Τoυ Μιχάλη Γκλεζάκου, καθηγητή Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά
Χάσαμε χρόνο και χρήμα
1. Πριν από λίγες ημέρες είδαμε το τέλος (;) του σίριαλ των ιδιωτικών πανεπιστημίων, που κράτησε δεκαετίες. Η κυβέρνηση τόλμησε να κάνει αυτό που έπρεπε να είχε γίνει πριν από 40-50 χρόνια, τότε που η ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές άρχισε να υπερβαίνει σημαντικά την ντόπια προσφορά. Όμως, αντί να φέρουμε τα πανεπιστήμια εδώ, πήγαιναν κάθε χρόνο χιλιάδες νέοι μας να τα βρουν, στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στις βαλκανικές, όπου δεν ήταν πάντα διαυγής η διαδικασία απόκτησης πτυχίου. Καταφέραμε να «πολυπλοκοποιήσουμε» ένα τόσο απλό θέμα και να το αναγάγουμε σε μέγα ταμπού. Θεωρούμε άδικο να έχει κανείς την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσει σε ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα, αλλά δεν μας ενοχλεί όταν κάνει το ίδιο στο εξωτερικό. Με αυτά τα μυαλά, οι ελληνικές οικογένειες ξόδευαν τις οικονομίες τους για να σπουδάσουν τα παιδιά τους σε άλλες χώρες, όλα αυτά τα χρόνια. Σήμερα, περίπου 40.000 Έλληνες φοιτούν σε πανεπιστήμια εξωτερικού, ξοδεύοντας περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως. Με συντηρητικούς υπολογισμούς, η σχετική δαπάνη για τα τελευταία 40-50 χρόνια ξεπερνά τα 30 δισ. ευρώ σε σημερινές τιμές.
Τα οφέλη είναι σημαντικά
2. Αν είχαμε απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις μας και επιτρέπαμε τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, όχι μόνο θα περιορίζαμε σημαντικά το πιο πάνω ποσό, αλλά και θα είχαμε έσοδα από την προσέλκυση ξένων σπουδαστών στη χώρα μας. Σύμφωνα με μια παλιά μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, το… μακρινό 2017 θα μπορούσαμε να προσελκύσουμε 110.000 ξένους φοιτητές. Προφανώς, ο αντίστοιχος αριθμός για το 2023 θα ήταν πολύ μεγαλύτερος. Αν κοιτάξουμε τη «μικρή» Κύπρο, θα δούμε 45.000 ξένους σπουδαστές, με συμβολή 7% στο ΑΕΠ. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι μόνο 2% να ήταν η συμβολή στο δικό μας ΑΕΠ, θα εξασφαλίζαμε +4 δισ. τον χρόνο. Επιπλέον, θα ανακτούσαμε ένα μεγάλο μέρος από το πλούσιο δυναμικό των Ελλήνων καθηγητών της διασποράς, που θα ανέβαζαν το επίπεδο σπουδών, συμβάλλοντας στη δημιουργία εποικοδομητικού ανταγωνισμού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σήμερα, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για έναν τέτοιο ανταγωνισμό. Τα δημόσια πανεπιστήμια στηρίζονται στον πατριωτισμό και το φιλότιμο ενός ποσοστού (ευτυχώς σημαντικού) των καθηγητών τους. Γιατί δεν υπάρχουν ουσιαστικά κίνητρα που να ενθαρρύνουν την καινοτομία, την επιπλέον προσπάθεια κ.λπ. Ούτε υπάρχουν ουσιώδεις συνέπειες για την ανικανότητα ή την αδιαφορία. Θα μπορούσε ένας καθηγητής να είναι επιστημονικά ανεπαρκής και πολλαπλά ακατάλληλος και όμως να μην κινδυνεύει η θέση του. Αν μάλιστα είναι ενταγμένος σε κάποια ισχυρή κλίκα, έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει αρνητικά την εξέλιξη άλλων, συνήθως ικανότερων από αυτόν.
