Τoυ Μιχάλη Γκλεζάκου, καθηγητή Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ θα συμφωνήσουμε πως το «νόμιμο» και το «ηθικό» δεν συμπίπτουν πάντοτε, γιατί οι νομοθέτες ούτε αλάνθαστοι είναι ούτε απαλλαγμένοι από ανθρώπινες αδυναμίες και σκοπιμότητες. Γι’ αυτό άλλωστε διαπιστώνουμε ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι «θετοί κανόνες δικαίου» (= οι νόμοι) αποκλίνουν λίγο ή πολύ από τους άγραφους ηθικούς νόμους.
Για παράδειγμα, ο Ποινικός Κώδικας θεωρεί ότι υπάρχει «τοκογλυφία» όταν κάποιος δανείζει χρήματα «με επιτόκιο υψηλότερο από το νόμιμο». Έτσι, ακόμη και αν είναι υπερβολικό (και γι’ αυτό ηθικά μη αποδεκτό) το νόμιμο επιτόκιο, ο δανειστής μπορεί να επωφεληθεί από αυτό (εις βάρος του δανειζόμενου) χωρίς κανένα πρόβλημα.
Βέβαια, το «ηθικό» δεν μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια, γι’ αυτό ορίζεται μόνο σε γενικές γραμμές και πάντα με κάποια δόση… σχετικότητας.
ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, όταν πριν από 30 χρόνια μπορούσες να βάλεις τα χρήματά σου σε ομόλογα της τράπεζας ΕΤΒΑ με επιτόκιο 23%, δεν φαινόταν παράλογο να ζητήσεις κάτι περισσότερο για να τα δανείσεις σε κάποιον που είχε χαμηλότερη φερεγγυότητα από την ΕΤΒΑ. Είναι όμως σίγουρα παράλογο να ζητάς σήμερα 20% ή παραπάνω, όταν οι καταθέσεις αποδίδουν λιγότερο από 1% και τα περισσότερα εταιρικά ομόλογα δύσκολα δίνουν πάνω από 5%-6%.
ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΩ γιατί τα λέω όλα αυτά. Πριν από λίγες ημέρες έτυχε να δω τα επιτόκια που χρεώνουν δύο συστημικές τράπεζές μας, για αγορές ή αναλήψεις με πιστωτικές κάρτες. Αποσαφηνίζω ότι ο σχετικός κατάλογος αναφέρεται στο 2024, δηλαδή μιλάμε για τώρα, όχι για κάποια άλλη εποχή. Τα επιτόκια λοιπόν κυμαίνονται από 19% μέχρι 21%, χωρίς να υπολογίσουμε τις 2,5 ακόμη μονάδες που χρεώνονται στην περίπτωση καθυστέρησης καταβολής των σχετικών δόσεων («τόκος υπερημερίας») και τις απειράριθμες επιβαρύνσεις που συνδέονται με την έκδοση της κάρτας, την ανάληψη και το «τσεκάρισμα» υπολοίπου από τρίτα ΑΤΜ, την παροχή αντιγράφων ενημερωτικών καταστάσεων κ.λπ. Αν τα υπολογίσουμε όλα αυτά, η επιβάρυνση ίσως φτάνει το 24% (ή μήπως το ξεπερνά;).
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ πόσο υπερβολικές και αδικαιολόγητες είναι οι πιο πάνω επιβαρύνσεις, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο απλά δεδομένα:
- Το χρήμα που δανείζουν οι τράπεζες στους κατόχους πιστωτικών καρτών κοστίζει σε αυτές 0,48%, γιατί τόσο είναι το μέσο επιτόκιο των καταθέσεών τους (από τα μικρότερα στην Ευρώπη). Θα μου πείτε, «φτάνουν τα λεφτά των καταθέσεων ή μήπως αντλούν και από άλλες πηγές, πιο ακριβές»; Αναμφίβολα φτάνουν, δεδομένου ότι από τους τραπεζικούς ισολογισμούς του 2022 προκύπτει ότι οι καταθέσεις ήταν 230 δισ. ευρώ, έναντι 155 δισ. όλων των χορηγήσεων.
