Του Γιώργου Καρανίκα, προέδρου της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ)
ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΟΣ τόπος ότι ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους κορυφαίους κλάδους σε όρους κλαδικής εξειδίκευσης της ελληνικής οικονομίας. Η «ανεπανάληπτη» μεγέθυνσή του μετά το 2015 αποτέλεσε την αιτία σημαντικών ιδιωτικών επενδύσεων σε όλη τη χώρα, μετατρέποντας συγκεκριμένες περιοχές σε καταλύτες της τουριστικής και επομένως της οικονομικής ανάπτυξης.
ΜΑΛΙΣΤΑ, το τουριστικό branding της Ελλάδας είναι τόσο ισχυρό που, παρά τη σημαντική πτώση της τουριστικής δραστηριότητας την περίοδο του Covid-19, οι επιδόσεις του 2023 ξεπερνούν τις αντίστοιχες του 2019, το οποίο μάλιστα αποτελούσε το «έτος ρεκόρ» του ελληνικού τουρισμού.
Και, βέβαια, πέρα από την άμεση συνεισφορά του τουρισμού σε όρους προστιθέμενης αξίας, απασχόλησης, ιδιωτικών επενδύσεων κ.ά., η έμμεση συνεισφορά του είναι ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας.
Ο τουρισμός, ως η «οικονομία της τελικής ζήτησης», αναπτύσσει σημαντικές διασυνδέσεις με άλλους κλάδους της οικονομίας, όπως η αγροδιατροφή, η εστίαση, η δημιουργική οικονομία, το εμπόριο, ο πολιτισμός κ.λπ.
ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, η διασύνδεση του κλάδου της αγροδιατροφής με αυτόν του τουρισμού αποτελεί τη βάση της συζήτησης για τη μετάβαση προς ένα υπόδειγμα βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης. Ο αγροτουρισμός θεωρείται, όλο και περισσότερο, μια εναλλακτική μορφή τουριστικής δραστηριότητας που μπορεί να συνεισφέρει στον μετασχηματισμό του τουριστικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας. Η κεντρική διαφορά του αγροτουρισμού με τον τουρισμό του «ήλιου και της θάλασσας», τον «μαζικό» όπως τον ονομάζουν κάποιοι, είναι η ποικιλότητά του. Για να το θέσουμε λίγο πιο σχηματικά, είναι ορθότερο να μιλάμε για «αγροτουρισμούς», παρά για αγροτουρισμό γενικά.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι κάθε περιοχή μπορεί να επενδύσει στις ιδιαιτερότητές της διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο, τοπικό, υπόδειγμα τουριστικής ανάπτυξης. Βασική επιδίωξη του αγροτουρισμού είναι η δυνατότητά του να εισφέρει μια μοναδική και αυθεντική εμπειρία διαμονής στην ύπαιθρο, επενδύοντας στον αποκαλούμενο «τουρισμό εμπειρίας».
ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, η συμμετοχή του επισκέπτη στην αγροτική παραγωγή, στην κτηνοτροφία, στην τοπική γαστρονομία και σε άλλες συναφείς δραστηριότητες δίνει τη δυνατότητα στην τοπική ανάπτυξη, ενεργοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα πάνω στα οποία αυτή εδράζεται.
ΟΠΩΣ ΔΕΙΧΝΕΙ και η σχετική διεθνής εμπειρία, η επένδυση στην ιδιαιτερότητα που προσφέρει ο αγροτουρισμός μπορεί να αποτελέσει μια κρίσιμης σημασίας συνθήκη για την ενδυνάμωση της τουριστικής ταυτότητας. Τα τοπικά προϊόντα και η τοπική γαστρονομία αποτελούν κρίσιμους κρίκους στην αλυσίδα της συμβιωτικής μεγέθυνσης σημαντικών κλάδων, πολλαπλασιάζοντας τις συνέργειες και οδηγώντας στις αναγκαίες συνεργασίες και δικτυώσεις επιχειρήσεων.
ΕΝΤΕΛΕΙ, η τουριστική ταυτότητα, για την οποία τόσος λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια, συγκροτείται μέσα από τα τοπικά προϊόντα τα οποία αποτελούν κρίσιμους καταλύτες της τουριστικής εμπειρίας. Και στο σημείο αυτό έρχονται οι εμπορικές επιχειρήσεις.
ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ αποτελεί έναν κλάδο που έχει τη δική του θέση στον αστερισμό των διασυνδέσεων που συνεπάγεται ο αγροτουρισμός, αλλά και ο τουρισμός εν γένει. Οι εμπορικές επιχειρήσεις έχουν άμεση επαφή με τον επισκέπτη/καταναλωτή και συνδέονται με τον αγροτουρισμό με διάφορους τρόπους. Οι επιχειρήσεις του κλάδου είναι αυτές που τελικά διανέμουν τα τοπικά προϊόντα, ενώ με τη δραστηριότητά τους έχουν σημαντική συνεισφορά στην προώθηση/προβολή των τοπικών προϊόντων.
Επιπρόσθετα, το επιχειρηματικό οικοσύστημα των αγροτικών περιοχών, δηλαδή οι αγροτικές μονάδες, τα ξενοδοχεία, τα τοπικά εμπορικά καταστήματα και τα εστιατόρια, συνιστά τη βάση για τη δημιουργία οικονομικών ευκαιριών για τους αγροτουριστικούς προορισμούς και τις τοπικές κοινότητες.
ΟΜΩΣ, ΜΕ ΒΑΣΗ τα διαθέσιμα δεδομένα, η διαδρομή που θα πρέπει να διατρέξουμε είναι μεγάλη. Ποια είναι η μεγάλη εικόνα; Η μεγάλη εικόνα, που όλοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο γνωρίζουμε, είναι ότι τα κύρια τουριστικά μεγέθη (βλ. αφίξεις, διανυκτερεύσεις, εισπράξεις κ.ά.) καταγράφουν ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ όμως η σύνδεση της τουριστικής ανάπτυξης με τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας; Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΕΜΥΕΣΕΕ, που πραγματοποιήθηκε το 2022, το 54,7% της τουριστικής δαπάνης κατευθύνεται σε δαπάνες για διαμονή και μεταφορές. Δηλαδή, περισσότερη από τη μισή τουριστική δαπάνη κατευθύνεται στις δύο ανελαστικές κατηγορίες δαπανών.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ αυτό δείχνει τα σημαντικά περιθώρια διάχυσης των πολλαπλασιαστικών σχέσεων του τουρισμού σε άλλους κλάδους της οικονομίας και ειδικά στο εμπόριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρότι το 62% των ξένων επισκεπτών προτιμά να κάνει τις αγορές του αποκλειστικά από τοπικά καταστήματα/τοπικές αγορές, η δαπάνη που κατευθύνεται τελικά σε αγορές (τρόφιμα και μη) προσεγγίζει μόλις το 15% της συνολικής τουριστικής δαπάνης.
ΒΕΒΑΙΑ, η διεύρυνση του μέρους της τουριστικής δαπάνης που θα κατευθυνθεί στο εμπόριο απαιτεί μια σειρά από παρεμβάσεις δημόσιας πολιτικής και δεν μπορεί να αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς. Μερικές από τις παρεμβάσεις αυτές είναι οι εξής: ο προσδιορισμός της τουριστικής εμπορικής επιχείρησης ως βασικής θεσμικής παρέμβασης για την προώθηση των αναγκαίων πολιτικών βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, η ψηφιοποίηση των τουριστικών αγορών και η μετάβαση στη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, με τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τη δημιουργία καλύτερων επαγγελματικών συνθηκών και ευκαιριών, η αναβάθμιση των καναλιών διανομής για τη σταθερή εξυπηρέτηση της εξωτερικής ζήτησης που παράγεται από την τουριστική ζήτηση και η αναβάθμιση των δυναμικών τουριστικών προϊόντων, όπως και η ενίσχυση της διασύνδεσης με κλάδους της δημιουργικής οικονομίας (π.χ. χειροτεχνία) και της αγροδιατροφής.
Προφανώς οι παρεμβάσεις αυτές περνούν μέσα από έναν συνολικότερο επαναπροσδιορισμό της τουριστικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ο οποίος απαιτεί μια δημόσια διαβούλευση σε βάθος.
Η ΕΠΕΝΔΥΣΗ σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού, οι κατάλληλες κλαδικές πολιτικές, οι παρεμβάσεις σε όρους βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, η ενδυνάμωση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και η κατάλληλη προβολή των τοπικών προϊόντων, αγορών και καταστημάτων μπορεί, μέσα από την ενίσχυση της τουριστικής ταυτότητας, να ενεργοποιήσει σημαντικά πολλαπλασιαστικά οφέλη.
ΤΑ ΟΦΕΛΗ αυτά μπορούν, σε βάθος χρόνου, να συνεισφέρουν στην άμβλυνση των περιφερειακών και ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων που αποτελούν ένα διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
Στη βάση λοιπόν αυτή, η περαιτέρω διασύνδεση του τουρισμού με το εμπόριο θα έχει συνολικότερα πολλαπλασιαστικά οφέλη σε όρους προστιθέμενης αξίας, εξωστρέφειας και απασχόλησης.