Τoυ Ανδρέα Ανδρεάδη, CEO του ομίλου επιχειρήσεων Sani/Ikos Group
Η ΠΟΡΕΙΑ και η συμβολή του ελληνικού τουρισμού από τότε που ξεκίνησε η βαθιά οικονομική κρίση στη χώρα μας είναι λίγο πολύ γνωστές.
Τα τουριστικά άμεσα έσοδα, από 10 δισ. ευρώ στις αρχές της δεκαετίας 2010-2020, έφθασαν τα 18 δισ. ευρώ το 2019, υπερδιπλασιάζοντας σχεδόν τη συμβολή του (όπως και στην απασχόληση), τη στιγμή που οι άλλοι κλάδοι της οικονομίας συρρικνώθηκαν.
Το ΑΕΠ της χώρας επίσης μειώθηκε, αντιληπτό βέβαια πόσο βαθύτερη θα ήταν η μείωσή του χωρίς τη θετική συμβολή του τουρισμού.
Μετά την πανδημία, όταν ορισμένοι βιάστηκαν να ξεγράψουν τον τουρισμό, αυτός ανέκαμψε με έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς στον κόσμο, ξεπερνώντας τα 20 δισ. ευρώ το 2023, με εξαιρετικές προοπτικές για σημαντική περαιτέρω άνοδο τα επόμενα χρόνια.
Παράλληλα, η Ελλάδα καθιερώθηκε ως ένα από τα καλύτερα 5 παγκόσμια τουριστικά brands. Η εκτίναξη του real estate αλλά και η ανάπτυξη άλλων τομέων της οικονομίας αναμφίβολα οφείλονται σε σημαντικό βαθμό στην τουριστική μας ανάπτυξη. Μέχρι εδώ λοιπόν όλα καλά.
ΣΗΜΕΡΑ όμως βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Έχουμε να διαλέξουμε δύο δρόμους. Ο ένας είναι ο δρόμος του αυτόματου πιλότου. Να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κάναμε με μικρές ποιοτικές βελτιώσεις – παρεμβάσεις. Ο δρόμος αυτός θα μας οδηγήσει σε καλύτερα έσοδα, ίσως μέχρι τα 30 δισ. ευρώ στο τέλος της επόμενης δεκαετίας, αλλά με σαφή στήριξη από το μαζικό μοντέλο και με σημαντικά προβλήματα υπερτουρισμού και επιβάρυνσης του περιβάλλοντος.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ δρόμος είναι ο δρόμος που οδηγεί στο να γίνει η χώρα ίσως ο μοναδικότερος τουριστικός προορισμός στον κόσμο. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι αυτό το όραμα είναι εφικτό. Εάν καταφέρουμε να το υλοποιήσουμε, τα τουριστικά μας έσοδα τα επόμενα δέκα χρόνια θα διπλασιαστούν στα 40 δισ. ευρώ και παράλληλα θα συμπαρασύρουν προς τα πάνω το εισόδημα των Ελλήνων, αλλά και πολλών άλλων τομέων της οικονομίας. Οι παγκόσμιες τάσεις, μετά την πανδημία, είναι καταγεγραμμένες με σαφήνεια.
Υπάρχει ανάγκη των ανθρώπων, ιδιαίτερα των νέων, να ανακαλύψουν νέες εμπειρίες, να βιώσουν την ανθρώπινη ζεστή φιλοξενία (που γίνεται εξαιρετικά σπάνια και πολύτιμη όσο η τεχνολογία εξελίσσεται). Οι τουριστικές εμπειρίες πολυτελείας με την έννοια της αισθητικής, της αειφορίας, της ποιότητας και της αυθεντικότητας δείχνουν τις ισχυρότερες τάσεις ανάπτυξης.
Η Ελλάδα διαθέτει ισχυρότατα συγκριτικά πλεονεκτήματα σε αυτή την κατεύθυνση, έχει όμως και σημαντικά μειονεκτήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν: σοβαρές ελλείψεις σε χωροταξικό σχεδιασμό, υποδομές, τουριστική και περιβαλλοντική εκπαίδευση, γραφειοκρατία (ακόμη παντού!), ερασιτεχνική πολλές φορές τοπική αυτοδιοίκηση, έλλειψη εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού.
Οι λύσεις είναι συγκεκριμένες και εφικτές: ένα συνεκτικό και πρακτικό σχέδιο εφαρμογής που θα συγκεντρώσει όσα μέχρι σήμερα υφίστανται (π.χ. στρατηγική μελέτη ΣΕΤΕ 2030), θα επικοινωνηθεί, συμφωνηθεί και υιοθετηθεί από το πολιτικό σύστημα, φορείς και επιχειρηματίες και θα εφαρμοστεί άμεσα. Πυλώνες η εισαγωγή μαθημάτων περιβαλλοντικής και τουριστικής εκπαίδευσης στα σχολεία, τριτοβάθμια τουριστική εκπαίδευση, επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης, απλοποίηση αδειοδοτήσεων, απλό και ξεκάθαρο χωροταξικό σχέδιο (ακόμη παλεύουμε με κτηματολόγιο κα δασικούς χάρτες!), βελτίωση συγκεκριμένων υποδομών και ωραιοποίηση των παραλιακών μετώπων όπως κάναμε με την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων.
ΠΑΝΩ ΑΠΟ όλα όμως να πιστέψουμε όλοι ότι Έλληνες, φιλοξενία και ευ ζην είναι έννοιες αδιαίρετες. Η φιλοξενία, ο τουρισμός, είναι στο DNA του λαού μας. Ας μη μείνουμε στον αυτόματο πιλότο, μπορούμε να τα καταφέρουμε!