Χρειάζεται όμως προσοχή…
3. Για να είμαστε όμως ρεαλιστές, όλα τα πιο πάνω δεν θα γίνουν αυτόματα, με μόνη τη θεσμοθέτηση της λειτουργίας των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Χρειάζεται να δοθεί μεγάλη προσοχή σε κάποιες κρίσιμες προϋποθέσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την επιτυχία του νέου θεσμού: Πρώτα απ’ όλα, να βελτιωθούν τα δημόσια πανεπιστήμια, μέσα από τη διάθεση επιπλέον κρατικών πόρων, ώστε να αποτελέσουν τον βασικό άξονα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Χρειάζεται ακόμη να εξασφαλιστεί η ποιότητα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, με τρεις κυρίως τρόπους:
- Να ανήκουν σε μη κερδοσκοπικούς φορείς, για να μην υπάρχει το κίνητρο της μεγιστοποίησης του κέρδους, που συχνά αποβαίνει εις βάρος της ποιότητας.
- Να διαθέτουν τις αναγκαίες υποδομές σε κτίρια και εξοπλισμό και να είναι επαρκώς στελεχωμένα με διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά.
- Να υποχρεώνονται να ακολουθήσουν αξιοκρατική και διαυγή διαδικασία στην επιλογή και εκπαίδευση των φοιτητών, καθώς και στην απονομή τίτλων σπουδών.
Τα κροκοδείλια δάκρυα
4. Με την επιφύλαξη των πιο πάνω επισημάνσεων, είναι καλοδεχούμενη η μεταρρύθμιση που τόλμησε η κυβέρνηση. Όσο γι’ αυτούς που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα, απλά υποκρίνονται. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης π.χ., με εξαίρεση το ΠΑΣΟΚ, καταγγέλλουν με έμφαση ότι η μεταρρύθμιση αυτή θα διευρύνει τις ανισότητες, θα μειώσει την αξία των πτυχίων κ.λπ. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Δίνοντας διέξοδο σε εκείνους που έχουν χρήματα να πληρώσουν, αφήνεις θέσεις για τους μη έχοντες. Επίσης, η παιδεία μόνο να κερδίσει έχει από την ενίσχυση του ανταγωνισμού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Όσο για την απαξίωση των πτυχίων, από πού προκύπτει; Μήπως από το ότι θα βγαίνουν περισσότεροι πτυχιούχοι; Αν δεν κάνω λάθος, σύσσωμη η αντιπολίτευση ζητά να αυξηθεί ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστήμια, επιτρέποντας μάλιστα να μπουν και όσοι έχουν απαράδεκτα χαμηλές επιδόσεις στις πανελλήνιες εξετάσεις. Δηλαδή, η αξία των πτυχίων δεν μειώνεται όταν φοιτούν στα πανεπιστήμια περισσότεροι «αγράμματοι» φοιτητές, αλλά απειλείται από τους πτυχιούχους των ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα οποία μάλιστα θα λειτουργούν υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της «Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης»; Έχουμε επίσης αρκετούς φοιτητικούς συλλόγους, που (προφανώς εξυπηρετώντας κομματικές σκοπιμότητες και ιδεοληψίες) σήκωσαν κιόλας το λάβαρο της επανάστασης και έβγαλαν πύρινες ανακοινώσεις, ζητώντας «πτυχία με αξία» και μιλώντας για «ξεσηκωμό», «πόλεμο» κ.λπ. Ποιος δίνει άραγε αξία στα πτυχία; Οι ίδιοι απαιτούν εισαγωγή με μηδαμινές επιδόσεις, άπειρο χρόνο σπουδών, μη υποχρεωτική παρακολούθηση κ.λπ. Μήπως αυτά είναι που μειώνουν την αξία των πτυχίων τους γιατί «παράγουν» ημιμαθείς πτυχιούχους;
Επίλογος
5. Είμαστε πλέον στο 2024, με την τεχνητή νοημοσύνη να αναπτύσσεται ραγδαία και να διεισδύει σε όλο και περισσότερες οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Όπως στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση ήταν η μηχανή που άλλαξε τα δεδομένα, έτσι τώρα είναι το μυαλό που οδηγεί την τεχνολογία με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην ανατροπή των παραδοσιακών οικονομικών δομών. Είναι αυτό που δημιουργεί την προστιθέμενη αξία και που αποτελεί πλέον το κυρίαρχο μέσο παραγωγής. Έχουμε μυαλά και μάλιστα σε αφθονία. Έχουμε πολλούς νέους που θέλουν να σπουδάσουν. Ας το κάνουμε ευκολότερο, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να σπουδάσουν στην πατρίδα τους και παράλληλα ας συνδέσουμε παραγωγή και πανεπιστήμιο, για να τους κρατήσουμε εδώ.