Skip to main content

Η προκαταβολή μισθωμάτων δεν χαρτοσημαίνεται

Η Φορολογία Χαρτοσήμου είναι ένας αιωνόβιος νόμος, που συνεχίζει να βασανίζει το υπουργείο Οικονομικών και τις επιχειρήσεις, αφού δεν εξελίσσεται και δεν εκσυγχρονίζεται

Της Τατιάνας Ψαριανού, αντιπροέδρου της εταιρείας Γραφείο Ψαριανού Α.Ε., Ελεγκτές –  Σύμβουλοι Επιχειρήσεων

ΣΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ συναλλαγές μεταξύ πελατών, προμηθευτών και τρίτων, που αφορούν την αγορά ή πώληση αγαθών και υπηρεσιών, παρατηρείται συχνά η χρήση χρηματικών προκαταβολών, πριν από την οριστικοποίηση του οικονομικού γεγονότος.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ των συγκεκριμένων προκαταβολών, ανακύπτουν διάφορα φορολογικά θέματα, τα οποία άπτονται της Φορολογίας Χαρτοσήμου, ενός αιωνόβιου νόμου, που συνεχίζει να βασανίζει το υπουργείο Οικονομικών και τις επιχειρήσεις, αφού δεν εξελίσσεται, δεν εκσυγχρονίζεται και αγνοείται από τους περισσότερους εφοριακούς, λογιστές και δικηγόρους που ασχολούνται με το Φορολογικό Δίκαιο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αρκετές διαφωνίες και απόψεις και να χάνεται πολύτιμος χρόνος για την εξεύρεση της σωστής ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεών του.

ΘΑ ΠΡΟΤΕΙΝΑΜΕ στο υπουργείο Οικονομικών την κατάργηση του παμπάλαιου και αναχρονιστικού αυτού νόμου, αφού το κόστος εφαρμογής του από τους υπαλλήλους του -όλων των κατηγοριών, ελεγκτών Ελεγκτικών Κέντρων και στελεχών του-, αλλά και του προσωπικού των επιχειρήσεων, είναι απείρως υψηλότερο από τα έσοδα που εισπράττονται. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2024 ανήλθαν σε 4 εκατ. ευρώ, ενώ κάθε έτος ανέρχονται γύρω στα 100 εκατ. ευρώ ή αρκετά λιγότερα, ιδίως αν υπολογίσουμε τις υποθέσεις που χάνονται στα φορολογικά δικαστήρια για το Δημόσιο – και είναι πολλές, αφού μόνο στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) χάνεται σχεδόν το 35%.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ αυτούς, πιστεύουμε ότι η ανάδειξη ενός θέματος της Φορολογίας Χαρτοσήμου που αφορά τα Μισθώματα θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να το αντιμετωπίσουν σωστά και να αποφύγουν, όχι μόνο την αδικαιολόγητη καταβολή φόρων, αλλά και τις περιπέτειες με τον ελεγκτικό μηχανισμό του Δημοσίου. Το σχετικό θέμα που αναδεικνύουμε αναφέρεται στη χαρτοσήμανση ή μη της προκαταβολής που καταβάλλεται για μισθώματα ακινήτων.

ΣΥΜΦΩΝΑ με το άρθρο 574 του Αστικού Κώδικα, «Με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα».

ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 595 του Αστικού Κώδικα, «Το μίσθωμα καταβάλλεται στις συμφωνημένες ή στις συνηθισμένες προθεσμίες. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες προθεσμίες, καταβάλλεται κατά τη λήξη της μίσθωσης και, αν συμφωνήθηκε καταβολή σε μικρότερα διαστήματα, κατά τη λήξη τους».

ΣΤΟ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. Πρωτ. ΔΕΕΦ Β 1182799 ΕΞ 2016 Έγγραφο της Δ/νσης Έμμεσης Φορολογίας, του Τμήματος Β’ – Τελών και Ειδικών Φορολογιών, του υπουργείου Οικονομικών, διευκρινίστηκε ότι «Στην περίπτωση προκαταβολών μισθών, που εξοφλούνται διά μηνιαίων κρατήσεων από τις αποδοχές των υπαλλήλων, υφίσταται δανειακή σχέση κατά την έννοια του άρθρου 806 του Αστικού Κώδικα και υπόκειται σε τέλη χαρτοσήμου 3% ή 2% (πλέον εισφοράς υπέρ ΟΓΑ 20% επ’ αυτού), κατά τις διακρίσεις των άρθρων 13§1.α και 15§1.α. του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 806 του Αστικού Κώδικα αναφέρει ότι «Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας».

ΕΠΟΜΕΝΩΣ, η σύμβαση της μίσθωσης στην οποία το μίσθωμα έχει συμφωνηθεί να προκαταβάλλεται από τον μισθωτή στον εκμισθωτή, δεν μπορεί να συγχέεται με την έννοια του δανείου. Ουσιαστικά πρόκειται για προκαταβολές που δίνονται στο πλαίσιο μιας εμπορικής συμφωνίας δύο μερών.

ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ Απόφασης 1646/2020, της ΔΕΔ Θεσσαλονίκης, «από εννοιολογικής πλευράς, ο όρος “προκαταβολή χρημάτων” ταυτίζεται με τον όρο “προέμβασμα”. Η, κατά τ’ ανωτέρω, προκαταβολή: α) Δεν είναι, αυτή καθ’ εαυτή, σύμβαση, αλλά απλός όρος, ο οποίος εμπεριέχεται στις σχετικές συμβάσεις της πώλησης αγαθών και της παροχής υπηρεσιών. β) Δεν μπορεί να θεωρηθεί, σε καμιά περίπτωση, ως δάνειο, τόσο στην περίπτωση, που επακολούθησε η πραγματοποίηση της αγοράς ή της παροχής υπηρεσιών (Υπ. Οικ. Εγκ. 63/1955, Α. 12250/1962), όσο και στην περίπτωση, που οι συναλλαγές αυτές ματαιώθηκαν, για διάφορους λόγους, καίτοι η επιχείρηση, που έλαβε την προκαταβολή, τη χρησιμοποίησε, για τις ανάγκες της (Δευτ. Φορ. Δικ. Πατρ. 368/1964) και τούτο, γιατί λείπουν από αυτή τα στοιχεία, που συγκροτούν, κατά νόμον (άρθρα 806-809 Α.Κ.), την έννοια του δανείου».

ΕΠΙΣΗΣ, στην ίδια Απόφαση αναφέρεται ότι «Προκαταβολές χρημάτων, υποκείμενες σε τέλος χαρτοσήμου, είναι αυτές, που πληρούν τις προϋποθέσεις των προεμβασμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 15 παρ. 23 του Κώδικα Χαρτοσήμου. Δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου: α) Οι, κατά την προεκτεθείσα έννοια, προκαταβολές χρημάτων επί πωλήσεως αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, ελλείψει ειδικής διάταξης νόμου, επειδή οι προκαταβολές αυτές θα συμψηφισθούν με το οριστικό τίμημα των συναλλαγών αυτών…

Τονίζεται, ότι οι προκαταβολές χρημάτων δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου με τη βασική προϋπόθεση, ότι αυτές χορηγούνται για συγκεκριμένη πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, η οποία (πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών) πρέπει να αποδεικνύεται από σχετική έγγραφη σύμβαση μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Αν, όμως, οι προκαταβολές χρημάτων δίδονται γενικά και αόριστα, για μέλλουσες πωλήσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, οι οποίες δεν είναι γνωστές και συγκεκριμένες κατά τον χρόνο χορήγησης των προκαταβολών αυτών, τότε οι προκαταβολές αυτές μπορεί να θεωρηθούν ως χρηματοδότηση δι’ αυτών του λήπτη των εν λόγω προκαταβολών…».

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ, σε άρθρο του τέως δ/ντή του υπουργείου Οικονομικών, Π. Ρέππα, με τίτλο «Συμφωνίες, που συνιστούν ή δεν συνιστούν δάνεια και η σημασία τους, για την, από πλευράς χαρτοσήμου, αντιμετώπισή τους», σημειώνεται ότι συμφωνίες που δεν αποτελούν δάνεια είναι, μεταξύ άλλων, και «Οι λογαριασμοί στα βιβλία επιχείρησης με τους γενικούς τίτλους … “προμηθευτές – πιστωτές”, καθόσον από τους λογαριασμούς αυτούς δεν προκύπτουν τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά το άρθρο 806 του Αστικού Κώδικα, για την ύπαρξη δανειακής σύμβασης (Σ.τ.Ε. 1288/1989)». Ομοίως, κατά τον κ. Ρέππα, δεν αποτελεί δάνειο «Η προεξόφληση απαιτήσεων, επειδή αυτή γίνεται σε εξόφληση οφειλής, που δεν έχει γεννηθεί».

ΑΚΟΜΗ, στο ίδιο άρθρο του κ. Ρέππα, σημειώνεται ότι ούτε η προκαταβολή τιμήματος αγοραπωλησίας αποτελεί δάνειο. Συγκεκριμένα τεκμηριώνει την άποψή του αναφέροντας ότι «Κατά τη Διοίκηση (Υπ.Οικ.Εγκ. 63/1955 Α. 12250/1962), η προκαταβολή ολόκληρου ή μέρους του τιμήματος μέλλουσας αγοραπωλησίας δεν συνιστά δάνειο, εφόσον επακολούθησε η πραγματοποίηση της αγοράς ή, σε περίπτωση ματαίωσής της, η επιστροφή της προκαταβολής αυτής.

Επίσης, και κατά τη δικαστηριακή νομολογία (Δευτ. Φορ. Δικ. Πατρών 368/1964), η προκαταβολή του τιμήματος μέλλουσας αγοραπωλησίας, που ματαιώθηκε τελικά μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δάνειο, καίτοι η επιχείρηση έκανε χρήση του ποσού της προκαταβολής, για τις ανάγκες της».

ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ διατάξεις προκύπτει ότι η προκαταβολή μισθωμάτων, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος που καλύπτει αυτή, εφόσον αφορά συγκεκριμένη μίσθωση και δεν δίνεται αόριστα, δεν υποκρύπτει, σε καμία περίπτωση, δανεισμό από τον μισθωτή στον εκμισθωτή και επομένως η συναλλαγή δεν χαρτοσημαίνεται.