Τoυ Αντώνη Κοντολέοντος, προέδρου της ΕΒΙΚΕΝ
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ πληροφορίες αναφέρουν ότι στην αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου Ενέργειας και Κλίματος (ΕΣΕΚ) παραμένει ο στόχος για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 στο 55% ως προς το 1990, ενώ μειώνεται το απαιτούμενο κόστος από τα 200 δισ. ευρώ στα 130 δισ. ευρώ, καθώς προσγειώνονται οι στόχοι για την ηλεκτροκίνηση, τη χρήση υδρογόνου και την αναβάθμιση των κτιρίων.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΥΜΕ όμως με έκπληξη ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στην ουσία παραμένει στο ίδιο ανέφικτο επίπεδο των 23-24GW (90% στο σύνολο της ηλεκτροπαραγωγής), ενώ την ίδια στιγμή η πρόβλεψη για το επίπεδο της κατανάλωσης (ζήτησης) μειώνεται σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα λόγω της μείωσης της συμμετοχής κάποιων δράσεων, όπως προαναφέραμε.
ΘΕΩΡΟΥΜΕ ότι η αύξηση των ΑΠΕ σε αυτό το επίπεδο σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης, παρά την όποια αύξηση στη συμμετοχή της αποθήκευσης και των εξαγωγών, θα δημιουργήσει συνθήκες στην αγορά που θα καταστήσουν οικονομικά μη βιώσιμη τη χρηματοδότηση της περαιτέρω ανάπτυξης των ΑΠΕ, καθώς θα συμπιέσει σημαντικά την αμοιβή που θα ανακτούν από το χρηματιστήριο ενέργειας. Επίσης, για να επιτευχθεί η αύξηση ηλεκτρικής κατανάλωσης στη χώρα μας, εκτός του ότι πρέπει να μη συνεχιστεί η συρρίκνωση της εγχώριας βιομηχανίας, προβλέπονται μια σειρά σημαντικών επενδύσεων στον βιομηχανικό τομέα στην κατεύθυνση ριζικής αλλαγής των παραγωγικών διαδικασιών, με στόχο να μειωθεί το αποτύπωμα άνθρακα αυτών των εγκαταστάσεων.
ΜΕΤΑΞΥ άλλων, προβλέπεται η αντικατάσταση της χρήσης του φυσικού αερίου, που χρησιμοποιείται σήμερα στις θερμικές διεργασίες, με ηλεκτρική ενέργεια (electrification) ή με υδρογόνο μέσω electrolysers μακροπρόθεσμα, καθώς και με εγκαταστάσεις δέσμευσης και αποθήκευσης του εκπεμπόμενου CO2 (CCS) από τις καμινάδες, όπως π.χ. των εργοστασίων τσιμέντου.
ΟΛΑ αυτά απαιτούν όμως χρόνο και χρήμα, καθώς ακόμη οι απαιτούμενες τεχνολογίες δεν είναι ώριμες και δεν είναι διασφαλισμένο ότι το κόστος λειτουργίας μετά την επένδυση θα είναι ανταγωνιστικό. Αλήθεια, ποια κράτη, εκτός των ανεπτυγμένων, μπορούν να διαθέσουν τα απαραίτητα κονδύλια για να επιδοτήσουν αυτές τις επενδύσεις;
Η ΜΕΧΡΙ σήμερα πολιτική των Βρυξελλών θα επιφέρει μείωση της βιομηχανικής δραστηριότητας τα επόμενα έτη όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, λόγω και των νέων ρυθμιστικών μέτρων που εξαγγέλλονται, προσδοκώντας ότι μόνο έτσι τα κράτη μέλη θα αποκτήσουν τα απαραίτητα έσοδα για να χρηματοδοτήσουν τις τεράστιες σε κόστος αναγκαίες επιδοτήσεις και επενδύσεις.
