Τoυ Δημήτρη Πανοζάχου, MSc οικονομολόγου – φοροτεχνικού συμβούλου, διευθύνοντος συμβούλου της ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Α.Ε.
H ΕΛΛΗΝΙΚΗ πολιτεία πλέον διακρίνει επίσημα τους προμηθευτές της σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Εισερχόμενος κανείς στην ιστοσελίδα της ΓΓΠΣ ανακαλύπτει ότι, με αφορμή τη σταδιακή υιοθέτηση της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής τιμολόγησης, το Ελληνικό Δημόσιο δεν επιτρέπει στους Έλληνες προμηθευτές του να τιμολογούν απευθείας σ’ αυτό, αλλά τους επιβάλλει έμμεσα και χωρίς νομοθετική πρόβλεψη την υποχρεωτική διαμεσολάβηση «τρίτου» και συγκεκριμένα «πιστοποιημένου ηλεκτρονικού παρόχου».
Αντίθετα, το συγκεκριμένο καθεστώς δεν απαιτείται για τους αλλοδαπούς προμηθευτές της, οι οποίοι μπορούν να τιμολογούν απευθείας, αρκεί το φορολογικό τους παραστατικό να είναι προσαρμοσμένο στον εγκεκριμένο από την Ε.Ε. μορφότυπο «PEPPOL».
ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ πως οι όροι και ο χρόνος έναρξης της σταδιακής υποχρέωσης υποβολής ηλεκτρονικού τιμολογίου από τους οικονομικούς φορείς (προμηθευτές) προς το Ελληνικό Δημόσιο απορρέουν από την Οδηγία της Ε.Ε. 55/2014 με τα άρθρα 148-152 του Ν.4601/2049, με την ΚΥΑ 52445 ΕΞ 2023 και από την Εγκύκλιο 78366 ΕΞ 2023/19-5-2023.
ΩΣΤΟΣΟ, παρότι στην ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπεται η υποχρέωση του Έλληνα προμηθευτή να ζητά τη διαμεσολάβηση «τρίτου» στις συναλλαγές του με το Ελληνικό Δημόσιο, και συμβαδίζοντας με την Οδηγία της Ε.Ε. 55/2014 η οποία δεν προβλέπει τη διαμεσολάβηση αυτή στις προμήθειες του Δημοσίου, στην πραγματικότητα αυτό επιβάλλεται στην πράξη δημιουργώντας θεσμικές διαδικασίες που δεν συνάδουν ούτε με τον Ν. 4412/2016 περί προμηθειών του Δημοσίου ούτε με τις διατάξεις του Ν. 4270/2014 περί εκτέλεσης προϋπολογισμού.
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ενός παραστατικού σε ένα συγκεκριμένο «ηλεκτρονικό μορφότυπο» δεν είναι μια δύσκολη τεχνολογική διαδικασία. Στο διαδίκτυο σήμερα υπάρχουν πολλές ελεύθερες εφαρμογές που επιτρέπουν σε οποιονδήποτε να μετασχηματίσει τα φορολογικά του παραστατικά σε μορφότυπο «PEPPOL». Η ελληνική πολιτεία, λοιπόν, που ορθά επιδιώκει την εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, έπρεπε, αφού όρισε τον Εθνικό Μορφότυπο, στη συνέχεια να ζητά από τους προμηθευτές να προσαρμοστούν σε αυτό και αυτοί, είτε κάνοντας χρήση των διαθέσιμων δωρεάν ηλεκτρονικών εφαρμογών είτε προσαρμόζοντας το ERP σύστημά τους σε αυτό, θα έπρεπε να ανταποκριθούν εύκολα και χωρίς «ενδιάμεσο» στην υποχρέωση της αποστολής των παραστατικών τους σε ηλεκτρονική μορφή. Αντίθετα, η πολιτεία υποχρεώνει τη διαμεσολάβηση «τρίτου» για την έκδοση των τιμολογίων τους.
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ με τα παραπάνω, αν το Ελληνικό Δημόσιο ήθελε να ενισχύσει τις μικρές επιχειρήσεις στην «πρόσβασή» τους στις δημόσιες προμήθειες, τότε θα μπορούσε να δημιουργήσει μια δημόσια πλατφόρμα όπου θα μπορούσαν οι ίδιες οι επιχειρήσεις να καταχωρούν τα παραστατικά τους και η πλατφόρμα να τα μετασχηματίσει στον μορφότυπο που θέλει το Ελληνικό Δημόσιο. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, που έγινε με την εφαρμογή του «timologio.gr» της ΑΑΔΕ.
ΕΠΕΙΤΑ, λοιπόν, από την επιλογή του Ελληνικού Δημοσίου να επιβάλει τη διαμεσολάβηση «τρίτων» μόνο στους Έλληνες προμηθευτές του, αποδεικνύεται ότι η εν λόγω διαδικασία δεν συμβαδίζει με τα προβλεπόμενα της Οδηγίας 55/2014 της Ε.Ε., γιατί αλλιώς θα έπρεπε να επιβάλλεται και στους αλλοδαπούς προμηθευτές της.
ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΑ, προκύπτουν τέσσερα σημαντικά ερωτήματα: (α) Η διάκριση των προμηθευτών του Ελληνικού Δημοσίου σε ημεδαπές και αλλοδαπές εταιρείες, μεροληπτώντας υπέρ των δεύτερων -αφού αυτοί μπορούν να τιμολογούν στο Ελληνικό Δημόσιο χωρίς τη διαμεσολάβηση «τρίτου»- είναι πράξη ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας; (β) Στο πλαίσιο του μέτρου αυτού ενισχύονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις; (γ) Η δημιουργία μιας τάξης επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενες στη «διαμεσολάβηση» στις συναλλαγές μεταξύ των λοιπών επιχειρήσεων και Ελληνικού Δημοσίου συμβαδίζει με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας; (δ) Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε ότι η προαναφερόμενη Οδηγία της Ε.Ε. προτρέπει τις χώρες της Ε.Ε. να υιοθετήσουν ένα μορφότυπο για τις συναλλαγές, είτε αυτές αφορούν B2B είτε B2G, τότε μήπως αντί της απλοποίησης των διαδικασιών μέσω της ψηφιοποίησης που στοχεύουμε ενδέχεται να οδηγηθούμε σε αύξηση του λειτουργικού κόστους «της πραγματικής οικονομίας», δεδομένου πως για όλες τις συναλλαγές τους θα καταβάλλουν «επιπρόσθετο τίμημα» στους «ενδιάμεσους»;
Μάλιστα, δεν θα μπορέσουμε να παραλείψουμε πως απόρροια των παραπάνω θα είναι και ο σχηματισμός ενός νέου «ολιγοπωλίου», αυτού των «ηλεκτρονικών παρόχων».