Του Ανδρέα Σιάμισιη, διευθύνοντος συμβούλου της HELLENiQ ENERGY
ΣΕ ΕΝΑ ρευστό διεθνές περιβάλλον, με πρωτόγνωρες και διαδοχικές προκλήσεις τα τελευταία χρόνια, η ταχεία μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης έχει καταστεί επιτακτική προτεραιότητα, ιδιαίτερα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι πιο ευάλωτη από τις εξελίξεις αυτές.
Πλέον, δίνεται έμφαση στην ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια εφοδιασμού, με ταυτόχρονη αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων τεχνολογιών στην πορεία για μια δίκαιη μετάβαση, χωρίς βέβαια να αγνοούνται οι φιλόδοξοι κλιματικοί στόχοι που έχουν τεθεί.
ΣΕ ΑΥΤO το πλαίσιο, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται και οι συμβατικές πηγές ενέργειας, καθώς θα παραμείνουν απαραίτητες για αρκετά χρόνια ακόμα. Όπως φάνηκε και στην πρόσφατη κλιματική σύνοδο COP28 στο Ντουμπάι, πλέον έχει γίνει αντιληπτό πως οι υδρογονάνθρακες αποτελούν μέρος της λύσης για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της ενεργειακής αλυσίδας αξίας.
Το συμπέρασμα της Συνόδου, διατυπωμένο τόσο καθαρά για πρώτη φορά, είναι ότι οι ακραίες μη-εφαρμόσιμες λύσεις δεν λύνουν το πρόβλημα.
Αντίθετα, λειτουργούν αρνητικά όσον αφορά το περιβάλλον, καθώς αποτρέπουν επενδύσεις βελτίωσης στους υφιστάμενους κλάδους ενέργειας που θα είχαν σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη, ενώ επηρεάζουν αρνητικά τόσο το κόστος ενέργειας όσο και την ενεργειακή ασφάλεια, ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή αγορά.
ΑΥΤH η αίσθηση ρεαλισμού που εκφράζεται το τελευταίο διάστημα είναι σημαντική και για την εγχώρια βιομηχανία διύλισης, που χρειάζεται καθαρά «σήματα» για το μέλλον της, καθώς βασίζεται σε μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Τα υγρά καύσιμα παραμένουν απαραίτητα για την ενεργειακή μετάβαση και μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται χάρη σε τεχνολογίες δέσμευσης των εκπομπών, αλλά και ως «μεταβατικά καύσιμα».
ΤΗΝ IΔΙΑ ώρα, η αναγκαία στροφή σε μια «πράσινη» οικονομία χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα προϋποθέτει ταχύτατες επενδύσεις σε έργα ΑΠΕ και στη Νέα Ενέργεια και εμπεριέχει ένα αναγκαίο κόστος. Αλλά παραμένει ο μοναδικός δρόμος για ένα μέλλον που θα διασφαλίσει ενεργειακά την Ευρώπη με πιο καθαρές μορφές ενέργειας, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου θα καταστούν οικονομικά πιο ανταγωνιστικές.
ΕIΝΑΙ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται στις 7 κορυφαίες χώρες παγκοσμίως αναφορικά με τη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Το 2023 κάλυψαν το 47,9% των συνολικών αναγκών ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, από 43% έναν χρόνο πριν. Τα ποσοστά αυτά είναι σταθερά υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. H αναβάθμιση του δικτύου, ώστε να ξεπεραστεί το πρόβλημα της μη επάρκειας «ηλεκτρικού χώρου» που οδηγεί σε περικοπές ισχύος, η ανάπτυξη της αποθήκευσης στον βαθμό που χρειάζεται για να μην πηγαίνει χαμένη η παραγωγή, αλλά και το μεγάλο στοίχημα της αξιοποίησης του υπεράκτιου αιολικού δυναμικού της χώρας μπορούν να δώσουν νέα ώθηση στη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα.
ΤΗΝ ΩΡΑ, μάλιστα, που το επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει μεγάλο, ενώ και το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ έχει βάλει πολύ ψηλά τον στόχο για τις ΑΠΕ, στο 80% της ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το 2030. Οι φιλόδοξοι στόχοι της πράσινης μετάβασης που έχει θέσει η χώρα μας για την εξαετία αυτή απαιτούν πρωτόγνωρες επενδύσεις, ύψους 20 έως 25 δισ. ευρώ ετησίως, στους τομείς της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, των μεταφορών και των κτιρίων.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ βιομηχανία έχει πάρει τα μηνύματα και προχωρά στη σωστή κατεύθυνση, δείχνοντας περισσότερη τόλμη συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν. Οι ενεργειακές εταιρείες είναι σε τροχιά ενεργειακού και ψηφιακού μετασχηματισμού. Σε μεγάλο βαθμό επανακαθορίζουν την πορεία τους με βάση τα κριτήρια ESG και αναπροσαρμόζουν την επιχειρηματική τους στρατηγική και την κατανομή κεφαλαίων προς τις πιο καθαρές μορφές ενέργειας.
Επενδύσεις σε μονάδες δέσμευσης CO², projects για την παραγωγή μπλε και πράσινου υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων, αλλά και η δημιουργία της πρώτης ελληνικής μονάδας παραγωγής Βιώσιμου Αεροπορικού Καυσίμου (SAF), εξετάζονται προκειμένου να μπουν σε τροχιά υλοποίησης, αλλά μόνο εφόσον διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους και η ικανότητά τους να δημιουργούν αξία.
ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ του ενεργειακού τομέα επενδύουν σε τεχνολογία και καινοτομία, γίνονται περισσότερο εξωστρεφείς, ενώ με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης (AI) ενσωματώνουν βέλτιστες λύσεις και πρακτικές στις περισσότερες περιοχές επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Σημαντικά είναι τα βήματα που γίνονται, επίσης, για την αλλαγή «εταιρικής κουλτούρας», μέσω της ανανέωσης και ενδυνάμωσης του ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και της προσέλκυσης καταρτισμένων Ελλήνων από το εξωτερικό.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ, η Δημόσια Διοίκηση οφείλει να επιμείνει στην υλοποίηση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας της χώρας και να αντιμετωπίσει τα δομικά ζητήματα της ενεργειακής μετάβασης, προκειμένου το κόστος της ενέργειας να είναι ανταγωνιστικό και προβλέψιμο, σε βάθος χρόνου.
Η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, η ταχεία απονομή Δικαιοσύνης, το ξεκάθαρο ρυθμιστικό και φορολογικό πλαίσιο, η μείωση της γραφειοκρατίας, αλλά και η επιτάχυνση υλοποίησης των κρίσιμων υποδομών και διασυνδέσεων, είναι καθοριστικές προϋποθέσεις στον δρόμο για τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη μελλοντική ευημερία της χώρας.