Του Δημητρίου Πανοζάχου, MSc οικονομολόγου – εσωτερικού ελεγκτή, διευθύνοντος συμβούλου της ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Α.Ε.
ΚΑΝΕΙΣ δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στη χώρα μας η φοροδιαφυγή είναι αυξημένη σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Για μια ακόμη φορά η πολιτική ηγεσία του υπουργείου επιλέγει να καταφύγει σε «αντικειμενική μέθοδο» προσδιορισμού του εισοδήματος για να την καταπολεμήσει.
ΩΣΤΟΣΟ, έχουμε ήδη τεράστια εμπειρία από «αντικειμενικές μεθόδους» που απέδειξαν ότι δεν κατάφεραν να καταπολεμήσουν το φαινόμενο της φοροδιαφυγής.
ΕΧΟΥΜΕ τη μέθοδο του υπολογισμού της «αντικειμενικής αξίας των ακινήτων» από το 1982, αλλά η φοροδιαφυγή στον συγκεκριμένο χώρο είναι αδιαμφισβήτητη. Για αυτό, για μια ακόμη φορά, με το «υπό συζήτηση» νομοσχέδιο παρεμβαίνει η πολιτεία και νομοθετεί την υποχρεωτική χρήση των τραπεζικών μέσων στην καταβολή του τιμήματος. Άρα, η εν λόγω «αντικειμενική μέθοδος» δεν κατέστειλε τη φοροδιαφυγή. Έχουμε στη φορολογική νομοθεσία τα «τεκμήρια διαβίωσης» από το 1977, αλλά και αυτά σήμερα η πλειονότητα διαπιστώνει ότι δεν συντελούν στη μείωση της φοροδιαφυγής.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, στρεβλώνουν την πραγματικότητα και προκαλούν -ενίοτε- δυσβάστακτα προβλήματα στις οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες. Με την πρωτοβουλία της πολιτείας για θεσμοθέτηση «αντικειμενικών κριτηρίων» φορολόγησης επιτηδευματιών, το ερώτημα που προκύπτει είναι: Αν η θεσμοθέτηση «αντικειμενικών κριτηρίων» είναι κοινωνικά δίκαιο σύστημα και περιορίζει τη φοροδιαφυγή, τότε γιατί δεν επετεύχθη ο εν λόγω στόχος το 1994 που η πολιτεία είχε θεσμοθετήσει για πρώτη φορά «αντικειμενικά κριτήρια» με το άρθρο 33 του Ν. 2238/1994 αλλά στη συνέχεια προχώρησε στην κατάργησή τους;
Η ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ στη χώρα μας, σύμφωνα με το «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», που συνέταξε η Επιτροπή υπό τον Νομπελίστα καθηγητή Χρ. Πισσαρίδη (2020), ενισχύεται από το μεγάλο πλήθος αυτοαπασχολούμενων (σελ. 101 της έκθεσης), ενώ «Όταν ληφθούν μέτρα ενίσχυσης της μισθωτής εργασίας, οι επιχειρήσεις αυτές θα αποκτήσουν μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα στις διεθνείς αγορές και θα μεγαλώσουν (σελ. 52)» και βέβαια θα μειωθεί η φοροδιαφυγή, αφού σε όλες τις μελέτες αποδεικνύεται ότι τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία έχουν τη μικρότερη φοροδιαφυγή.
ΣΥΝΕΧΩΣ η πολιτεία προσπαθεί να δώσει κίνητρα στους ιδιώτες να ζητούν «αποδείξεις» από τους επιτηδευματίες, αλλά παραβλέπει ότι ο βασικός συντελεστής φορολογίας εισοδήματος είναι 22%, ενώ ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ 24%, με συνέπεια η αποφυγή λήψης «απόδειξης» να «βολεύει» και τα δύο μέρη, αφού και ο ιδιώτης με τη «μη λήψη απόδειξης» κερδίζει 24% έναντι του 22% που θα κερδίζει αν απαιτήσει «απόδειξη».
ΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ στοιχεία αποδεικνύουν ότι τα έτη με τα μεγαλύτερα δηλωθέντα φορολογητέα εισοδήματα από τους επιτηδευματίες ήταν αυτά όπου ίσχυαν μειωμένοι συντελεστές φορολόγησης. Αυτό επιβεβαιώνει και η μελέτη του ΙΟΒΕ (4Ος/2018 – Η φορολογία Εισοδήματος στην Ελλάδα), σύμφωνα με την οποία:
Α) Στο πεδίο της φορολογίας εισοδήματος, οι διεθνείς καλές πρακτικές εστιάζουν σε: Διεύρυνση της φορολογικής βάσης με εφαρμογή χαμηλότερων συντελεστών (σελ. 291) και σε άλλο σημείο
Β) Εξίσου αναγκαία στο πλαίσιο αναμόρφωσης της φορολογίας εισοδήματος είναι η δραστική μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων (το πολύ σε 20%), ενδεχομένως με ταυτόχρονη διεύρυνση φορολογικής βάσης μέσω επανεξέτασης των επιχειρηματικών δαπανών που εκπίπτουν (ή του τρόπου αποδοχής τους από τις φορολογικές αρχές).
Σε μια τέτοια περίπτωση, η ενίσχυση της απασχόλησης -και του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας σε βάθος χρόνου- περιορίζει τις όποιες δημοσιονομικές επιπτώσεις, ακόμα και χωρίς να συνυπολογίζονται οι παράπλευρες (θετικές) επιδράσεις από τη μείωση της φοροδιαφυγής. Στην ίδια κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η μείωση ασφαλιστικών εισφορών (σελ. 292).
ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ότι το 2007 ήταν το έτος που στην Ελλάδα ο βασικός συντελεστής φορολόγησης των επιτηδευματιών ήταν 20% και ήταν από τα έτη με τα μεγαλύτερα δηλωθέντα φορολογητέα εισοδήματα.
ΕΠΕΙΔΗ η επιλογή της θεσμοθέτησης «αντικειμενικών κριτηρίων» για το εισόδημα των επιτηδευματιών αποτελεί επιστροφή στο παρελθόν χωρίς αυτή να έχει αποδώσει ποτέ φορολογικά, αλλά δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα, είναι προτιμότερο η πολιτεία να εξετάσει: α) τη μείωση των βασικών φορολογικών συντελεστών, β) τη μείωση του βασικού συντελεστή ΦΠΑ κάτω από τον βασικό συντελεστή φορολογίας εισοδήματος και γ) την ενίσχυση της μισθωτής εργασίας περιορίζοντας τις ασφαλιστικές εισφορές, διότι η εμπειρία από το παρελθόν μας και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναδεικνύει αυτές ως αποτελεσματικές πρακτικές που συμφωνούν και με την πλειονότητα των προτάσεων των σχετικών επιστημονικών μελετών.