Του Στέφανου Χανδακά, μαιευτήρα- γυναικολόγου, ενδοσκοπικού χειρουργού, ιδρυτή και προέδρου της HOPEgenesis, αναπληρωτή καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας
ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ζήτημα απασχολεί όλο και περισσότερο τους ειδικούς τα τελευταία χρόνια, καθώς οι επίσημες μελέτες φανερώνουν ένα δυσοίωνο μέλλον, με περιορισμένα περιθώρια αναστροφής του κλίματος, εάν άμεσα δεν υπάρξει ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης.
Το 2008 είχαμε στην Ελλάδα 140.000 γεννήσεις και 100.000 θανάτους, δηλαδή μια μικρή αυξητική τάση του πληθυσμού, η οποία ήταν σταθερή την τελευταία 30ετία.
Το 2011 ήταν η πρώτη χρονιά που είχαμε μηδενικό ισοζύγιο, δηλαδή ακριβώς ίδιο αριθμό γεννήσεων και θανάτων.
Έκτοτε, παρατηρείται σταθερά πολύ μεγάλη μείωση των γεννήσεων. Η Eurostat έχει χτυπήσει το καμπανάκι, καθώς υπολογίζεται ότι, αν συνεχίσουμε με αυτή την τάση, ο ελληνικός πληθυσμός το 2050 θα έχει μειωθεί σε περίπου 6,5 με 8 εκατομμύρια πολίτες, από 10,7 εκατομμύρια που είναι σήμερα.
ΣΥΜΦΩΝΑ με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την εξέλιξη πληθυσμού το 2022, οι γεννήσεις στην Ελλάδα ανήλθαν σε 76.541 βρέφη, ενώ αντίστοιχα οι θάνατοι έφθασαν τους 140.801. Την ίδια στιγμή, ένα ακόμη σημαντικό εύρημα από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι η αύξηση του ηλικιακού ορίου εντός του οποίου οι γυναίκες ολοκληρώνουν τον οικογενειακό προγραμματισμό. Έτσι, ενώ το 1982 οι περισσότερες γεννήσεις ήταν από γυναίκες ηλικίας 20-34 ετών, το 2022 οι περισσότερες γεννήσεις προήλθαν από γυναίκες ηλικίας 25-39 ετών.
ΕΑΝ ΟΝΤΩΣ ισχύσουν αυτές οι ζοφερές προβλέψεις, η χώρα μας θα έρθει αντιμέτωπη με έναν τυφώνα σαρωτικών κοινωνικών και οικονομικών αναταράξεων, που είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε νέες περιπέτειες την εγχώρια οικονομία, διαταράσσοντας τον κοινωνικό ιστό. Η υπογεννητικότητα οδηγεί στη γήρανση του πληθυσμού, την αυξανόμενη συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, ενώ καθιστά το ασφαλιστικό σύστημα μη βιώσιμο.
Κατά συνέπεια, η οικογένεια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής ως πόλος ανάπτυξης και εξέλιξης για τη χώρα, γεγονός που προϋποθέτει τη εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου δράσης, το οποίο θα προσφέρει οικονομική υποστήριξη σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας οικογένειας.
Η ΙΑΤΡΙΚΩΣ υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, έχοντας στη «φαρέτρα» της μια σειρά πρωτοποριακών τεχνικών και με «αρωγό» την εγχώρια νομοθεσία, που αποτελεί μια από τις πλέον προοδευτικές νομοθεσίες στο πεδίο, συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι το 18%-20% του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα αντιμετωπίζει προβλήματα υπογονιμότητας, εύκολα τεκμηριώνεται ο σημαντικός ρόλος της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στην αποτελεσματικότερη διαχείριση του δημογραφικού.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ιατρική τεχνολογία είναι «σύμμαχος» στην αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας. Η τεχνολογία έχει ιδιαίτερη επιρροή́ και στον κλάδο της Υποβοηθουμένης Αναπαραγωγής, η οποία τείνει να εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence) και η μηχανική μάθηση (machine learning) αποτελούν τα νέα βασικά εργαλεία για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Σημαντικό είναι να αναφερθεί η ανάπτυξη του Time Lapse Imaging, που αποτυπώνει φωτογραφικά τα έμβρυα στα διάφορα στάδια της καλλιέργειάς τους στο εργαστήριο, με στόχο τη μελέτη των μορφολογικών χαρακτηριστικών τους. Ακόμη μια τέτοια καινοτομία είναι το αυτοματοποιημένο σύστημα κρυοσυντήρησης ωαρίων.
