο και μόνο αποδεκτό ποινικό αδίκημα της ανθρωποκτονίας.
Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ και ανάλυση πρωτογενών δεδομένων αναφορικά με το ποινικό αδίκημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, σε βάρος ατόμων θηλυκού γένους, κατά τη δεκαετία 2012-2021 κατέδειξε τα εξής ενδιαφέροντα δεδομένα:
ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΤΑΙ αξιοσημείωτη μείωση των συνολικών ανθρωποκτονιών (από τις 160 στις 89 περιπτώσεις), εντούτοις σημειώνεται σημαντική αύξηση των υποθέσεων γυναικοκτονιών: από τις 14 το έτος 2012, στις 26 κατά το έτος 2021 (από 8,7% σε 29,2%), οι οποίες για το σύνολο της δεκαετίας υπολογίσθηκαν στις 163.
ΚΑΤΑ την κατηγοριοποίηση των σχέσεων μεταξύ θυμάτων και θυτών, στις υπό μελέτη υποθέσεις γυναικοκτονίας, η ερωτική σχέση μεταξύ των εμπλεκομένων εμφανίζεται να καταλαμβάνει το υψηλότερο ποσοστό των σχέσεων (51,4%), με τη συγγενική σχέση να ακολουθεί (30,1%), ενώ σημαντικό είναι και το εύρημα πως σε ποσοστό 1,2% δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ θύτη και θύματος.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΑ διαπιστώθηκε ότι μεταξύ των προαναφερόμενων κυρίαρχων τύπων προηγούνται οι σχέσεις μεταξύ νυν συζύγων, ερωτικών συντρόφων και μητέρας – υιού, στις οποίες κατά κύριο λόγο τα δύο μέρη προκύπτει ότι συμβιώνουν ή συνοικούν.
Αν και σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την ενδοοικογενειακή βία, η ποινική αντιμετώπιση του δράστη παραμένει πλέον ίδια, ανεξαρτήτως υφιστάμενης σχέσης ή συμβίωσης θυμάτων και θυτών κατά τη διάπραξη του εγκλήματος, οι εν λόγω διαπιστώσεις καταδεικνύουν την ισχυρή συχνότητα τέλεσης γυναικοκτονιών εντός του οικογενειακού ιστού και της κοινής οικιακής εστίας. Το παραπάνω εύρημα είναι σημαντικό κατά την κοινωνική διερεύνηση του φαινομένου της γυναικοκτονίας.
ΈΝΑ ΟΥΣΙΩΔΕΣ ερευνητικό εύρημα αποτέλεσαν επίσης οι τρόποι και τα μέσα τέλεσης των εγκλημάτων, με τον θανάσιμο τραυματισμό των θυμάτων από μαχαίρι να λαμβάνει το υψηλότερο ποσοστό (33,5%) και να ακολουθούν ο πυροβολισμός με πυροβόλο όπλο (πιστόλι, περίστροφο ή καραμπίνα) (23,1%), κακώσεις (18,5%), ασφυξία (8,1%), στραγγαλισμός (4,6%) κ.ά.
ΤΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ευρήματα προσφέρουν χρήσιμα δεδομένα αναφορικά με τις συνθήκες τέλεσης των εγκλημάτων γυναικοκτονίας. Ωστόσο, κατά την καταγραφή των εγκλημάτων αυτής της μορφής διαπιστώνονται ελλείψεις (με τη βασικότερη να αφορά τη σαφή καταγραφή του κινήτρου του δράστη), οι οποίες αν και εύλογα ερμηνεύονται μέσω της ποινικής αναγνώρισης του αδικήματος της ανθρωποκτονίας και όχι της «γυναικοκτονίας», θα πρέπει να αποτελέσουν πεδίο σκέψης και προβληματισμού ως προς την περαιτέρω συζήτηση για τη χρήση του όρου.
ΣΕ ΚΑΘΕ περίπτωση, η αυξητική πορεία του αριθμού των θυμάτων γυναικών αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο που χρήζει ενδελεχέστερης μελέτης σε πολλαπλά επίπεδα (κοινωνικό, αστυνομικό, δικονομικό, επικοινωνιακό κ.α.), προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή αντιμετώπισή του.