Τoυ Άγγελου Χρυσόγελου, αναπληρωτή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University
ΤΑ ΝΕΑ από το ουκρανικό μέτωπο τις τελευταίες εβδομάδες δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά για το Κίεβο και αυτό ήδη περιέπλεκε το τοπίο σε μια εκλογική χρονιά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις ΗΠΑ. Η τρομοκρατική επίθεση στη Μόσχα ήρθε απλώς να προσθέσει άλλη μια παράμετρο στην ανασφάλεια και αβεβαιότητα των δυτικών ελίτ.
ΤΟΝ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ και την ολόψυχη στήριξη προς την Ουκρανία του πρώτου έτους του πολέμου τα έχουν διαδεχθεί η επιφυλακτικότητα και οι ολοένα πιο αγωνιώδεις διαπραγματεύσεις σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες για την περαιτέρω χρηματοδότηση της Ουκρανίας. Ενώ όμως η Ε.Ε. κατορθώνει μέσα από συμβιβασμούς να βρίσκει τρόπο να συνεχίζει την ενίσχυση προς την Ουκρανία, οι ανάλογες χρηματοδοτήσεις από τις ΗΠΑ έχουν σχεδόν πλήρως σταματήσει.
Ακόμα κι αν αυτές τελικά εγκριθούν τις επόμενες εβδομάδες (σίγουρα όχι στο μέγεθος που ζητά η αμερικανική κυβέρνηση), το μήνυμα που έχει ήδη σταλεί είναι σοκαριστικό για την Ε.Ε.
ΤΟ ΕΠΙΣΗΜΟ αφήγημα ρίχνει το φταίξιμο γι’ αυτήν την εξέλιξη στην κομματική πόλωση στην Ουάσιγκτον και κυρίως τους τραμπικούς Ρεπουμπλικάνους, που εμφανίζονται (ως συνήθως) ως «εχθροί της ελευθερίας» και «συνοδοιπόροι του Πούτιν». Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η κομματική πόλωση υπήρχε στις ΗΠΑ και στο πρώτο έτος του πολέμου, τότε όμως η στήριξη στην Ουκρανία ήταν πάνδημη και οι χρηματοδοτήσεις έρρεαν αφειδώς.
Αν υπήρχε η ίδια πολιτική βούληση από τον Λευκό Οίκο και η ίδια συνολική στήριξη από την αμερικανική κοινή γνώμη σήμερα όπως και τότε, θα είχε βρεθεί τρόπος να συνεχιζόταν η βοήθεια προς τον Ζελένσκι. Η στάση των Ρεπουμπλικάνων είναι ένα βολικό άλλοθι για όλο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα που ψάχνει με εύσχημο τρόπο να αναπροσαρμόσει τη θέση του στο Ουκρανικό.
ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ φυσικά η πρώτη φορά που η δημοκρατική διαδικασία της υπερδύναμης θα χρησιμεύσει ως βολικό πρόσχημα για τη σταδιακή εγκατάλειψη ενός συμμάχου. Από το Νότιο Βιετνάμ στη δεκαετία του ’70 στους Κούρδους της Συρίας επί προεδρίας Ομπάμα, η μεθοδολογία είναι γνωστή. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ουκρανία, αλλά την Ευρώπη στο σύνολό της.
Ακόμα και αν τελικά ο Τζο Μπάιντεν (ή κάποιος αντικαταστάτης του της τελευταίας στιγμής) επανεκλεγεί, αυτό θα γίνει οριακά και με τους Ρεπουμπλικάνους να εξακολουθούν να μπορούν να μπλοκάρουν νομοσχέδια και προϋπολογισμούς.
Γνώστες της Ουάσιγκτον, καθιστούν σαφές ότι οι τεράστιες ενισχύσεις των ΗΠΑ στην Ουκρανία σύντομα θα αποτελέσουν παρελθόν. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από το 2025 ο λογαριασμός της Ουκρανίας θα πέσει σχεδόν συνολικά στους ώμους της Ε.Ε.
ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ημέρες υπάρχουν κάποιες γενναίες φωνές, όπως του προέδρου Μακρόν, που προσπαθούν να παρουσιάσουν την Ευρώπη σαν έτοιμη να αναλάβει πολεμικές ευθύνες – ο Γάλλος πρόεδρος μίλησε ακόμα και για ευρωπαϊκά στρατεύματα στην Ουκρανία. Πρόκειται φυσικά για λεονταρισμούς. Ο Μακρόν (που κάποτε προσπαθούσε να διαπραγματευθεί με τον Πούτιν και προειδοποιούσε να μην «τραυματιστεί» η Ρωσία) προσπαθεί σήμερα να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων τη μόνη επιλογή που έχει απομείνει στις ευρωπαϊκές ελίτ αφότου έπεσαν στην παγίδα των ΗΠΑ.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ στην Ουκρανία αναδεικνύεται σε μια τεράστια κίνηση ματ των Αμερικανών εις βάρος των Ευρωπαίων, οι οποίοι σύρθηκαν εντελώς άβουλα στο χειρότερο δυνατό γι’ αυτούς σενάριο. Στην πρώτη φάση του πολέμου, η ραγδαία αποσύνδεση της ευρωπαϊκής οικονομίας από τη ρωσική συνετέλεσε στην επαναφορά της Ε.Ε. στην πλήρη εξάρτηση (οικονομική και ενεργειακή μαζί με την προϋπάρχουσα αμυντική/στρατηγική) από τις ΗΠΑ, ακριβώς την εποχή που στις Βρυξέλλες γινόταν λόγος για «στρατηγική αυτονόμηση» της Ευρώπης.
ΣΤΗΝ ΤΩΡΙΝΗ δεύτερη φάση, και αφού οι ΗΠΑ πέτυχαν και την οριστική αποκόλληση της Ουκρανίας (εκτός των περιοχών που ελέγχει η Μόσχα) από τη ρωσική επιρροή και την εκ νέου ποδηγέτηση της Ευρώπης, χρησιμοποιούν το σύνηθες ψυχόδραμα της εσωτερικής κομματικής διαμάχης τους για να στείλουν τον μελλοντικό λογαριασμό της ουκρανικής άμυνας και ανοικοδόμησης στην Ε.Ε.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ελίτ η στήριξη στην Ουκρανία θεωρείται υπαρξιακής σημασίας για την ασφάλεια της Ε.Ε. Στην αρχή του πολέμου, όμως, υπήρχε η αλληλοκατανόηση ότι αυτό θα ήταν μια συλλογική προσπάθεια σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, σε έναν πόλεμο που ξεκίνησε άλλωστε για ένα ζήτημα διατλαντικού ενδιαφέροντος (την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ).
Πλέον η Ουκρανία γίνεται αποκλειστικά ευρωπαϊκό πρόβλημα και είναι ένα ερώτημα αν και πώς θα εξηγηθεί αυτό, όπως και οι θυσίες που θα απαιτηθούν, στους Ευρωπαίους ψηφοφόρους στη συζήτηση των επερχόμενων ευρωεκλογών.
Η ορμή που θα λάβουν οι νέες ενέργειες της Ρωσίας μετά την τρομοκρατική επίθεση σίγουρα δεν κάνει εύκολο αυτό το έργο.