ΕΠΙΣΗΣ, το PRP (πλάσμα αίματος πλούσιο σε αιμοπετάλια) είναι μια νέα και πολύ αποτελεσματική μέθοδος στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας.
Το PRP ενδομητρίου μπορεί να ευνοήσει το πάχος του ενδομητρίου αποτελώντας μια θεραπευτική πρόταση για το λεπτό ενδομήτριο, καθώς το επαρκές πάχος είναι ένας βασικός παράγοντας για την εμφύτευση των εμβρύων και την εγκυμοσύνη. Το PRP ωοθηκών ή αλλιώς η Αναζωογόνηση Ωοθηκών (Ovarian Rejuvenation) είναι μια νέα και αξιόλογη διαδικασία που προσφέρει στα ζευγάρια που επιθυμούν να αποκτήσουν βιολογικό παιδί, αντί της δωρεάς ωαρίων. Ακόμα, ο προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος (pre-implantation genetic screening, PGS) απευθύνεται σε γυναίκες ηλικίας άνω των 35 ετών, καθώς το ποσοστό́ των χρωμοσωμικών ανωμαλιών στα έμβρυα αυξάνει όσο αυξάνει η ηλικία των γυναικών.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ επίτευγμα έχει σημειωθεί σε ό,τι αφορά την ελάττωση της ποσότητας ορμονών και του αριθμού των χορηγούμενων ενέσεων όπως ο τροποποιημένος φυσικός κύκλος – minimal stimulation in vitro fertilization ή Mini IVF που παρέχει υψηλά ποσοστά επιτυχίας, ενώ χρησιμοποιεί σημαντικά λιγότερη φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, όλες αυτές οι πρωτοποριακές λύσεις απαιτούν την εμπειρία και την επίβλεψη εξειδικευμένων ιατρών για να επιτευχθεί́ το καλύτερο δυνατό́ αποτέλεσμα.
HOPEGENESIS: Ελπίδα για την υπογεννητικότητα. Η HOPEgenesis είναι μία αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία που ιδρύθηκε το 2015 και δραστηριοποιείται στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας, με αποστολή την καταπολέμηση της υπογεννητικότητας, τη στήριξη της οικογένειας και την εύρεση λύσεων του δημογραφικού ζητήματος στην Ελλάδα. Πρόσφατα μάλιστα, με την υποστήριξη της Eurolife FFH ασφαλιστικής και τον Δήμο Καστελόριζου, η HOPEgenesis εγκαινίασε τον πρώτο Παιδικό Σταθμό στο Καστελόριζο. Αυτή τη στιγμή δραστηριοποιείται σε 450 απομακρυσμένες περιοχές, 408 τοπικές κοινότητες και 42 νησιά του Αιγαίου και Ιονίου πελάγους.
ΣΥΝΕΡΓΑΖΕΤΑΙ με 24 ιατρικά κέντρα σε Αθήνα και επαρχία (δημόσια και ιδιωτικά), και η ιατρική της ομάδα αποτελείται από περισσότερους από 50 εθελοντές ιατρούς, μαίες και άλλους επαγγελματίες υγείας. Μέχρι σήμερα περισσότερες από 670 οικογένειες έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα σε περιοχές που για περισσότερα από τρία έως πέντε χρόνια υπήρχαν είτε ελάχιστες έως μηδενικές γεννήσεις, είτε μεγάλο αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται άμεσα και ο οικονομικός και κοινωνικός ιστός των περιοχών αυτών.
ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη πρόκληση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η χώρα μας τα επόμενα χρόνια. Η προσπάθεια ανάσχεσης των αρνητικών εξελίξεων που συνδέονται με το μείζον αυτό ζήτημα απαιτεί τον συντονισμό και τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, υπό την ενορχήστρωση ενός συνεκτικού εθνικού πλαισίου δράσης, ώστε όλοι μαζί, από κοινού να θέσουμε τις βάσεις για ένα πιο «γόνιμο» και βιώσιμο μέλλον.