ΑΝΑΜΕΣΑ στα ρυθμιστικά μέτρα που εξαγγέλλονται εντοπίζουμε έναν νέο μηχανισμό ο οποίος με βεβαιότητα θα αυξήσει τις τιμές σε μια σειρά βασικών προϊόντων, όπως χάλυβας, αλουμίνιο και τσιμέντο σε πρώτη φάση, χωρίς να έχει διασφαλιστεί ότι θα υπάρχουν τα έσοδα που αναμένονται από την επιβολή ενός φόρου στα αντίστοιχα εισαγόμενα προϊόντα και πρώτες ύλες. Αναφερόμαστε στον Carbon Βorder Αdjustment Μechanism (CBAM), που προβλέπει από το 2026 τη σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων CO2, που δίνονται μέχρι σήμερα σε επιλέξιμους βιομηχανικούς κλάδους για να διατηρήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους έναντι των τρίτων χωρών, στις οποίες δεν υπάρχει επιβολή φόρου CO2 για τις εκπομπές στις καμινάδες κάθε επιχείρησης.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ο νέος μηχανισμός δεν θα επιστρέφει τον νέο φόρο άνθρακα που επιβάλλεται στις ελληνικές βιομηχανίες όταν κάνουν εξαγωγές σε τρίτες χώρες. Ελπίζουμε να επικρατήσει σύνεση και να ακυρωθεί η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού, άλλως το πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών θα είναι καθοριστικό, χωρίς να αγνοούμε την επιβάρυνση εξαιτίας της αύξησης που θα επέλθει στα εν λόγω προϊόντα λόγω της κατάργησης των δωρεάν δικαιωμάτων για τις εκπομπές των ευρωπαϊκών βιομηχανιών.
ΜΕΡΙΚΟΙ ισχυρίζονται ότι τα πρώτα θετικά μηνύματα της επιτυχούς ανάπτυξης των ΑΠΕ στη χώρα μας είναι η πτώση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά. Το σωστό μήνυμα είναι ότι η παραγωγή των ΑΠΕ σήμερα έχει φθάσει στο όριό της. Η αποθήκευση, που θα έρθει τα επόμενα έτη, θα βοηθήσει, πλην όμως ο στόχος του 90% ως ποσοστό συμμετοχής της παραγωγής των ΑΠΕ στο μίγμα είναι ανέφικτος χωρίς αύξηση της ζήτησης.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ των ΑΠΕ στη χώρα μας μέχρι σήμερα στηρίζεται στις 20ετείς συμβάσεις μέσω των οποίων το ελληνικό Δημόσιο εγγυάται στους παραγωγούς σταθερή τιμή αποζημίωσης της παραγωγής τους, ανεξάρτητα της τιμής του χρηματιστηρίου ενέργειας, ώστε να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση των έργων αυτών. Κάτι το οποίο όμως έχει ημερομηνία λήξεως, καθώς η πτώση των τιμών στο χρηματιστήριο ενέργειας θα έχει ως επακόλουθο τη δημιουργία σημαντικού ελλείμματος στον λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ). Για τους ίδιους λόγους αποθαρρύνονται οι προμηθευτές από το να συνάψουν μακροχρόνιες συμβάσεις αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με παραγωγούς ΑΠΕ (ΡΡΑ).
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ εναλλακτική λύση χρηματοδότησης των έργων ΑΠΕ, οι αρμόδιοι προτείνουν ότι η πιο πρόσφορη λύση για να διασφαλίσουν οι βιομηχανίες ανταγωνιστικό κόστος τα επόμενα έτη είναι τα ΡΡΑs με σταθερή τιμή για τις ώρες που παράγεται πράσινη ενέργεια (pay as produced, όχι base load). Πλην όμως, τα ΡΡΑs, στις τιμές που προσφέρονται σήμερα, και δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της χώρας μας για έγκριση μηχανισμού επιδότησης της βιομηχανίας για μέρος του κόστους, που προκύπτει από την προσαρμογή της καμπύλης παραγωγής ενός Φ/Β στην καμπύλη λειτουργίας μιας βιομηχανίας (Green Pool), εμπεριέχουν τεράστιο επιχειρηματικό ρίσκο.
Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ τροπολογία για την αλλαγή προτεραιότητας στη λήψη όρων σύνδεσης χωρίς περικοπές και χωρίς την υποχρεωτική εγκατάσταση μπαταριών δίνει ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε εκείνους τους παραγωγούς που θα έρθουν σε συμφωνία με βιομηχανίες. Πλην όμως αυτό θα γίνει με όρους ανταγωνιστικούς. Ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα σε όσες βιομηχανίες επιθυμούν, να απεμπλακούν ή να επαναδιαπραγματευθούν υφιστάμενες συμφωνίες με πολύ πιο ευνοϊκούς όρους.
ΣΙΓΟΥΡΑ η ενεργειακή πολιτική για τις βιομηχανίες έντασης της χώρας μας δεν μπορεί να περιορίζεται στο «κάνετε ΡΡΑ».