- Οι κάτοχοι πιστωτικών καρτών που δεν μπορούν να εξοφλήσουν έγκαιρα το χρεωστικό τους υπόλοιπο και επομένως επιβαρύνονται με τα πιο πάνω επιτόκια, προέρχονται σε σημαντικό βαθμό από εκείνους που δεν μπορούν «να τα φέρουν βόλτα» και αναγκάζονται να τις χρησιμοποιούν, για να πάρουν κάποιες προσωρινές «ανάσες ρευστότητας». Πολλές φορές μάλιστα δεν τα καταφέρνουν να πληρώνουν έγκαιρα ούτε τις μηνιαίες δόσεις που ορίζουν οι τράπεζες και γι’ αυτό επιβαρύνονται και με τόκους υπερημερίας. Με άλλα λόγια, εκείνοι που καλούνται να πληρώσουν τα πιο πάνω ιδιαιτέρως υψηλά επιτόκια, είναι οι μη έχοντες.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ λέει να ζημιώνονται οι τράπεζες, γιατί επιχειρήσεις είναι και οι μέτοχοι θέλουν να πάρουν την αμοιβή τους για τα χρήματα που επένδυσαν σε αυτές. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως την παίρνουν και με το παραπάνω, δεδομένου ότι η μέση απόδοση των δικών τους κεφαλαίων («ίδια κεφάλαια»), στις τέσσερις συστημικές τράπεζές μας ήταν 14,5% το πρώτο εννεάμηνο του 2023 και αποτελούσε την τρίτη υψηλότερη επίδοση στην Ευρωζώνη.
ΕΧΟΥΝ, ΛΟΙΠΟΝ, τα περιθώρια να χρεώνουν λιγότερα για τις πιστωτικές κάρτες. Τα κέρδη τους, που είναι ήδη πολύ καλά (3,5 δισ. ευρώ το 2022), δεν κινδυνεύουν από μια λογικότερη τιμολόγηση των χορηγήσεων αυτής της μορφής, οι οποίες αποτελούν άλλωστε ένα μικρό μέρος των συνολικών τραπεζικών δανείων (μόλις 7 δισ. ευρώ τα καταναλωτικά δάνεια στο σύνολο των 155 δισ. χορηγήσεων το 2022). Άλλωστε, ακόμη και αν π.χ. έκοβαν στη μέση το επιτόκιο των πιστωτικών καρτών, και πάλι θα εισέπρατταν 20 φορές το μέσο κόστος των χρημάτων που πληρώνουν για τις καταθέσεις.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ είναι απαράδεκτα υψηλοί οι τόκοι που καλούνται να πληρώνουν οι κάτοχοι πιστωτικών καρτών. Επιβαρύνσεις 20%-24% σήμερα, που οι καταθέσεις τοκίζονται με μέσα επιτόκια μικρότερα του 1%, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως υπερβολικές. Φρένο χρειάζεται να μπει και στις υπόλοιπες χρεώσεις που επιβάλλουν οι τράπεζες, για να μη γίνουν οι σχετικές επιβαρύνσεις δυσβάστακτες. Ακόμη και η κυβέρνηση ζήτησε πριν από κάποιους μήνες να μειωθούν οι τραπεζικές προμήθειες. Τώρα, που τα μετρητά (τα οποία έχουν μηδενικό κόστος χρήσης) υποκαθίστανται διαρκώς με ηλεκτρονικό χρήμα, τα πράγματα γίνονται χειρότερα, γιατί κάθε πληρωμή με κάρτα, κάθε μεταφορά χρημάτων με e-banking κ.λπ. έχουν κόστος.
ΑΣ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ότι οι τράπεζες εισέπραξαν περίπου το 4% του ΑΕΠ για τις υπηρεσίες που προσέφεραν το 2022, ανεβάζοντας τα λειτουργικά τους έσοδα σε 9,2 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό δεν είναι ευκαταφρόνητο, αν σκεφτούμε ότι αντιστοιχεί στο 60% της συνολικής δαπάνης όλων των Ελλήνων για είδη supermarket (ήταν 15 δισ. το 2022). Δεν λέει πολλά αυτή η σύγκριση, δίνει όμως ένα μέτρο μέτρησης του κόστους των τραπεζών για την ελληνική κοινωνία.
ΒΕΒΑΙΑ, ΥΠΑΡΧΕΙ ο κίνδυνος των κόκκινων δανείων που θολώνει την εικόνα. Όμως, είναι προτιμότερο να χορηγούνται τα τραπεζικά δάνεια με αυστηρότερα κριτήρια, παρά να γίνονται χαλαρότερες αξιολογήσεις που οδηγούν στην ανάληψη και τιμολόγηση αχρείαστων κινδύνων. Γιατί, αυτή η διαδικασία οδηγεί στην υπέρμετρη διόγκωση των επιτοκίων, που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούν τα ηθικώς αποδεκτά όρια, παρά το ότι κινούνται μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας.