Του Σταύρου Γ. Θεοδωράκη, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Chiesi Ελλάδας – Κύπρου, αντιπροέδρου του ΣΦΕΕ και επικεφαλής της Επιτροπής Τιμολόγησης (2021-2024)
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ και η υλοποίηση μιας φαρμακευτικής πολιτικής και ιδιαίτερα η αποτελεσματική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων της φαίνεται να αποτελεί το «μεγάλο στοίχημα» για κάθε φιλόδοξο κρατικό λειτουργό στον χώρο της υγείας. Σε μια πλειάδα προκλήσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα υγειονομικά συστήματα ανά τον κόσμο, όπως ο γηράσκων πληθυσμός, η παχυσαρκία, το κάπνισμα και τα τελευταία χρόνια οι πανδημικές υγειονομικές απειλές που οδήγησαν στην αύξηση του όγκου συνταγογράφησης, έρχονται να προστεθούν τόσο η εξασφάλιση της διάθεσης καθιερωμένων θεραπειών όσο και η δυνατότητα πρόσβασης σε νέες καινοτόμες θεραπευτικές επιλογές.
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ αυτών των προκλήσεων απαιτεί μια διαφορετική ματιά προβληματισμού και αναζήτησης λύσεων σε σχέση με την ισχύουσα -μέχρι σήμερα- προσέγγιση στη χώρα μας, μελετώντας παράλληλα την εξέλιξη της φαρμακευτικής επιστήμης και τα οφέλη που προέκυψαν από αυτήν (π.χ. με τη χορήγηση γονιδιακών θεραπειών, μονοκλωνικών αντισωμάτων κ.λπ.). Θέτοντας ως αρχή ότι οι δημόσιοι λειτουργοί της υγείας επιζητούν το καλύτερο για τους πολίτες των κρατών τους, η εξασφάλιση της κυκλοφορίας των υπαρχόντων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων αλλά και η υιοθέτηση της φαρμακευτικής καινοτομίας δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως ένα επιπρόσθετο κόστος για την υγεία των πολιτών, αλλά ως υποχρέωση του κράτους απέναντί τους. Η αποδοχή της άποψης ότι η φαρμακευτική έρευνα γίνεται για το όφελος των ασθενών και όχι μόνο για τη δημιουργία ανακοινώσεων σε επιστημονικά συνέδρια, μετατρέπει την αγωνιώδη προσπάθεια της εξεύρεσης πόρων για την ιατροφαρμακευτική κάλυψη σε επένδυση και όχι απλώς μια δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού για την υγεία. Έχοντας, δε, ως πυξίδα την αποδεδειγμένη αξία της πολύχρονης φαρμακευτικής συνεισφοράς στην υγεία ενός πληθυσμού, η λήψη αποφάσεων για τον καθορισμό του πλαισίου της φαρμακευτικής πολιτικής γίνεται μια εύκολη διεργασία και «το στοίχημα» παύει να είναι πρόκληση.
Ο ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΣ ρόλος του κράτους -ως φορέα που θα αξιολογήσει και θα αποδεχθεί την οικονομική επιβάρυνση της χορήγησης μιας θεραπείας για τους πολίτες του- απαιτεί έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό, που θα θέτει τις προτεραιότητες και θα περιλαμβάνει ένα συνεκτικό πλάνο ενεργειών για την υλοποίησή του. Για παράδειγμα, λαμβάνοντας υπόψη ότι στη χώρα μας τα κόστη των χρόνιων παθήσεων επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το ύψος της φαρμακευτικής δαπάνης, μια παρέμβαση σε επιλεγμένες κατηγορίες νόσων πρέπει ν αποτελέσει προτεραιότητα. Ειδικότερα, απαιτούνται βήματα όπως:
- η αναβάθμιση του συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και η αξιοποίηση των δεδομένων του, ώστε να προσδιοριστεί ο αριθμός των ασθενών ανά χρόνια πάθηση και να καταγραφεί το μέγεθος του όγκου των σκευασμάτων που καταναλώνονται από αυτούς τους ασθενείς, αλλά και το είδος της φαρμακευτικής κάλυψης,
- η αναζήτηση – επιβεβαίωση μέσω των θεραπόντων ιατρών του βαθμού της αποτελεσματικότητας της τρέχουσας φαρμακευτικής θεραπείας που λαμβάνουν οι διαγνωσμένοι ασθενείς τους,
- η εφαρμογή των -τακτικώς αναθεωρημένων- θεραπευτικών πρωτοκόλλων για κάθε χρόνια πάθηση, εντάσσοντας τους ασθενείς σε αυτά (είτε διατηρώντας τους στις υπάρχουσες θεραπείες, εφόσον είναι αποτελεσματικές, είτε μεταφέροντάς τους σε άλλες νέες), θέτοντας όμως παράλληλα τους θεραπευτικούς στόχους και το χρονοδιάγραμμα επίτευξής τους,
- η συνδυαστική χρήση του αριθμού των ασθενών με τα εθνικά στοιχεία επιπολασμού της νόσου για την εκτίμηση της ετήσιας ανάγκης φαρμακευτικής κάλυψης του πληθυσμού για κάθε χρόνια πάθηση, και τέλος
- η εκπαίδευση στη συμμόρφωση στη θεραπεία των ασθενών με τη βοήθεια και των φαρμακοποιών, την παροχή προγραμμάτων βελτίωσης της ποιότητας ζωής, αλλά και υποστήριξης φροντιστών που θα εξασφαλίσουν τελικά την καλύτερη συμμόρφωση στη θεραπεία.
ΕΧΟΝΤΑΣ υπολογίσει τον αριθμό των ασθενών για τις κύριες χρόνιες παθήσεις και εφαρμόζοντας σύγχρονα θεραπευτικά πρωτόκολλα, τότε μόνο θα προσδιοριστεί η πραγματική ανάγκη για φαρμακευτική κάλυψη και το ύψος της δαπάνης που θα τη συνοδεύσει. Επιπροσθέτως, ο διάλογος με τους παρόχους θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα τόσο του δημόσιου συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας όσο και των φαρμακευτικών εταιρειών.
Παράλληλα, πρέπει να αναζητούνται τρόποι επιτάχυνσης της εισαγωγής της καινοτομίας μέσω της διεξαγωγής κλινικών μελετών, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησής της. Με αυτόν τον τρόπο το κόστος με το οποίο συμμετέχει το κράτος δεν θα αποτελεί άλλοθι για την επιβράδυνση εισόδου των σύγχρονων θεραπειών στη χώρα μας, οι οποίες αποδεδειγμένα βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των πολιτών της.
ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ πενταετία και η χώρα μας βρέθηκε μπροστά στην επιστημονική έκρηξη με «break through θεραπείες» που αντιμετωπίζουν ασθένειες που λίγα χρόνια πριν χαρακτηρίζονταν ως ανίατες, ενώ ασθενείς με σπάνιες παθήσεις άρχισαν να λαμβάνουν θεραπείες που οδηγούν πλέον σε σημαντική βελτίωση τόσο της ποιότητας όσο και αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Με δεδομένο ότι το κόστος έρευνας των νέων μορίων ξεπερνά το 1,5 δισ. δολάρια (με την ανάγκη επιπλέον επενδύσεων για τη δημιουργία ειδικών κέντρων έρευνας και ανάπτυξης) αλλά και των επενδύσεων για την κατασκευή εξειδικευμένων εργοστασίων παραγωγής (π.χ. βιοτεχνολογικών μορίων), το ύψος της φαρμακευτικής δαπάνης δεν αναμένεται να μειωθεί.
Η «ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ περίοδος» της λογιστικής αντιμετώπισης της φαρμακευτικής δαπάνης ως κόστος με υπολογισμό «…της τιμής επί της ποσότητας…», της επιβολής μονομερώς υποχρεωτικών εκπτώσεων (rebates), αλλά και μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας που το ισχυρό κράτος – αγοραστής θέτει όρους (πολλές φορές με αναδρομική ισχύ!) που δεν εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων (αφού π.χ. στα καινοτόμα φαρμακευτικά προϊόντα ζητείται ποσοστό επιστροφής έως και 70%), φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί… Είναι αδήριτη ανάγκη να σχεδιαστεί και να συμφωνηθεί ένας νέος προϋπολογισμός για την ιατροφαρμακευτική κάλυψη του πληθυσμού για τα επόμενα χρόνια. Ένας προϋπολογισμός που θα ανταποκρίνεται στην κάλυψη των αναγκών των ασθενών της χώρας μας, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την αύξηση του ΑΕΠ των τελευταίων ετών όσο και τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.