Του Δημήτρη Κ. Βερβεσού
Προέδρου Ολομέλειας των Προέδρων του Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος & Προέδρου ΔΣΑ
Οι Κώδικες του 2019, αποτέλεσμα μακροχρόνιας νομοπαραγωγικής διαδικασίας στην οποία συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι της δικηγορίας, της ακαδημαϊκής κοινότητας και της δικαιοσύνης, συνιστούν, κατά την κρατούσα γνώμη, σημαντική παρέμβαση και έταμαν στην ορθή, κατ’ αρχήν, κατεύθυνση πλήθος ζητημάτων που είχε θέσει η θεωρία, ή είχαν αναφυεί στην πράξη, χωρίς πάντως να λείπουν και ορισμένες αστοχίες, τις οποίες από την αρχή ως δικηγορικό σώμα είχαμε επισημάνει. Πριν καλά καλά στεγνώσει η νομοθετική μελάνη, όμως, αναπτύχθηκαν φυγόκεντρες δυνάμεις σε επίπεδο νομοθετικής πολιτικής, συνήθως υπό την επίδραση της επικαιρότητας και των κυβερνητικών επικοινωνιακών αναγκών. Έτσι, στα πρώτα χρόνια ζωής του νέου Ποινικού Κώδικα, εισήχθησαν αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, οι οποίες συγκροτούν ένα νομοθετικό παλίμψηστο, που διαρρηγνύει τη συστηματική αλληλουχία και συνοχή του ποινικού δικαίου και βρίσκεται στον αντίποδα της επιβαλλόμενης νομοπαραγωγικής φειδούς (ενδεικτικά αναφέρω τους τροποποιητικούς ν. 4623/2019, 4637/2019, 4640/2019, 4745/2020, 4689/2020, 4777/2021, 4800/2021, 4855/2021, 4871/2021, 4908/2022, ν. 4947/2022).
Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ακόμα απόπειρα αλλαγής των βασικών ποινικών νομοθετημάτων, που στρέφει το ποινικό σύστημα σε μια απολύτως τιμωρητική κατεύθυνση, με την ψευδώνυμη -και εν τέλει απροκάλυπτα λαϊκιστική- επίκληση της ατιμωρησίας, η οποία επιχειρεί να «κρύψει κάτω από το χαλί» τα πραγματικά προβλήματα της ποινικής δικαιοσύνης, και της αντεγκληματικής πολιτικής: τις χρόνιες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, την αδυναμία να παταχθεί το οργανώμενο έγκλημα, την αποτυχία του σωφρονιστικού συστήματος.
Η δικηγορική κοινότητα εξέφρασε από την πρώτη στιγμή την απόλυτη αντίθεσή της, μέσα από τις αποφάσεις του ανωτάτου θεσμικού οργάνου της, της Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων, προς υπεράσπιση των σταθερών του νομικού μας πολιτισμού, που εμπραγματώνονται στο Σύνταγμα και την ευρωπαϊκή δικαιοταξία.
Σε ό,τι αφορά την ουσία των ρυθμίσεων σταχυολογώ τα κάτωθι:
Σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, η αυστηροποίηση, παρουσιάζεται ως πανάκεια για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, παρότι τα στατιστικά στοιχεία δεν ενισχύουν την αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ της αυστηροποίησης των ποινών και τη μείωση της εγκληματικότητας. Ο ποινικός νομοθέτης δεν επιτρέπεται να δρα εν θερμώ ούτε να εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες. Μια σοβαρή αντεγκληματική πολιτική προϋποθέτει μελέτη στατιστικών δεδομένων και πολυεπίπεδη αντιμετώπιση, με φέροντα στοιχεία την ενίσχυση της πρόληψης, την έγκαιρη εξιχνίαση των εγκλημάτων, τη σωφρονιστική μέριμνα και βεβαίως την κοινωνική πολιτική.
Στο βωμό της αυστηροποίησης εισάγονται αδόκιμες και αλυσιτελείς ρυθμίσεις που πρέπει να μας προβληματίσουν:
- επαναφέρεται η δυνατότητα στον δικαστή να επιβάλλει: α) την ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος στον δράστη της απόπειρας και β) την ποινή του φυσικού αυτουργού στον απλό συνεργό, κατά τρόπο που παραγνωρίζει το μειωμένο άδικο των ανωτέρω βαθμών συμμετοχής και εγείρει ζητήματα αντισυνταγματικότητας
- οι ελαφρυντικές περιστάσεις αποφλοιώνονται και μειώνεται η επίδραση τους στην επιμέτρηση της ποινής, κατά τρόπο που εγείρει ζητήματα αναλογικότητας
- προβλέπεται ο κάθετος περιορισμός του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής και η εφαρμογή αυτής μόνο επί καταδίκης του δράστη σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, επαναφέρεται ο θεσμός της μετατροπής, ενώ θα εκτίονται, μερικώς ή ολικώς κατά περίπτωση, ποινές φυλάκισης πάνω από δύο έτη, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε μελέτη για τη φέρουσα ικανότητα του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά και για την τυχόν εγκληματογόνο μόλυνση του πρωτόπειρου δράστη πλημμελήματος από τον εγκλεισμό του
- επίσης, ο άνευ διακρίσεως αποκλεισμός της αναστολής εκτελέσεως της ποινής επί προηγούμενης καταδίκης ακόμη και για εξ αμελείας πλημμέλημα, το οποίο ενδέχεται μάλιστα να είναι κατά την φύση του τελείως άσχετο με την υπό κρίση πράξη, αντιβαίνει στην θεμελιώδη αρχή της εξατομίκευσης της ποινής και καθιστά υποχρεωτικό τον εγκλεισμό στην φυλακή καταδικασθέντων για τους οποίους αυτός εμφανώς αντενδείκνυται.
- Χαρακτηριστικό της έλλειψης εμπιστοσύνης στη δικαστική κρίση είναι ότι επιχειρείται να περιοριστεί η ευχέρεια να αποφασίζεται αναστολή της ποινής για τις περιπτώσεις των εγκλημάτων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187 ΠΚ.
- Το προβλεπόμενο κατώτατο όριο της φυλάκισης των δύο ετών στην ανθρωποκτονία εξ αμελείας δεν λαμβάνει υπόψη του περιπτώσεις στις οποίες συντρέχει υψηλός βαθμός συνυπαιτιότητας του θύματος (ιδίως σε τροχαία ατυχήματα) και άλλες μειωτικές του βαθμού της αμέλειας του κατηγορουμένου περιστάσεις. Σημειωτέον ότι στον προϊσχύσαντα ΠΚ προβλεπόταν ελάχιστη ποινή τριών μηνών (όπως και στον ισχύοντα).
- Η προτεινόμενη κατάργηση της απλής δυσφήμησης ως αξιόποινης πράξης είναι ακατανόητη. Ο ΠΚ (τόσον ο προϊσχύσας όσον και ο ισχύων) προστατεύουν την τιμή και την υπόληψη με ένα προσεκτικά εναρμονισμένο πλέγμα διατάξεων που εξασφαλίζουν την ορθή ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας της τιμής και της υπόληψης που δικαιούνται «απόλυτης» προστασίας σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 2). Οι διατάξεις αυτές έχουν τύχει πλήρους επεξεργασίας από την νομολογία των ποινικών και των αστικών δικαστηρίων και εφαρμόζονται χωρίς προβλήματα. Η σχεδιαζόμενη νομοθετική επέμβαση ανατρέπει πλήρως το κατά τα ανωτέρω ισορροπημένο σύστημα προστασίας και επιτρέπει την ατιμωρητί προβολή συκοφαντικών ισχυρισμών με ενδεχόμενο δόλο αλλά και την διάδοση αληθών γεγονότων που ανάγονται στην συνταγματικώς προστατευόμενη ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθρο 9 παρ. 1 εδ β΄ Συντάγματος).
Η Κυβέρνηση οφείλει να αντιληφθεί το βάρος της ευθύνης της και να στέρξει στα αιτήματα σύσσωμης σχεδόν της νομικής κοινότητας και στη φωνή αγωνίας που υψώνει απέναντι στην θεσμικά αδικαιολόγητη και δικαιπολιτικά άστοχη έκπτωση από τις εγγυήσεις που περιβάλλουν την ποινική δίκη. Ας ελπίσουμε ότι έστω την ύστατη ώρα, ο νομοθέτης δεν θα παραμείνει κλεισμένος στον αυτοποιητικό μηχανισμό του, δεν θα φερθεί υπερφίαλα και αλαζονικά, αλλά θα αντιληφθεί την αναγκαιότητα των αλλαγών που τεκμηριωμένα προτείνουμε, εκκινώντας έναν ουσιαστικό και απροκατάληπτο θεσμικό διαλόγου. Πρόκειται για δημοκρατική επιταγή, που μόνο οφέλη θα έχει για τη δικαιοσύνη, τη νομική κοινότητα, και τους διαδίκους.
Ο ποινικός νομοθέτης, άλλωστε, είναι εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον οφείλει να μη λησμονεί ούτε στιγμή ότι η Δικαιοσύνη απονέμεται στο όνομα του Ελληνικού λαού και μόνον, υπό τις εγγυήσεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Κάθε έκπτωση, στο πεδίο της ποινικής νομοθεσίας, συνιστά ήττα για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.